Η μια μετά την άλλη, οι χώρες ανακοινώνουν πως θα αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, ξοδεύοντας όλο και μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ τους για την προμήθεια όπλων. Οι σχετικές εκθέσεις δείχνουν πως τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια κούρσα εξοπλισμών, η οποία φαίνεται πως επιταχύνθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Κάτι που δείχνει, πως τα κράτη σε όλο τον κόσμο αντλούν διδάγματα από τον πρώτο πόλεμο υψηλής έντασης της Ευρώπης, από το 1945, αυτόν στην Ουκρανία, επαναξιολογώντας τα πάντα, από την αγορά εξοπλισμού μέχρι την αναθεώρηση των στρατιωτικών τους δογμάτων.

Την περασμένη βδομάδα ένα άρθρο του περιοδικού Forbes αναφέρθηκε εκτενώς στη στρατιωτική ανασυγκρότηση της Κύπρου. Σχολιάζοντας στον «Φιλελεύθερο», το άρθρο ο Γιώργος Ν. Τζογόπουλος, λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Eυρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (Cife) και Fellow στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies του Ισραήλ και στο ΕΛΙΑΜΕΠ επεσήμανε πως η Κύπρος ήδη ξοδεύει περισσότερα για την άμυνά της σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της Κύπρου, εξήγησε είναι να εξασφαλίσει πως θα μπορεί να εξουδετερώσει την επιθετικότητα της άλλης πλευράς και βασικό συστατικό για αυτό είναι η λεγόμενη αποτροπή, ώστε να μην υπάρξει στρατιωτική κρίση.

Το ζητούμενο για την Κύπρο όπως και για την Ελλάδα είναι ότι έχουν συνεχώς να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές προκλήσεις, τις οποίες τις περισσότερες φορές τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ απλά παρακολουθούν με απάθεια. Η στρατιωτική ενίσχυση τους είναι πολύ πιθανόν να ενισχύσει τη θέση τους. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Γιώργος Τζογόπουλος το στρατιωτικό σκέλος πρέπει να συνδυαστεί και με τις διπλωματικές προσπάθειες, καθώς χωρίς ισχυρή άμυνα, η διεθνής θέση της οποιαδήποτε χώρας υποβαθμίζεται. «Το ζητούμενο βέβαια είναι να μη φτάσουμε στα άκρα, αλλά να επιτευχθεί μια ισορροπία με γνώμονα την ειρήνη και τη σταθερότητα», εξήγησε. 

Αναπόφευκτα αναφορά έγινε και για πιθανή ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, κάτι που το τελευταίο διάστημα συζητιέται πλέον ανοικτά. «Ενδεχόμενη ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ μπορεί να προσφέρει την απαιτούμενη ομπρέλα προστασίας, αλλά ακόμα και αν αυτό δε συμβεί λόγω αντιρρήσεων της Τουρκίας, χρειάζεται ειλικρινής διάλογος μεταξύ Λευκωσίας και Ουάσιγκτον για τον τρόπο με τον οποίο η δεύτερη θα εγγυηθεί την ασφάλεια της πρώτης», επεσήμανε.

 

 

 

-Σε πρόσφατο άρθρο του το περιοδικό Forbes μιλά για στρατιωτική ανασυγκρότηση της Κύπρου. Με ποιο τρόπο πιστεύετε πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;

-H Kύπρος ήδη ξοδεύει περισσότερα για την άμυνα της ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με την πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, η άρση του εμπάργκο όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργεί καινούριες δυνατότητες προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού. Στο πλαίσιο αυτό συζητήσαμε με το περιοδικό Forbes τις προοπτικές που διανοίγονται. Oι προοπτικές αυτές έχουν δύο σκέλη: πρώτον την ενδεχόμενη αγορά οπλικών συστημάτων, και δεύτερον τον γεωπολιτικό αντίκτυπο. Το ενδιαφέρον του Forbes δείχνει πως το θέμα είναι εξόχως σημαντικό όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για το διεθνές ακροατήριο.

