«Η αναζήτηση της αληθινής μου ταυτότητας και των απαντήσεων που έθετα στον εαυτό μου, διαμόρφωσε τη βάση του μεγαλύτερου μέρους της εργασίας μου με επίκεντρο το γεγονός ότι είμαι μαύρη Κυπρία και ότι μεγαλώνοντας ένιωθα πάντα «διαφορετική», είπε  η 60χρονη Τουρκοκύπρια ερευνήτρια, κοινωνική σχολιάστρια και ξεναγός Serap Kanay στην παρουσίαση που έκανε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις 4 Απριλίου 2023 με θέμα: «Κυπριακή Αφρικανική Κληρονομιά, μια σιωπηρή παρακαταθήκη». Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών υπό την εποπτεία του λέκτορα Τουρκικής και Τουρκοκυπριακής Λογοτεχνίας Ahmet Yikik και της αναπληρώτριας καθηγήτριας Οθωμανικής και Τουρκικής Λογοτεχνίας Borte Sagaster. Όπως ανέφερε η κυρία  Sagaster σε σύντομη εισαγωγική της παρέμβαση, η  Serap Kanay γεννήθηκε στην Αμμόχωστο όπου και ζει σήμερα, κατέχει πτυχίο Καλών Τεχνών από το Πανεπιστήμιο Guildhall του Λονδίνου, ενώ το 2014 έλαβε μεταπτυχιακό  στην Πολιτισμική Ανάλυση από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. 

Η κύρια μορφή έκφρασής της είναι οι καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, όπου χρησιμοποιεί ως μέσο τον ήχο, το κείμενο, τα υφάσματα, τις φωτογραφίες και το βίντεο. Έχει  συμμετάσχει σε εκθέσεις, εργαστήρια, συνέδρια και παρουσιάσεις εργασιών στην Κύπρο, την Αγγλία, τη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Είναι επίσης συν-συγγραφέας δύο ακαδημαϊκών εργασιών για «την εμπειρία των μαύρων γυναικών στη Βόρεια Κύπρο» που δημοσιεύτηκε το 2021 και για «την άνοδο της αφρο-κυπριακής συνείδησης στην Κύπρο» που δημοσιεύτηκε το 2022. Παίρνοντας τον λόγο η Serap Kanay ανέφερε ότι ο πατέρας της ήταν αφρικανικής καταγωγής, γεννήθηκε στην περιοχή της Φλάσου Σολέας κοντά στη Λεύκα και ήταν αστυνομικός, ενώ η μητέρα της ήταν λευκή από τα Κούκλια Αμμοχώστου. Πρόσθεσε ότι έχει μια κόρη και ένα εγγόνι που ζουν στην Αγγλία όπου και η ίδια έζησε για 17 χρόνια μέχρι το 2000 που επέστρεψε στην Κύπρο. 

Με την ευκαιρία της διάλεξης της Serap Kanay στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ο υπογράφων ταξίδεψα την Παρασκευή 7 Απριλίου 2023 στη Φασούλα Λεμεσού και στην Τρεμιθούσα Πάφου, όπου συνάντησα και συνομίλησα με τρεις Ελληνοκύπριες αφρικανικής καταγωγής – με τη Δόμνα Νίκου Χριστοδούλου που με υποδέχτηκε στο σπίτι της στη Φασούλα μαζί με τον σύζυγο της Νίκο Χριστοδούλου και στη συνέχεια με τις αδελφές Νατάσα και Κάτια Ηρακλέους στο σπίτι της Νατάσας στην Τρεμιθούσα. 

Όπως στην περίπτωση της Serap Kanay, γεννήθηκαν και οι τρεις από γονείς με διαφορετικές μεταξύ τους καταβολές – με τον ένα γονέα τους αφρικανικής καταγωγής και τον άλλο λευκό. Με τις τρεις κυρίες, μας ενώνει ένας… μακρόχρονος δημοσιογραφικός δεσμός, αφού πριν 36 χρόνια (!) πήρα συνεντεύξεις από την αφρικανικής καταγωγής μητέρα της Δόμνας, Μαρουλλού Μονογιού στη Φασούλα και από τον αφρικανικής καταγωγής πατέρα της Νατάσας και της Κάτιας, Φώτο  Ήρακλο στο Αναβαργός Πάφου, που δημοσιεύτηκαν στο «Περιοδικό» στις 5 Δεκεμβρίου 1987. Και οι δύο πέθαναν πριν πολλά χρόνια. Οι δύο οικογένειες συνδέονται φιλικά μεταξύ τους για δεκάδες χρόνια και όπως μας είπε χαρακτηριστικά η Δόμνα Χριστοδούλου, ο μ. Φώτος Ήρακλος την είχε συνοδεύσει στην εκκλησία στη θέση του πατέρα της, στον γάμο της με τον Νίκο Χριστοδούλου.

