«Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία δολοφονίας ανθρώπων, που έχει υπάρξει στον κόσμο και σε ολόκληρη την ιστορία του. Το Ολοκαύτωμα είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα της ανοχής και της ακρότητας που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Είτε είναι θύτης, είτε είναι θύμα», είπε ο Ελληνοεβραίος Αλέξανδρος Σίμχα. Έτσι άρχισε την αφήγηση της δικής του ιστορίας επιβίωσης, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσαν προς τιμή της «Ημέρας Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος» (27 Ιανουαρίου), το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η Πρεσβεία του Ισραήλ.

«Εκείνα που πέρασαν οι ομόθρησκοί μου δεν έχουν σχέση με αυτά που πέρασα εγώ», ανέφερε, τοποθετώντας τον ίδιο και την οικογένειά του ανάμεσα στους τυχερούς. «Άλλοι βασανίστηκαν, εξευτελίστηκαν και άφησαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα του θανάτου». Ο κ. Σίμχα χρειάστηκε να αποχωριστεί τη μάνα του, σε ηλικία τεσσάρων ετών. Άλλαξε αρκετά σπίτια, δύο πόλεις, επώνυμο, οικογένεια, είδε τον θάνατο. 

Η οικογένεια του κ. Σίμχα ήταν εγκατεστημένη στην Καβάλα, όταν η Γερμανία άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη. «Ο πατέρας μου εργάζονταν για μια εταιρεία και έπαιρνε πολύ καλό μισθό. Είχαμε ένα ωραίο σπίτι, με δύο κήπους και όλα όσα επιθυμεί μια αστική οικογένεια. Ζούσαμε ανέμελα και ευχάριστα». Ωστόσο, όπως εξήγησε, ο πατέρας του ανησυχούσε. «Πίστευε πως όσα ακούγονταν ότι θα κάνουν οι Γερμανοί στους Εβραίους, ότι ήταν αλήθεια. Ότι επιθυμούσαν να μας εξοντώσουν. Το πίστευε, παρότι όλοι οι υπόλοιποι Εβραίοι ήταν ήσυχοι». Μάλιστα είχε έναν θείο, ο οποίος τους περιγελούσε, σχεδόν τους κορόιδευε όταν έμαθε ότι θα εγκατέλειπαν την Καβάλα. «Το αποτέλεσμα ήταν ότι τους συγκεκριμένους συγγενείς τους πήραν οι Βούλγαροι. Για χρόνια δεν γνωρίζαμε σε ποιο μέρος τους σκότωσαν. Τελικά, πολλά χρόνια αργότερα, όταν επισκέφθηκα το μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Γερμανία, βρήκα στο αρχείο ότι εκτελέστηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης». 

Μετά το έπος του 1940, όπου ήδη είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν οι Γερμανοί στα Βαλκάνια, ο φόβος και η προνοητικότητα επικράτησαν στην οικογένεια, οπόταν και αποφάσισαν να αφήσουν όλα όσα είχαν φτιάξει για να πάνε σε ένα αστικό κέντρο. «Η Αθήνα ήταν μια μεγαλούπολη και για την εποχή εκείνη, με περίπου 500.000 κατοίκους. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας, μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο – ταξί που είχε ενοικιάσει ο πατέρας μου και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη». Από εκεί πήραν το τρένο και κατεβήκαν στην πρωτεύουσα.

«Στην Αθήνα εγκατασταθήκαμε σε ένα σπίτι δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ήταν ένα υπόγειο και δεν είχε σχέση με εκείνο που μέναμε μέχρι τότε. Τότε ήμουν σχεδόν τεσσάρων ετών. Δεν καταλάβαινα, με ενδιέφερε που έβγαινα και έτρεχα». Λίγο αργότερα, έφτασαν οι Γερμανοί. «Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να κλείσουν τον δρόμο με μεγάλες πέτρες, για να μην μπορεί να τρέξει κανένας. Όταν το είδε ο πατέρας μου, θέλησε να φύγουμε. Άρχισε να ψάχνει μέσω γνωστών και φίλων».

Οι ευεργέτες και τα πλαστά πιστοποιητικά

Το επόμενο σπίτι στην Αθήνα ήταν στο Παγκράτι. Όπως εξηγεί ο κ. Σίμχα, εκεί είχαν το ευτύχημα να βρίσκεται κάτω από τον όροφό τους ένας ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού και από πάνω τους ένας συνταγματάρχης. «Ο πατέρας μου τους εκμυστηρεύτηκε την ιδιότητά μας και τον καθησύχασαν ότι θα τον βοηθούσαν. Απέναντί μας έμενε και κάποιος θεολόγος –πολύ καλός άνθρωπος– και μαζί και με εκείνον είχαμε κάνει τη συνωμοσία για το πώς θα γλυτώσουμε». Ετοίμασαν τις κρυψώνες τους. 

«Αρχικά βρήκαμε ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή, το οποίο νοικιάσαμε δήθεν για το καλοκαίρι». Όπως εξήγησε ο κ. Σίμχα, όταν διέταξαν τους Εβραίους να φορέσουν το αστέρι του Δαβίδ, η οικογένεια αρνήθηκε. Έτσι δεν έφεραν πάνω τους διακριτικό. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να μη στοχοποιούνται άλλο, τους πρότειναν να βαπτιστούν. «Ο πατέρας μου δεν έχασε χρόνο. Βγάλαμε, μάλιστα και προχρονολογημένα πιστοποιητικά. Το 1935, 1936, το 1938. Εκδώσαμε επίσης ψεύτικες ταυτότητες, άλλα ονόματα και το επίθετο από Σίμχα είχε γίνει Σιμίχας. Θυμάμαι, αργότερα, που στο σχολείο ο δάσκαλος με ρωτούσε γιατί γράφω το όνομα μου με “ι”, αφού ήταν συν + Μίχας».

