Βρέθηκα 2- 3 φορές με φίλους σ’ αυτή την αυλή με την ωραία μουσική, το καλό φαγητό και τους ωραίους ανθρώπους. Την Άννη, τον Παναγιώτη και την οικογένειά τους. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, ανάμεσα σε ιστορίες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, καταμεσής της «Καρδιάς του Μάγκα». Του οινομαγειρείου της γειτονιάς μας, εκεί στο ύψωμα, στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου στη Παλουριώτισσα. Εκεί που οι άνθρωποι του βίωσαν τον ξεριζωμό και αναγκάστηκαν να πατήσουν το κουμπί της επανεκκίνησης της ζωής, δυο νέοι άνθρωποι κατ’ επιλογήν έφτιαξαν με τα δυο τους χέρια το δικό τους μαγαζί.
Ένα μαγαζί που κρύβει ιστορίες του παρελθόντος κι αυτή τη στιγμή γράφει τις δικές του. Αυτές του παρόντος και του μέλλοντος. Εκεί που σαν βρεθείς, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο οικογενειακό τραπέζι που σμίγει η αγάπη, το καλοφτιαγμένο φαγητό και η μουσική ατμόσφαιρα που θυμίζει κάτι απ τα παλιά κουτούκια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

«Αν όχι εδώ στον συνοικισμό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος χώρος, λόγω της μουσικής που παίζουμε; Η λαϊκή μουσική απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Μιλά για την φτώχεια, την προσφυγιά, την ξενιτιά, την αγάπη…» μου λέει χαρακτηριστικά η Άννη, η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, εκείνο το Σαββατιάτικο απόγευμα που ανηφόρησα την οδό Τρικώμου, ανάμεσα στις οδούς Υπομονής, Ενότητος, Ελπίδος, Δικαιοσύνης, να τη συναντήσω να ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι της ιστορίας… Πάντα με την ίδια σκέψη στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Ηλικιωμένοι που άφησαν τα χωριά τους 30 – 40 χρονών και γερνούν σε αυλές δανεικές.

Το συνοικιακό καφενείο του παππού
Πίσω στο 1985, το οίκημα που στεγάζεται το μαγαζί, το πήρε ο πατέρας της Άννης, o κ. Παναγιώτης, πρόσφυγας από την Αγκαστίνα, 18χρονος νέος της εποχής από την αρμόδια Αρχή του κράτους για να φτιάξει τη δική του επιχείρηση εκεί στον συνοικισμό που διέμενε. Ένα συνοικιακό καφενείο! Σύντομα, οι βιοποριστικοί λόγοι τον οδήγησαν να αναζητήσει και να βρει δουλειά στα ξυλουργεία της παλιάς πόλης της Λευκωσίας. Στην πορεία άνοιξε και το δικό του ξυλουργείο.
Έτσι το καφενείο μένει στα χέρια του παππού Ανδρέα και τις γιαγιάς Σωτηρούλας, οι οποίοι το δούλεψαν για 32 ολόκληρα χρόνια ως καφενείο της περιοχής με λίγα είδη σχάρας για φαγητό.
Οι πρώτες αναμνήσεις…