«Μαύρη τουρκόφωνη Κυπρία»…

«Καθώς μεγάλωνα – είπε η Serap Kanay – σε αντίθεση με τους συνομηλίκους μου, δεν μπορούσα να δω ίχνος των γιαγιάδων ή των παππούδων μου στα βιβλία ή τις διαλέξεις της Κυπριακής Ιστορίας, παρόλο που είχαν μεγάλη επίδραση στη ζωή μας. Συνειδητοποιούσα ότι είμαι κορίτσι αφρικανικής καταγωγής, αλλά ένιωθα την απουσία των ιστοριών των προγόνων μου από τα βιβλία και τις αίθουσες διδασκαλίας».

 Είπε ότι κύριοι τομείς της έρευνάς της είναι η μνήμη, η έμφυλη προφορική ιστορία, η αφρικανική κυπριακή κληρονομιά και το τραύμα, καθώς η πεποίθηση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», αποτελεί το μότο της ζωής της. «Νιώθοντας την ανάγκη να προσδιορίζω τον εαυτό μου διαφορετικά από τον «άλλο» κατά τη συμπλήρωση επίσημων εντύπων όταν ήμουν στην Αγγλία, άρχισα να χρησιμοποιώ τον όρο «μαύρη τουρκόφωνη Κυπρία» για αναγνώριση της καταγωγής μου», είπε η Serap Kanay. 

«Από τα μέσα της δεκαετίας 1990 – πρόσθεσε – προσπαθώ μέσα από την έρευνα μου να εξηγήσω την έννοια του να είναι κανείς μαύρος Κύπριος, να διαπιστώσω κατά πόσο άλλοι μαύροι Κύπριοι βλέπουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους και αν αυτή η γνώση έχει δημιουργήσει ή όχι, μια έννοια της μαύρης κυπριακής ταυτότητας. Στόχος μου ήταν να γνωρίσω την πραγματικότητα των εμπειριών ζωής αυτής της ομάδας, εξετάζοντας τυχόν διαφορές από την κοινωνία της πλειοψηφίας και θέτοντας σε συζήτηση το ζήτημα της καταγωγής και της ορατότητάς τους. 

Η προφορική ιστορία και η συλλογή ιστοριών, χρησιμοποιήθηκαν για να κατανοηθεί η αντίληψη των ανθρώπων για τον εαυτό τους και για το πώς τους βλέπουν οι άλλοι. Παράλληλα με ορισμένα ιστορικά στοιχεία, η εργασία μου επικεντρώνεται στα ευρήματα των άτυπων συνεντεύξεων, όπου οι άνθρωποι μιλούν για ένα θέμα που σπάνια συζητείται και έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν µια αίσθηση του εαυτού τους, της τοποθέτησης και του ανήκειν. Στηριζόμενη στις παρακαταθήκες των προγόνων μου, η εργασία μου στο θέμα αυτό συνεχίζεται. Βρίσκομαι στη διαδικασία έκδοσης ενός βιβλίου με τις πρώτες συνεντεύξεις που πήρα από ανθρώπους που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1909 και 1950».

Από το Σουδάν και την Αιθιοπία, στη Λεμεσό

Η εργασία της Serap Kanay φέρνει στην επιφάνεια το ξεχασμένο και… αθέατο κεφάλαιο των μαύρων οικογενειών αφρικανικής καταγωγής στην Κύπρο – τουρκοκυπριακών και ελληνοκυπριακών. Όπως προκύπτει από την πολυετή έρευνα της, οι ρίζες των μαύρων Κυπρίων βρίσκονται σε χώρες της Αφρικής και κυρίως το Σουδάν, την Αιθιοπία, την Αίγυπτο και την Ακτή Ελεφαντοστού, από όπου φαίνεται ότι άρχισαν να μεταφέρονται στην Κύπρο στα χρόνια της Οθωμανικής και αργότερα της Βρετανικής εποχής τον 18ο και 19ο αιώνα. Είχαν παρουσία κυρίως στην πόλη και επαρχία Λεμεσού, σε χωριά όπως τη Φασούλα, Επισκοπή, Άλασσα, Λάνια και Πισσούρι.

