«Το γεγονός της εκπόνησης ενός τόσο οργανωμένου σχεδίου εντός των Κεντρικών Φυλακών όχι μόνο εκθέτει ανεπανόρθωτα το όλο οικοδόμημα του σωφρονιστικού μας συστήματος, αλλά προκαλεί ισχυρότατους τριγμούς σε όλο το σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης καθώς και στο ίδιο το κράτος δικαίου».

Αυτά τονίζει σε απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο που εκδίκασε έφεση Σύρου ο οποίος καταδικάστηκε σε εφτά χρόνια φυλάκιση για το αδίκημα του εμπρησμού της αποθήκης φύλαξης τεκμηρίων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τον Οκτώβριο του 2020 είχε καταχωριστεί εναντίον άλλου Σύρου υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού που αφορούσε ναρκωτικά. Κατά την ακρόαση κατατέθηκε αριθμός τεκμηρίων.

Ενώ η δίκη του βρισκόταν σε εξέλιξη, ο κατηγορούμενος επικοινώνησε με τον εφεσείοντα και άλλα δύο πρόσωπα τα οποία καταζητούνται από την Αστυνομία, δίδοντας τους οδηγίες να καταστρέψουν τα τεκμήρια της πιο πάνω υπόθεσης, θέτοντας φωτιά στο δωμάτιο φύλαξης τεκμηρίων. Έτσι, μεταξύ της 20/7/2021 και 21/7/2021, μετέβησαν στο Δικαστήριο όπου ο εφεσείων κρατούσε τσίλιες, ενώ άλλα δύο πρόσωπα έβαλαν φωτιά στα τεκμήρια, με τη ζημιά που προκλήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των €39.390. Ο εφεσείων παραπονέθηκε με έφεση ότι η καταδίκη του ήταν έκδηλα υπερβολική αφού είχε παραδεχθεί ενοχή και βοήθησε τις αρχές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Το Εφετείο απορρίπτοντας τις θέσεις του έκρινε ότι η ποινή που του επιβλήθηκαν δεν ήταν καν αυστηρή αλλά επιεικής, ενώ παράλληλα εξέφρασε την ιδιαίτερη ανησυχία του για την ευκολία δράσης εγκληματικών στοιχείων που βρίσκονται εντός των φυλακών και η συνεργασία με άλλα πρόσωπα τα οποία είναι εκτός, προς το σκοπό διάπραξης τόσων σοβαρών εγκλημάτων.

«Εκείνο το οποίο, ωστόσο, προκαλεί περαιτέρω προβληματισμό και ανησυχία είναι αυτά που, ως άνω, ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας μας πληροφόρησε, ήτοι ότι «δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχουν ενδείξεις και έχει εξασφαλιστεί μαρτυρία ότι εγκλήματα έχουν οργανωθεί μέσα από τις Κεντρικές Φυλακές μέσω επικοινωνίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή υποδίκων ή καταδίκων παράνομα». Επισημαίνοντας και ο ίδιος ότι αυτό «προφανώς είναι ένα απαράδεκτο γεγονός που θέτει σε κίνδυνο όλους τους παράγοντες της ποινικής δικαιοσύνης». Αναμένουμε, αναφέρει το Δικαστήριο, ότι η Πολιτεία θα λάβει χωρίς καθυστέρηση όλα τα αναγκαία μέτρα, ούτως ώστε τέτοια απαράδεκτα και πρωτοφανή φαινόμενα να μην μπορούν να επαναληφθούν».

Τέλος προέβη στη διαπίστωση ότι «χωρίς αμφιβολία η υπό κρίση περίπτωση είναι πρωτοφανής για τα κυπριακά δεδομένα, εφόσον, χωρίς υπερβολή, ήταν κτύπημα στην καρδιά της απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα, το τονίζουμε με ιδιαίτερη ανησυχία, εκκινούμενο από τον χώρο των Κεντρικών Φυλακών».