Ο δρ. Ζαννέτος Τοφαλλής γράφει για τα ήθη κι έθιμα αυτές τις άγιες μέρες…

Φέτος στις 16 Απριλίου, γιορτάζουμε τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Πάσχα –ή τη Λαμπρή– όπως λέμε στην Κύπρο. Το Πάσχα συμβολίζει τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, τη νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι και –ιδιαίτερα για τον ελληνισμό– τον θρίαμβο της ελευθερίας πάνω στη σκλαβιά και τη βαρβαρότητα. Σκοπός αυτής της μικρής εισαγωγής είναι να φέρουμε στη μνήμη μας για το πώς γιόρταζαν τη Λαμπρή οι πατεράδες και οι παππούδες μας και μια προσπάθεια διατήρησης των ηθών και εθίμων και γενικά των ωραίων παραδόσεων του υπέροχου λαού μας. 

Ημέρες πένθους για τα Πάθη του Χριστού είναι για μας οι  ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Παλαιότερα, μάλιστα, ακόμη και από τις καθημερινές εκδηλώσεις του λαού μας, απουσίαζε κάθε νότα χαράς. Οι άνθρωποι νήστευαν και απέφευγαν να κάνουν πολλές δουλειές. 

Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, οι γυναίκες στόλιζαν τον Επιτάφιο. Οι πιστοί μέχρι το απόγευμα Τον προσκυνούσαν και  τοποθετούσε ο καθένας πάνω του «ό,τι είχε ευχαρίστηση», ένα  κόκκινο αβγό, ένα ζευγάρι κάλτσες ή χρήματα. Επειδή  πρόκειται για την πιο ιερή μέρα της εβδομάδας αυτής, σταματούσε κάθε δουλειά μέσα στο σπίτι, ενώ οι γυναίκες  δε  μαγείρευαν αυτό το μεσημέρι. Σαν αναπαράσταση της κηδείας του Χριστού, γινόταν το βράδυ η  περιφορά του  Επιταφίου στους δρόμους του κάθε χωριού. Η πένθιμη ατμόσφαιρα της ημέρας δικαιολογούσε και τη θύμηση των νεκρών καθώς και την επίσκεψη στα νεκροταφεία. Το εγκώμιο της Παναγίας προς τον Χριστό «Ω γλυκύ μου έαρ…», που ακουγόταν το βράδυ αυτό, παραπέμπει στο μοιρολόι κάθε  χαροκαμένης μάνας. Μαυροφορεμένες κοπέλες, που θυμίζουν  τις «Μυροφόρες» του Χριστού, «έραιναν» τον Επιτάφιο με ροδοπέταλα από το ψάθινο καλάθι τους. Όσοι επέστρεφαν από την εκκλησία έπαιρναν κάποιο λουλούδι, αφού περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο.

Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και οι άνδρες έσφαζαν το αρνί που θα σούβλιζαν την  Κυριακή. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα πήγαιναν στην εκκλησία. Το  «ιερό φως» έπαιρνε καθένας από τη λαμπάδα αυτού που νόμιζε ότι θα του φέρει τύχη. Ήταν η νύχτα της Ανάστασης του Χριστού. «Χριστός Ανέστη», έψελνε ο ιερέας και αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα έφερνε χαρά, αγάπη και συμφιλίωση. Οι άνθρωποι αντάλλαζαν ευχές και φιλιά και τσούγκριζαν αβγά. Το αβγό του τυχερού έμενε στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα.

Κάθε οικογένεια φρόντιζε να «σταυρώσει» με το Άγιο Φως μιας λαμπάδας την εξώπορτα του σπιτιού της τρεις φορές και να ανάψει το καντήλι. Έπειτα, έτρωγε όλη η οικογένεια τη μαγειρίτσα μετά τη νηστεία που είχε προηγηθεί. Το πρωί της Κυριακής εκκλησιάζονταν και κάποιοι μεταλάμβαναν. Το αρνί το σούβλιζαν σε ατμόσφαιρα έντονης χαράς. «Λαμπρή εορτή και πανήγυρις» λέγονταν από τον λαό η ημέρα του Πάσχα και γι’ αυτό έχει καθιερωθεί να λέγεται «Λαμπρή». Ακολουθούσε το πλούσιο γεύμα, που συνοδεύονταν από κρασί. Κάποιες γιαγιάδες θυμούνται ότι πολλοί παντρεμένοι φορούσαν τα ρούχα του γάμου τους και οι ελεύθεροι ρούχα με κυρίαρχο το άσπρο χρώμα, επειδή όλα ήταν γιορτινά. Το βράδυ χόρευαν στην πλατεία του χωριού.

Ανανεωμένοι από τις γιορτές του Πάσχα, οι χωρικοί επιδίδονταν με περισσότερη δύναμη και μεράκι στη βιοπάλη. Παρήγορο είναι ότι τα περισσότερα πασχαλινά έθιμα εξακολουθούν να  τηρούνται ακόμη στην Κύπρο. Καλό Πάσχα, Χρόνια Πολλά και Ειρήνη και Αγάπη στον κόσμο!