-Τι θα σημαίνει κάτι τέτοιο για την Κύπρο τόσο για τις αμυντικές ικανότητες της όσο και για προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού;

-Eδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια υπάρχουν δημοσιευμένες πληροφορίες για παρουσία τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στα κατεχόμενα. Επίσης, μετά την άρση του εμπάργκο όπλων, η Τουρκία έχει δημοσίως αναφέρει πως θα ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία και θα μεταφέρει καινούρια οπλικά συστήματα στο ψευδοκράτος. Άρα, στόχος της Κύπρου είναι να εξασφαλίσει πως θα μπορεί να εξουδετερώσει την επιθετικότητα της άλλης πλευράς. Βασικό συστατικό είναι η λεγόμενη αποτροπή, ώστε να μην υπάρξει στρατιωτική κρίση. Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό αυτό καθ’εαυτό, θεωρώ πως μια ενδεχόμενη κούρσα εξοπλισμών θα αποτυπώνει την αδυναμία επίλυσής του. Δε θα αποτελεί την αιτία αποτυχίας της προσπάθειας διαπραγματεύσεων. 

-Με ποιο τρόπο μπορεί η Κύπρος να συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, ειδικά όπως διαμορφώνεται το σκηνικό μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία;

-Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα έχει ξεκινήσει πολύ πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο συνεργασίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-ΝΑΤΟ. Η Τουρκία είναι παραδοσιακά επιφυλακτική για τις δυνατότητες που μπορεί να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο αυτό, καθώς η Κύπρος είναι κράτος-μέλος της Ένωσης. Αλλά πέρα από την Τουρκία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν επιθυμούν ενεργό στρατιωτική τους εμπλοκή σε διαμάχες. Ούτε είναι βέβαιο πως  ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αλλάξει δραματικά τη νοοτροπία αυτή. Συνεπώς, ο γενικότερος στρατιωτικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πρωταγωνιστικός. Λαμβάνοντας υπόψη τα γενικά δεδομένα, η Κύπρος προσφέρει στο μέτρο του δυνατού αυτό που μπορεί. Η συμμετοχή της στην επιχείρηση «IRINI» και σε διάφορα εγχειρήματα της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) κάθε άλλο παρά αξιολογείται ως αμελητέα. 

-Υπάρχει τρόπος και ποιος είναι αυτός για χώρες μικρότερης ισχύος να αντιμετωπίσουν απειλές που δέχονται από ισχυρότερες, όπως γίνεται με την Κύπρο και την Ελλάδα που έχουν απέναντί τους την Τουρκία;

-H Eλλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν μια πραγματική απειλή. Είναι πραγματικά δυσάρεστο πως αρκετά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να μην το αντιλαμβάνονται. Προς την κατεύθυνση αυτή, χρειάζεται καλύτερος συντονισμός μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες. Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την προσπάθεια του νέου προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη να δοθεί ευρωπαϊκός μανδύας στην διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, αναμένοντας ενδεχομένως έναν περισσότερο θεσμικό ρόλο από την πλευρά των Βρυξελλών. Η διπλωματική προσπάθεια συνδυάζεται προφανώς με το στρατιωτικό σκέλος, καθώς χωρίς ισχυρή άμυνα, η διεθνής θέση της οποιαδήποτε χώρας υποβαθμίζεται. Το ζητούμενο βέβαια είναι να μη φτάσουμε στα άκρα, αλλά να επιτευχθεί μια ισορροπία με γνώμονα την ειρήνη και τη σταθερότητα. Η Ελλάδα έχει ήδη ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της τα τελευταία χρόνια, και η Κύπρος κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Οι στενότερες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ σίγουρα βοηθούν, αλλά δεν αποτελούν πανάκεια. 