Το στρωμένο τραπέζι της γιαγιάς με τις μυρωδιές από το ψητό της Κυριακής, η εβδομαδιαία σύναξη όλης της οικογένειας, τα παιχνίδια με τα ξαδέλφια και τα παιδιά της γειτονιάς, είναι μόνο μερικές από τις παιδικές αναμνήσεις που η Άννη κουβαλά μαζί της από το χώρο. Παρακολουθώ τις κινήσεις των χεριών της να προσπαθεί με τις κινήσεις της να με βάλει στο σκηνικό εκείνων των ημερών. «Διαγωνίως του μαγαζιού, απέναντι, είναι το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Πίσω μας βρίσκεται το πάρκο που παίζαμε. Πιο πάνω το περίπτερο που αγοράζαμε τα διάφορα μας, τις λιχουδιές μας. Δίπλα από το μαγαζί μας βλέπεις εκείνο το καφενείο; Το έχτισαν οι νέοι της γενιάς του πατέρα μου με τα χέρια τους. Ήταν το Κέντρο Νεότητας τους» μου λέει.
Κλείνει το καφενείο του παππού… ανοίγει «η καρδιά του Μάγκα»
Το 2015 η Άννη επιστρέφει με τον σύντροφό της το Παναγιώτη από τη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε και δούλευε. Μουσικοί και οι δύο, δημιουργούν τον συγκρότημα «Λαϊκή Τετρακτύς» μαζί με τον Ηλία Ιορδάνου και βγαίνουν εκ πεποιθήσεως στους δρόμους και στις πλατείες να παίξουν τη μουσική τους. Έστησαν ένα κινητό πάλκο, φόρτωναν το αμάξι και γυρνούσαν της πλατείες σε όλη την Κύπρο. Από την ελεύθερη Αμμόχωστο μέχρι την Πάφο. Στο μεσοδιάστημα έπαιξαν μουσική και σε διάφορες ταβέρνες και μαγαζιά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δημιουργικό lifting σ’ ένα σπίτι προσφυγικό… (εικόνες)
Κάπου στις αρχές του 2017 κι ενώ οι γονείς απουσιάζουν στο εξωτερικό μετά την κρίση του 2013, οι παππούδες κουράστηκαν και αποφασίζουν να συνταξιοδοτηθούν και να φύγουν. Προτού παραδώσουν το οίκημα στο κράτος ενημερώνουν αν το θέλει κάποιος από τα παιδιά ή τα εγγόνια αλλιώς θα το επέστρεφαν στην Πολεοδομία απ’ όπου το νοίκιαζαν.

«Εκεί ξεκινούν οι σκέψεις μας. Το επεξεργαζόμαστε για καμιά βδομάδα και κάνουμε το διάβημα» λέει η Άννη. Οι αποτρεπτικοί παράγοντες πολλοί και το κεφάλαιο ανύπαρκτο. «Πού πάτε; Είστε σίγουροι; Θα επενδύσετε σ’ ένα μαγαζί στον συνοικισμό;» ήταν μόνο μερικά από τα «εμπόδια» στις σκέψεις τους.
Το πείσμα και η αγάπη γι΄ αυτό που θα συνέχιζαν να κάνουν, στο δικό τους πια μαγαζί, οδηγούν την Άννη και τον Παναγιώτη να το πάρουν. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δούλευαν σε άλλα μαγαζιά και ότι μεροκάματο που έβγαζαν το επένδυαν στο δικό τους. Ήταν άλλωστε η φωλιά όπου θα στέγαζαν τα μουσικά τους όνειρα, τους στόχους και τις επιδιώξεις τους για το μέλλον. Εκεί θα ήταν και η συνέχεια του μουσικού τους σχήματος «Λαϊκή Τετρακτύς».

Ο δρόμος για ν’ αλλάξει ο χαρακτήρας του χώρου δεν ήταν εύκολος. Θα έπρεπε να εξηγηθεί αναλυτικά η προσπάθεια των ιδιοκτητών στις αρμόδιες υπηρεσίες με τον δισταγμό να είναι εμφανής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα μαγαζιά ενοικιάστηκαν από την Πολεοδομία για σκοπούς στέγασης καφενείων και καταλήγουν χαρτοπαιχτικές λέσχες. Βλέποντας την καθαρότητα της προσπάθειας και το πολιτιστικό έργο που παράγεται, αγκάλιασαν την προσπάθεια. Άλλωστε δεν επρόκειτο απλά για μια ταβέρνα με φαγητό αλλά έναν χώρο με κατά βάση πολιτιστικά προτάγματα, που θα έφερνε την λαϊκή μουσική του παρελθόντος, στο προσκήνιο.

