O Ανδρέας Δαμιανός, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Συμβούλιο Επικρατείας, απευθύνεται στον παλαιό του φίλο, Παύλο Ιωάννου …
Αγαπητέ παμπάλαιε φίλε, Παύλε Ιωάννου, μοναδικέ άνθρωπε στην κοινωνία, ο οποίος χαλιναγωγεί την παράνομη, ανέντιμη και ανήθικη αρπακτικότητα των τραπεζών εναντίον των δύστυχων και αξιολύπητων δανειοληπτών, επιτελώντας έτσι, το βασικό θεμέλιο τις Χριστιανικής Θρησκείας, το «αγαπάτε αλλήλους».
Αγαπητέ Παύλο, θα ήθελα να σου αναφέρω, ότι, ανταποκρίνομαι στο αίτημα σου, να σου υποβάλω και γραπτώς, και επίσης να δημοσιεύσουμε στο τύπο, την αξέχαστη πραγματική εμπειρία, την οποία σου διηγήθηκα προφορικά, και η οποία σε εντυπωσίασε πολύ, και την οποία είχα ζήσει, σε ηλικία περίπου έντεκα χρόνων και η οποία αφορά τη συμπεριφορά των εγγυητών προς τους δανειολήπτες.
Φεύγοντας, τότε, περί το έτος 1955, με τον μακαριστό πατέρα μου Ντίνο Δαμιανού, από την κοινότητα μας Άλωνα με το αυτοκίνητο του, με κατεύθυνση στο λεγόμενο Σύνφιλο, σταματήσαμε στην κοινότητα Πλατανιστάσα και καθίσαμε στο καφενείο του μακαριστού Λούκα Κυριάκου, τότε προέδρου της κοινότητας.
Ο μετέπειτα συμπέθερός μας, Ανδρέας Κουτσίδης και με την επιθυμία όλων των παρευρισκόμενων φίλων του πατέρα μου, κτύπησαν όλοι τις παλάμες τους για να έρθει ο κ. Λούκας για να μας κεράσουν. Κέρασαν τον πατέρα μου τσάι και σε εμένα καμιά δεκαριά λίζα, όπως λέγονταν τότε τα λουκούμια.
Σε λίγο, μισανοίγει την πόρτα του καφενείου ένας βρακοφόρος και απευθύνεται σε κάποιον, ονόματι Ανδρέα και του λέγει: «Έλα, Αντρίκκο, απέναντι στη Συνεργατική για να υπογράψεις εγγυητής για ένα δάνειο που θα κάμω». Και του απαντά ο Αντρίκκος: «Σε εφκαριστώ πολύ, έρκομαι τωρά».
Αφού υπέγραψαν τη συμφωνία δανείου και την εγγύηση, ο δανειολήπτης επέστρεψε στο καφενείο. Μπαίνοντας μέσα απευθύνεται σε ένα κουμπάρο του, τον μ. Κούρρη: «Γεία σου κουμπάρε, τι κάμνεις, μάζεψες τα λεφτοκάρκα;» όπως λέγονταν τα φυντούκια και ο μ. Κούρρης του απάντησε ως εξής: « Άκου να σου πω, να μην με ξαναπείς κουμπάρο σου. Εν αντρέπεσαι σϊορ, είμαι τζιαι εγιώ δαμαί τζιαι εθκιάλεξες τον Αντρίκκο τον αχαΐρευτο, τον τρακοσιή τζιαι μουσουπέττη να βάλεις εγγυητή στο δάνειό σου;». «Όι να μου ξανασυντύσιεις».
Τα πιο πάνω γεγονότα μου έχουν μείνει αξέχαστα από τη παιδική μου ηλικία μέχρι σήμερα. Τα γεγονότα αυτά παρουσιάζουν μια απίστευτη συμπεριφορά των ανθρώπων τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Το πιο πάνω γεγονός το οποίο έζησα πως αισθανόταν ο εγγυητής, απέναντι στον δανειολήπτη, ίσχυε, σε όλη την κυπριακή κοινωνία.
Σήμερα, ο δανειολήπτης ψάχνει να βρει εγγυητή, αλλά όσο και να ψάχνει δεν βρίσκει. Την εποχή της παιδικής μου ηλικίας, όταν κάποιος εκαλείτο από τον δανειολήπτη, να υπογράψει ως εγγυητής για το δάνειό του, ο καλούμενος το θεωρούσε μεγάλη του τιμή και σεβασμό στο πρόσωπό του.
Ο Ηράκλειτος είπε τη μεγάλη σοφία: «Τα πάντα ρει». Όλα αλλάζουν σε αυτή τη ζωή. Τα υλικά αγαθά, τα πνευματικά και η ανθρώπινη συμπεριφορά.
Αναφέροντας την πιο πάνω ροή της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη θύμηση μου έρχεται κι άλλη Ηρακλείτειος ροή. Στα παιδικά μας χρόνια όταν οι άνθρωποι ήταν πάμπτωχοι, φόραγαν παντελόνια σκισμένα λόγω της φτώχειας τους, ενώ σήμερα οι πάμπλουτοι άνδρες και ιδίως οι γυναίκες τα σκίζουν ξεπίτηδες και τα ενδύονται ως μοντέρνα αλλά και επίσημα στην ανθρώπινη κοινωνία.
Και τελικά, κάτι μεταξύ σοβαρού και αστείου, όταν δω κάποιοN ή κάποια με σκισμένο παντελόνι, τους ρωτώ, μήπως παλέψατε με κάποιον αγριόγατο και από την πάλη ο αγριόγατος εξήλθε νικητής;
Αγαπητέ Παύλο, οι πιο πάνω αλλαγές ή ροές κατά τον Ηράκλειτο, όσο αφορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην κοινωνία είναι απίστευτες και εκπληκτικές για εμάς που τις ζήσαμε και τις δύο!