Στην Αγία Παρασκευή, με την εγκατάσταση τους, ο ιδιοκτήτης επισκέπτονταν το σπίτι. «Υπήρχε ένας κήπος. Ο αδελφός μου έκοψε ένα φρούτο και πέταξε στο χώμα το κουκούτσι. Όταν το είδε ο ιδιοκτήτης, ρώτησε ποιος το είχε πάρει. Μη ξεχνάτε πως ήταν κατοχή και εκείνος μας είχε ενοικιάσει το σπίτι, όχι το δέντρο. Εγώ τότε πετάγομαι και λέω ο Τζάκος, αντί να πω ο Γεράσιμος. Σε μια εβδομάδα θα ‘ξέραν όλοι πως στην Αγιά Παρασκευή υπάρχουν Εβραίοι». Έτσι, επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Παγκράτι, στους «ευεργέτες τους», όπως τους αποκάλεσε. 

Στο νέο σχέδιο που καταστρώθηκε, η οικογένεια επρόκειτο να χωριστεί. «Η μάνα μου θα πήγαινε με τον αδελφό τον μεσαίο, ο οποίος ήταν υπνοβάτης, πράγμα αρκετά επικίνδυνο. Ο μεγάλος αδελφός, ετών 13, θα στέλνονταν με τις δύο μου αδελφές σε ένα σπίτι προσφύγων από τη Ρωσία. Η μία αδελφή ήταν κουφή και η άλλη τυφλή. Για εμένα βρήκαν μια διαφορετική λύση. Θα με έδιναν σε μια άλλη οικογένεια».

Ο χιονάνθρωπος και η εκτέλεση

Ο κ. Σίμχα, στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών, αναγκάστηκε λόγω του πολέμου να στερηθεί τη μητέρα του. Δόθηκε, έστω και για προσωρινά, σε μια συγγενή του συνταγματάρχη Ρούσσου, η οποία δεν είχε κάνει παιδιά. Η μητέρα του τον άφησε με δάκρυα στα μάτια, λέγοντάς του ότι θα τον έπαιρνε πίσω μετά τον πόλεμο. «Η οικογένεια ενθουσιάστηκε στην ιδέα να με πάρουν στο σπίτι. Σε περίπτωση που οι γονείς μου δεν με επέστρεφαν, θα με κρατούσαν. Εγώ δεν ήθελα να μείνω. Όμως καταλάβαινα πως κάτι συμβαίνει, έτσι και δέχτηκα». Η νέα οικογένεια είχε το όνομα Αιγινήτης και κατάγονταν από την Πάρο. «Ήταν όλοι τους καλοί άνθρωποι, δεν έχω κανένα ουσιαστικό παράπονο. Με φρόντισαν καλά. Με το αζημίωτο. Σε αυτές τις περιστάσεις αξίζουν πολλά παραπάνω από αυτά που πήραν για να σώσουν μια ζωή». 

Στο συγκεκριμένο σπίτι έμεινε για 13 μήνες, όμως γρήγορα παρατήρησε τη διαφορετική νοοτροπία από εκείνη του σπιτιού του. «Το πρώτο που διαπίστωσα ήταν πως έπεφτε ξύλο. Το δεύτερο ήταν ότι πηγαίναμε τακτικότατα στην εκκλησία. Είχα μάθει όλες τις λειτουργίες απέξω. Ακόμη και το Πάσχα, κάθε βράδυ πηγαίναμε στον Άγιο Νικόλα». Λόγω του ότι ο Αιγινήτης ήταν καθηγητής, του έφερναν πεσκέσια οι μαθητές του. «Δεν πεινάσαμε στην κατοχή και πάντοτε τους θυμάμαι να λένε, το παιδί πρώτα». 

Το σπίτι ήταν ισόγεια μονοκατοικία, νεοκλασικό. «Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήταν βαρύς. Είχε κάνει ένα μέτρο χιόνι. Άρχισαν οι γείτονες να φτιάχνουν χιονάνθρωπους και να ρίχνουν χιονόμπαλες. Ξαφνικά φτάνει ένας Γερμανός. Ενθουσιάστηκε μαζί τους. Αφήνει το όπλο στην άκρη και ξεκινάει και αυτός να παίζει. Οι πατριώτες, όμως έριχναν στον Γερμανό. Μια, δυο, τρεις. Αγρίεψε ο Γερμανός και αρπάζει τον πιο δραστήριο. Τον έστησε στον τοίχο – εγώ παρακολουθώ από το παράθυρο. Έβαλε στο πιστόλι του την ξιφολόγχη και τον καρφώνει. Ο άνθρωπος έπεσε και εκείνος σιγά-σιγά συνέχισε τον δρόμο του. Μετά το επεισόδιο δεν θέλησα να ξαναβγώ έξω. Φοβόμουν τους Γερμανούς. Την αγριότητα του πολέμου την είδα ανάγλυφη».

Λίγο αργότερα ο πόλεμος τελείωσε και την επόμενη ημέρα η μητέρα του εμφανίστηκε. Παρά τις δυσκολίες και την προκατάληψη, η οικογένεια είχε μείνει ζωντανή και ήταν και πάλι μαζί.