Τα αδέλφια Παναγιώτα, Τζόζεφ και  Μεϊρέμ!

Είναι γνωστό στους ερευνητές ότι οι πρόγονοι των περισσότερων Κυπρίων με αφρικανική καταγωγή, ήταν παιδιά θύματα λευκών δουλεμπόρων που τα αγόρασαν ή και τα έκλεψαν από τους γονείς τους στην πατρίδα τους, τα μετέφεραν στην Κύπρο και τα πούλησαν σαν σκλάβους σε Κυπρίους – Έλληνες ή Τούρκους. 

Όσοι πουλήθηκαν σε Έλληνες χριστιανούς εκχριστιανίσθηκαν και αφομοιώθηκαν στο ελληνικό στοιχείο και όσοι πουλήθηκαν σε Τούρκους εξισλαμίσθηκαν κι εκτουρκίσθηκαν. Η Serap Kanay ανέφερε ότι  κατά τη διάρκεια της έρευνάς της «παρατήρησε ότι δεν υπάρχουν μόνο τουρκόφωνες οικογένειες αφρικανικής καταγωγής, αλλά και ελληνόφωνες οικογένειες αφρικανικής καταγωγής και ότι ορισμένα αδέλφια χωρίστηκαν για να υιοθετηθούν από μουσουλμανικές και χριστιανικές οικογένειες κατά την άφιξή τους στην Κύπρο». 

Να αναφέρω ότι χαρακτηριστική επιβεβαίωση αυτού του ευρήματος της  Serap Kanay, αποτελεί η περίπτωση της οικογένειας του Φώτου Ήρακλου από τη Λεμεσό. Όπως ο ίδιος μου είπε στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε το 1987 στο «Περιοδικό», η γιαγιά του Παναγιώτα – μητέρα της μητέρας του που ήταν  γνωστότατη μαία («μαμμού») στη Λεμεσό – του είχε αφηγηθεί ότι βρέθηκε σε παιδική ηλικία στην Κύπρο μαζί με την αδελφή και τον αδελφό της, όταν τους έκλεψαν από το Σουδάν και τους πούλησαν και τους τρεις στη Λεμεσό. Την Παναγιώτα την πούλησαν σε χριστιανό «αφέντη» που τη βάφτισε και την έκανε χριστιανή ορθόδοξη, την αδελφή της σε Τούρκο «αγά» που την ονόμασε Μεϊρέμ και τον αδελφό της τον πούλησαν στις Καθολικές μοναχές της Φραγκοκλησιάς για να φροντίζει το περιβόλι της εκκλησίας και που όταν μεγάλωσε, χειροτονήθηκε και έγινε μοναχός με το όνομα Τζόζεφ. 

Κι έτσι τρία αδέλφια από την Αφρική, βρέθηκαν – όχι με δική τους επιλογή – σε τρεις διαφορετικές κοινότητες και θρησκεύματα στην Κύπρο, ζώντας στην ίδια πόλη, αφού η μια έγινε Ελληνίδα ορθόδοξη χριστιανή, η άλλη Τουρκάλα μουσουλμάνα και ο αδελφός τους Καθολικός ιερωμένος!). Όπως έγραψε και η  Serap Kanay, «πολλοί άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής αγοράστηκαν ως σκλάβοι, νοικιάστηκαν για να δουλέψουν σε σπίτια και αγροκτήματα, άλλοι απήχθησαν καθώς πήγαιναν στη Μέκκα, πολλά κορίτσια τα πήραν οικογένειες ως υπηρέτριες. Η πλειονότητα αυτών που έφεραν για να εργαστούν στα αγροκτήματα, έφτασαν στο νησί μέσω του λιμανιού της Λεμεσού και αναγκάστηκαν να εργαστούν σε χωράφια με ζαχαροκάλαμο στην Επισκοπή». 