Η  γεωπολιτική σημασία της Κύπρου αυξάνεται με τα χρόνια

-Λαμβάνοντας υπόψη πως σχεδόν όλες οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου εξοπλίζονται συνεχώς για να ενισχύσουν την άμυνα τους, πως συμβάλλει αυτό στην προοπτική αποφυγής μιας στρατιωτικής σύρραξης;

-Υπάρχουν δύο επίπεδα ανάλυσης της κατάστασης. Το πρώτο αφορά την αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών-Ρωσίας, και ενδεχομένως στο μέλλον Ηνωμένων Πολιτειών-Κίνας. Και το δεύτερο σχετίζεται με τα διαχρονικά προβλήματα σε περιφερειακό επίπεδο, όπως το Κυπριακό, το Παλαιστινιακό, και τα τελευταία δώδεκα χρόνια οι εμφύλιοι πόλεμοι στη Λιβύη και τη Συρία. Ο τρόπος με τον οποίο οι μεγάλοι παίχτες αντιλαμβάνονται τα προβλήματα σε περιφερειακό επίπεδο δεν είναι απαραίτητα ίδιος με αυτόν των άμεσων δρώντων. Εδώ υπάρχει μια ευκαιρία και ένας κίνδυνος για τη Λευκωσία. Η ευκαιρία είναι πως η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου αυξάνει τα τελευταία χρόνια, και συνεπώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν περισσότερο σε στρατιωτικές υποδομές. Ο κίνδυνος, όμως, προέρχεται από το αντίκτυπο που μπορεί να έχει η καινούρια αμερικανική πολιτική στις σχέσεις της Λευκωσίας με τη Μόσχα, και της Μόσχας με την Άγκυρα για το ζήτημα της Κύπρου. 

Aπό εκεί και πέρα, η γνώμη μου είναι πως ο κόσμος αλλάζει. Αν δούμε την Ανατολική Μεσόγειο, πολλές χώρες όπως η Τουρκία, o Λίβανος, το Ισραήλ, και η Αίγυπτος, κρατούν σχετικά ισορροπημένη στάση στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ η Συρία παίρνει προφανώς τη θέση της Ρωσίας. Αυτό δείχνει πως έχει πλέον ξεκινήσει η δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν την στρατιωτική πρωτοκαθεδρία, αλλά μην είναι σε θέση να επιβάλουν αυτό που θέλουν. Στο περιβάλλον αυτό, η κούρσα των εξοπλισμών προφανώς δημιουργεί ανησυχία για την επόμενη μέρα, αν και τα δεδομένα είναι διαφορετικά ανά περίπτωση.

WHO IS  

Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος (Ph.D. Loughborough University, Hνωμένο Βασίλειο, 2009) είναι ειδικός σε θέματα ΜΜΕ, διεθνών σχέσεων και κινεζικών υποθέσεων. Είναι Κύριος Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Διευθυντής Προγραμμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης-Κίνας και Λέκτορας στο Centre international de formation européenne (CIFE), Λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, και επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Center for Strategic Studies (BESA) του Ισραήλ. Eίναι συγγραφέας τριών βιβλίων: US Foreign Policy in the European Media: Framing the Rise and Fall of Neoconservatism (IB TAURIS), The Greek Crisis in the Media: Stereotyping in the International Press (Ashgate) και The Miracle of China: The New Symbiosis with the World (Springer και China Social Sciences Press).

Από το 2010, ο Γιώργος συνεργάζεται συστηματικά με το European Council on Foreign Relations (ECFR) εκπροσωπώντας την Ελλάδα, και έχει εκπονήσει πολλά ερευνητικά προγράμματα στο ΕΛΙΑΜΕΠ με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Δημόσιας Διπλωματίας του ΝΑΤΟ.  Επίσης, είναι συνδιοργανωτής του Ελληνοϊσραηλινού Φόρουμ υπό την αιγίδα της B’nai B’rith International και το έργο του εμφανίζεται συχνά σε ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ. Έχει λάβει υποτροφίες από το ΙΚΥ σε Αμερικανικές Σπουδές (για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής), από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού για τη συγγραφή της ιστορίας του Ταμείου Εθνικού Στόλου (μελέτη που έχει δημοσιευθεί από το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE) και από το Ίδρυμα Μποδοσάκη (για την πραγματοποίηση έρευνας στο ΕΛΙΑΜΕΠ σχετικά με την κάλυψη της ελληνικής κρίσης από τα ΜΜΕ). Ο Γιώργος έχει επιλεγεί ως «young leader» από τη Διπλωματική Ακαδημία της Κίνας και είναι απόφοιτος του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, έχοντας συμμετάσχει το 2019 στο International Visitor Leadership Program (IVLP) πάνω σε θέματα αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.