Οι διαφορές μεταξύ καταναλωτή και χρηματοοικονομικής επιχείρησης που επιλαμβάνεται ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος είναι διαφορές ιδιωτικής φύσης, που προκύπτουν από τη μεταξύ των μερών σύμβαση ή συμφωνία. Είναι γι’ αυτό που σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, αν με το ίδιο αντικείμενο του παραπόνου ο καταναλωτής καταχωρίσει αγωγή, τότε τερματίζεται η εξέταση του παραπόνου.
Αυτά τονίζει σε απόφασή του το Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας προσφυγή πολίτη κατά απόφασης του Επιτρόπου να τερματίσει την εξέταση παραπόνου του κατά χρηματοοικονομικής επιχείρησης ως εκπρόθεσμο. Το παράπονο του αιτητή στον Επίτροπο υποβλήθηκε στις 17/1/2018, εναντίον του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λευκωσίας. Στις 24/1/2018, ο Επίτροπος ενημέρωσε τον αιτητή με επιστολή, ότι η διαδικασία εξέτασης του παραπόνου του τερματίστηκε, επειδή είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα. Με την προσφυγή οι δικηγόροι του αιτητή υποστήριξαν ότι ο Επίτροπος όφειλε να εξετάσει το παράπονο θεωρώντας ως ημερομηνία υποβολής όταν αυτό κατατέθηκε στο Συνεργατικό. Από πλευράς τους οι δικηγόροι του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου ήγειραν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι οι πράξεις του ρυθμίζουν δικαιώματα ιδιωτικού δικαίου γι’ αυτό οι αποφάσεις του πρέπει να γίνουν αποδεκτές και από τα δύο μέρη, αλλιώς δεν είναι δεσμευτικές.
Το Δικαστήριο βρήκε ότι οι πράξεις που καλείται ο Επίτροπος να διαμεσολαβήσει, αφορούν διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Άρα, επισημαίνει, ο Επίτροπος εξετάζοντας τα παράπονα αυτά, δεν λειτουργεί με την ιδιότητα του προσώπου που ασκεί εκτελεστική λειτουργία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, γιατί ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με τη διαμεσολάβησή του, δεν είναι δημοσίου συμφέροντος αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών. Υπό το φως των ανωτέρω, γίνεται αποδεκτή η συναφής προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και η παρούσα προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη, καθότι η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.