Σύμφωνα με την Τουρκοκύπρια ερευνήτρια, δεν ήταν θύματα δουλεμπόρων, όλα τα άτομα αφρικανικής καταγωγής που κατέληξαν στην Κύπρο, αφού όπως ανέφερε, «κάποιοι από αυτούς διέφυγαν από τα πλοία που έκαναν σταθμό στην Κύπρο και ξεμπάρκαραν με την ελεύθερη βούλησή τους για να εργαστούν στο νησί». 

Μαζί για 53 χρόνια στη Φασούλα

Είναι μαζί για 53 χρόνια ο παλαίμαχος ναυτικός Νίκος Χριστοδούλου 85 χρόνων από την Κάτω Πάφο και η 84χρονη σύζυγος του Δόμνα, κόρη της μ. Μαρουλλούς Μονογιού από τη Φασούλα Λεμεσού, οι πρόγονοι της οποίας προέρχονται  πιθανόν από την Αιθιοπία, όπως η ίδια μου είπε. Το ζεύγος Χριστοδούλου έχουν  μια κόρη που είναι σήμερα 43 χρόνων, μητέρα 5 παιδιών και 6 εγγονιών(!). 

Η Δόμνα Χριστοδούλου έχει 4 παιδιά από προηγούμενο γάμο και 11 εγγόνια. Ο κ. Χριστοδούλου έχει από δύο προηγούμενους γάμους του, 7 παιδιά και συνολικά 23 εγγόνια και 13 δισέγγονα. Σε ερώτησή μου κατά πόσο όλα αυτά τα χρόνια ήρθε αντιμέτωπος με ενοχλητικά σχόλια ή δυσάρεστη συμπεριφορά άλλων, σχετική με την καταγωγή της συζύγου του, απάντησε ότι «δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα και αν υπήρχε, θα το χειριζόμουν δεόντως. Αυτό που μετρά για μένα – πρόσθεσε – είναι η ποιότητα της σχέσης μας ως ζευγάρι και όχι τι λέει και τι σκέφτεται ο καθένας. Από 17 χρονών εργάστηκα ως ναυτικός, μαζί με μαύρους και με ανθρώπους κάθε χρώματος και φυλής, οπότε δεν είχα προκαταλήψεις για τέτοια ζητήματα». Η κυρία Δόμνα συγκατένευσε λέγοντας ότι η αμοιβαία αγάπη και ο αλληλοσεβασμός με τον σύζυγο της, σβήνουν οποιαδήποτε διαφορά. «Αυτός ο σεβασμός – πρόσθεσε – υπάρχει και με την ευρύτερη οικογένεια του Νίκου. Για παράδειγμα, η γυναίκα ενός από τους γιους του που είμαστε πιο συνδεδεμένοι, με φωνάζει «μάμα» πολλές φορές!». 

Οικιακή εργάτρια 9 χρόνων…

«Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η παιδική μου ζωή, λόγω της μεγάλης φτώχειας της οικογένειας μου» ανέφερε η Δόμνα Χριστοδούλου και συνέχισε: «Ήμουν η δεύτερη στη σειρά από άλλα τρία αδέλφια, δύο αδελφές κι έναν αδελφό και ζούσαμε με τεράστιες στερήσεις, αφού το μοναδικό πενιχρό μας εισόδημα προερχόταν από τα ξύλα που μάζευε και πουλούσε η μάνα μας κουβαλώντας τα με γαϊδούρι στη Λεμεσό…Φοίτησα…τριάμισι τάξεις στο δημοτικό σχολείο και ήμουν 9 χρονών, όταν μια μέρα ήρθε στο χωριό με μια μεγάλη λιμουζίνα ένας κύριος που είχε ξενοδοχείο στη Λεμεσό και ζητούσε οικιακή εργάτρια για το σπίτι και το ξενοδοχείο του. Κάποιος υπέδειξε εμένα και όταν άκουσα το όνομα μου φοβήθηκα, πήγα και αγκάλιασα τη μάμα μου κι έτρεξα στο βουνό κλαίγοντας…ήρθαν τα ξαδέλφια μου και με κατέβασαν κάτω… ο κύριος εκείνος με πήρε μαζί του όπως ήμουν, φορώντας ένα φουστανάκι μεταχειρισμένο δεύτερο χέρι, από αυτά που μας έδιναν όσοι είχαν περισσευούμενα. Έτσι έχασα το σχολείο μου…έχασα τη μάνα μου…Για τα επόμενα 6-7 χρόνια έμεινα στο σπίτι του κυρίου Γιώργου και της κυρίας Άννας που ήταν καλά πλάσματα, αλλά η δουλειά μου ήταν να σφουγγαρίζω και να καθαρίζω τα δωμάτια του σπιτιού και του μικρού ξενοδοχείου στον δεύτερο όροφο, με μισθό μια λίρα τον μήνα…για πολύ καιρό έκλαιγα συνεχώς, γιατί μου έλειπε η οικογένεια μου. Όλα αυτά τα χρόνια, είδα τη μάνα μου μόνο μια φορά που ήρθε να με δει με τη μικρή μου αδελφή…».