Όταν πρωτοπήραν στο μαγαζί, δεν είχε καμία σχέση με τη μορφή που είναι σήμερα. Οι παππούδες, τα τελευταία χρόνια το είχαν παρατήσει γιατί δεν μπορούσαν πια οι άνθρωποι. Έτσι, ξεκίνησε σιγά σιγά η προσπάθεια για την ανακαίνιση με προσωπική εργασία απ’ τα δικά τους χέρια και με την βοήθεια του πατέρα της Άννης που ως μάστορας μπορούσε να βοηθήσει. Σιγά σιγά η κλασσική γυάλινη τζαμαρία απομακρύνθηκε, οι τοίχοι βάφτηκαν, έγιναν ορισμένες επεκτάσεις και συνεχώς με έγνοια για το καλύτερο γίνονται μικρές – μικρές προσθήκες που αναβαθμίζουν σημαντικά τον χώρο.
«Όσα βλέπεις μέσα στον χώρο είναι χειροποίητα. Τα κάδρα με τα πορτρέτα που βλέπεις στους τοίχους είναι πυρογραφίες σε ξύλο και τα έφτιαξε με πυρογράφο ο πατέρας του Παναγιώτη , ο Λάκης Ξανθόπουλος , ο οποίος εκτός από εικαστικός είναι παλιός Θεσσαλονικιός λαικός τραγουδιστής της δεκαετίας του 60′ και επίσης ξάδερφος του προσφάτως κεκοιμημένου , αγαπημένου ηθοποιού και λαικού τραγουδιστή Νίκου Ξανθόπουλου, μας λέει με πολύ καμάρι η Άννη .

Γιατί «Καρδιά του Μάγκα»;
Το μαγαζί της Άννης και του Παναγιώτη πήρε το όνομά του από το ομώνυμο ρεμπέτικο τραγούδι του 1948 του Τόλη Χάρμα που ερμήνευσαν, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Στελλάκης Περπινιάδης.
«Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που τον αγαπούμε και τον εκτιμούμε βαθιά. Είναι ένας άνθρωπος λαϊκός που βγήκε στη βιοπάλη από 8 – 9 χρονών και μέχρι και σήμερα ότι κι αν κάνει καταθέτει ψυχή. Συνειρμικά συνέδεσα τον τίτλο και τους στοίχους του τραγουδιού με το προφίλ του πατέρα μου. Το μοιράστηκα με τον Παναγιώτη κι εκεί ήταν το κλίκ» λέει συγκινημένη η Άννη.
Ζωή από την αρχή στον συνοικισμό
Εκεί στη μεγάλη στροφή της Τρικώμου στον συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι ηλικιωμένοι. Λίγο πριν από την 30η Νοεμβρίου του 2017 όταν θα άνοιγε για πρώτη φορά τις πόρτες της «Η Καρδιά του Μάγκα» στο κοινό, η Άννη κι ο Παναγιώτης, χτύπησαν πόρτα – πόρτα για να συστηθούν και να καλέσουν τους γείτονες για ένα κέρασμα, προκειμένου να γνωρίσουν το χώρο και τις φιλοδοξίες της προσπάθειας. Η αντιμετώπιση των περισσοτέρων ήταν θετική. «Μάλιστα τα πρώτα χρόνια βλέπαμε ότι αρκετοί γείτονες, τα καλοκαίρια έβγαιναν έξω, τα παππουδάκια έβαζαν την μπύρα τους και άκουγαν τη μουσική» μας εξηγεί με μεγάλη ευχαρίστηση η Άννη. Ο στόχος άλλωστε ήταν να γίνουν μέρος της γειτονιάς και όχι οι άνθρωποι που θα προκαλούσαν φασαρία γι’ αυτό με σεβασμό τηρούν πολύ ευλαβικά το ωράριο κοινής ησυχίας.