Από τη Λεμεσό στην Πάφο

«Όταν μέναμε στην οδό Θερμοπυλών στη Λεμεσό, πριν μετακομίσουμε στην Πάφο το 1972, δεν αντιμετωπίσαμε κανένα ρατσιστικό περιστατικό σε βάρος μας, προφανώς γιατί μέναμε πολλές μαύρες οικογένειες εκεί και οι άσπροι είχαν συνηθίσει τους μαύρους…», μου είπε η Νατάσα Ηρακλέους Νικολάου στη συνομιλία που είχαμε στο σπίτι της στην Τρεμιθούσα Πάφου στις 7 τρέχοντος, στην παρουσία και της αδελφής της Κάτιας που μένει στη γειτονική περιοχή Αναβαργός. 

Η  Νατάσα έχει αφυπηρετήσει, αφού εργάστηκε  για 22 χρόνια ως υπάλληλος υποδοχής σε ξενοδοχεία και άλλα 17 χρόνια σε εταιρία εξυπηρέτησης επιβατών στο αεροδρόμιο Πάφου. Είναι παντρεμένη με τον σεφ Ντίνο Νικολάου που είναι λευκός κι έχουν ένα γιο 24 χρόνων. 

Η Κάτια είναι διαζευγμένη και έχει μια κόρη 22 χρόνων με τον Ελλαδίτη πρώην σύζυγο της. Μου είπαν ότι η μεγαλύτερη αδελφή τους Μάρθα πέθανε από καρκίνο το 2005, αφήνοντας πίσω της δύο παιδιά.

 Σημειώνω ότι σύμφωνα με τον γνωστό Λεμεσιανό φιλόλογο Ρογήρο Χριστοδούλου, το πατρικό σπίτι του οποίου ήταν στην οδό Θερμοπυλών, η περιοχή ήταν γνωστή ως «η γειτονιά ή ο μαχαλλάς των μαυρούων». 

Όπως έγραψε σε διαδικτυακή του ανάρτηση, «όλοι κι όλοι ήταν 10 – 12 μαύροι αφρικανικής καταγωγής που έμεναν οι περισσότεροι προς το κάτω μέρος του δρόμου, κοντά στην Καθολική. Εκεί έμενε και ο Φώτος Ήρακλος αφρικανικής καταγωγής με τη σύζυγο του Μαρούλλα που ήταν λευκή από την Τάλα της Πάφου και τις κόρες τους Μάρθα, Νατάσα και Κάτια. Ο Φώτος ήταν πάντα χαμογελαστός, αγαθή ψυχή!». Πολλά από όσα μου είπαν οι δύο αδελφές, αφορούσαν τον πατέρα τους Φώτο Ήρακλο. 

«Είμαστε πολύ περήφανες για τον πατέρα μας – μου είπε η Κάτια Ηρακλέους – γιατί 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, συναντούμε σήμερα ανθρώπους που μας λένε «ο Φώτος ο μαύρος ο παπάς σου, τι καλός άνθρωπος ήταν!». Η Κάτια, που εργάζεται ως φρουρός ασφαλείας στο νοσοκομείο Πάφου, μου είπε επίσης ότι «δεν έζησε το bullying που πέρασαν οι αδελφές της Μάρθα και Νατάσα, σε σχέση με το χρώμα τους. 

Ήμουν η πιο μικρή, γεννήθηκα το 1963 και είχαν αρχίσει να μας αποδέχονται πλέον, όταν πήγα εγώ στο δημοτικό σχολείο» παρατήρησε.