Οι ίδιοι εμμένουν στον unplugged ήχο, χωρίς την υποστήριξη μηχανημάτων, με την χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της ταβέρνας όπως ήταν παλιά με την αλληλεπίδραση του κοινού με τους μουσικούς. Κι αυτό είναι μια από τις μεγαλύτερες χαρές, να βλέπει κανείς τις Κυριακές τα μεσημέρια ακόμα και μικρά παιδάκια να πλησιάζουν κοντά στους μουσικούς για να περιεργαστούν και ακούσουν τη μουσική.
Τις Κυριακές τα μεσημέρια, ο συνοικισμός σφύζει από ζωή αφού η «Καρδιά του Μάγκα» ανοίγει τις πόρτες της σε οικογένειες με μικρά παιδιά, να έρθουν να φάνε σπιτικό ποιοτικό φαγητό, να ακούσουν τις μουσικές του μαγαζιού σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια.

Το μαγαζί, λειτουργεί με τρία μουσικά σύνολα. Την «Λαϊκή Τετρακτύς» που εμφανίζεται Παρασκευή και Σάββατο. Την «Λευκωδία» που εμφανίζεται Πέμπτη και Κυριακή μεσημέρια το χειμώνα. Τα δυο αυτά μουσικά, ασχολούνται περισσότερο λαϊκή μουσική, ρεμπέτικο, από το 1930 μέχρι το 1950. Το τρίτο μουσικό σύνολο, είναι το ομώνυμο με το μαγαζί «Η Καρδιά του Μάγκα». Ένα τετραμελές σχήμα που παίζει παλιό λαϊκό τραγούδι, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου κλπ.
Το παρελθόν δημιουργεί το μέλλον
Αν και το μαγαζί το πήραν και το αναγέννησαν η Άννη και ο Παναγιώτης, εντούτοις η συμβολή της οικογένειας είναι δεδομένη με όλες τις δουλειές να περνούν απ τα χέρια τους. Δύσκολη αλλά όμορφη η καθημερινότητα. Εκεί στην κουζίνα θα τους συναντήσει κανείς όλους, τον καθένα στον δικό του ρόλο. Ο πατέρας της Άννης ο κ. Παναγιώτης, που πάντα μαγείρευε για όλη την οικογένεια, πλέον μαγειρεύει για μια λίγο μεγαλύτερη οικογένεια, 50-60 ατόμων όση και η χωρητικότητα του μαγαζιού. Ακόμη κι ο παππούς έρχεται να βοηθήσει όσο μπορεί. Η γιαγιά, πρόσφατα «βγήκε» από την κουζίνα λόγω θεμάτων υγείας, αλλά η καρδιά της βρίσκεται ακόμη εκεί. Όμως η χαρά των παππούδων είναι μεγάλη διότι η δική τους προσπάθεια να βρίσκονται εκεί στον συνοικισμό εδώ και τόσα χρόνια, συνεχίζει από τα εγγόνια.
Εφ’ όρου ζωής…
Στη σκέψη μας, αυτός ο χώρος είναι η φυλακή μας, η φωλιάς μας, τα πάντα μας, απαντά η Άννη στην ερώτηση, πώς βλέπει το μέλλον της προσπάθειας τους. «Ότι έχουμε να καταθέσουμε, όσες δυνάμεις είχαμε έπεσαν εδώ. Σίγουρα χρόνο με το χρόνο προσπαθούμε να βελτιώσουμε πράγματα στη λειτουργία και στην εξυπηρέτηση χωρίς εκπτώσεις.
Όσοι έρχονται εδώ στο μαγαζί δεν θεωρούμε ότι είναι πελάτες αλλά φίλοι αυτής της προσπάθειας…» λέει, καταλήγοντας ότι στο μέλλον θα ήθελαν ο χώρος να καταστεί πολιτιστικός φορέας αλλά και ένα εργαστήρι εκμάθησης λαϊκής μουσικής. Εκεί… στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου που το γεμάτο πόνο παρελθόν, σμίγει με τις προσδοκίες του μέλλοντος.