Αφορμή για την σημερινή συνέντευξη με τον Τεύκρο Μιχαηλίδη, συγγραφέα και μαθηματικό, στάθηκε το βιβλίο του Εικασία 3ν+1 (Εκδόσεις Ψυχογιός). Μια αστυνομικός καλείται να εξιχνιάσει μια σειρά φόνους με φόντο ένα μαθηματικό γρίφο. Στο βιβλίο παρελαύνουν θέματα που αφορούν την εποχή μας όπως η παράνομη διακίνηση ανθρώπων, η διαφθορά αλλά και άνθρωποι κυνικοί που τα έδωσαν όλα για να πετύχουν, πατώντας πολλές φορές επί πτωμάτων. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα μαθηματικά και την εκπαίδευση, καθώς ο Τεύκρος Μιχαηλίδης για αρκετά χρόνια ήταν και εκπαιδευτικός.
Όπως εξήγησε αυτό που περιγράφεται ως «μαθηματικό μυαλό» δεν υπάρχει και ότι κρύβονται άλλοι λόγοι πίσω από τις αδυναμίες που καταγράφονται στην κατανόηση των αριθμών. «Τα κύρια εμπόδια στην ομαλή ανάπτυξη μαθηματικών δεξιοτήτων είναι δύο. Το ένα είναι η προκατάληψη και το δεύτερο είναι η αλαζονεία του συστήματος. Αν ένα παιδί μπορέσει να ξεπεράσει αυτά τα δύο τεχνητά εμπόδια έχω την εντύπωση ότι με τα κατάλληλα ερεθίσματα θα μπορέσει ν’ αποκτήσει τις βασικές μαθηματικές δεξιότητες», επεσήμανε.
Τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος δεν περιορίζονται μόνο στα μαθηματικά. Σήμερα τα περισσότερα παιδιά δεν διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία και δεν έχουν καθόλου λογοτεχνικά ερεθίσματα, ανέφερε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης. «Αυτό ενδέχεται να είναι ολέθριο γιατί οδηγεί σταδιακά στην αγλωσσία. Δεδομένου μάλιστα ότι η γλώσσα είναι βασικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ατόμου οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρές απ’ όσο υποπτευόμαστε», είπε.
Ο ίδιος πάντως βρίσκει καταφύγιο στην λογοτεχνία. Όπως είπε πριν από μερικά χρόνια σκάρωσε τις πρώτες του ιστορίες, πάντα με φόντο τα μαθηματικά και εξαιτίας της απήχησης που είχαν, συνέχισε να γράφει εκτός από τις μελέτες και μυθιστορήματα, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται τα μαθηματικά. Του πιστώνουν πως μέσω των μυθιστορημάτων του κάνει πολλούς να δουν με άλλο μάτι τα μαθηματικά και να θέλουν να ασχοληθούν με αυτό το θέμα. «Δεν γράφω ιστορίες για να προωθήσω τα μαθηματικά, έστω κι αν συχνά κάτι τέτοιο συμβαίνει και χαίρομαι γι’ αυτό. Η λειτουργία όμως είναι κατά κανόνα αντίστροφη: τα μαθηματικά βοηθούν τις φανταστικές εικόνες και τις ενατενίσεις μου να γίνουν ιστορίες».
-Όταν ανάφερα σε φίλους πως θα συνομιλούσα μαζί σας, η συμβουλή τους ήταν «μην αφήσεις την συζήτηση να κυλήσει στα μαθηματικά» άμεση αναφορά στην κακή σχέση που έχω με τους αριθμούς. Υπάρχει αυτό που λέμε μαθηματικό μυαλό ή μήπως είναι ένας μύθος για να καλυφτούν οι αδυναμίες είτε του εκπαιδευτικού συστήματος είτε των μαθητών; Οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική δραστηριότητα, στο ψηλότερο επίπεδό της, είναι από τη φύση της δύσκολη. Η σύνθεση ή η εκτέλεση ενός σπουδαίου μουσικού έργου, η κατανόηση και ανάλυση ενός περίπλοκου φυσικού φαινομένου, η ανακάλυψη της θεραπείας για μια σοβαρή νόσο, είναι εγχειρήματα το ίδιο ή και περισσότερο δύσκολα απ’ ότι η λύση ενός γεωμετρικού προβλήματος. Όμως για τις πιο πάνω δραστηριότητες υπάρχουν ενδιάμεσα στάδια προσέγγισης και πρόσληψης, που τις καθιστούν πιο προσιτές: Απολαμβάνουμε ένα μουσικό έργο που έχει συνθέσει ή εκτελεί κάποιος άλλος, χρησιμοποιούμε μια συσκευή που βασίζεται σε μια σημαντική φυσική ανακάλυψη έστω και αν δεν κατανοούμε τις τεχνικές της λεπτομέρειες, γιατρευόμαστε έστω και αν δεν γνωρίζουμε πώς ενεργεί το φάρμακό μας. Στα μαθηματικά η «γέφυρα» είναι πολύ πιο δύσκολη. Ο λιτός, μονοσήμαντος, αποδεικτικός μαθηματικός λόγος δεν επιδέχεται εύκολα ενδιάμεσες ή εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση για το εκπαιδευτικό μας σύστημα – όχι μόνο το κυπριακό ή το ελλαδικό αφού το φαινόμενο είναι παγκόσμιο: να βρει εναλλακτικές πύλες εισόδου στη μαθηματική γνώση. Πιστεύω ότι τα λεγόμενα «μαθηματικά μυαλά» είναι απλώς άτομα που, για διάφορους λόγους, είναι περισσότερο δεκτικά στις παραδοσιακές μορφές μύησης στη μαθηματική παιδεία. Δεν είναι δηλαδή θέμα «μυαλού» αλλά προσαρμοστικότητας. Ισχυρίζομαι ότι η αφήγηση – αυτό που ονομάζουμε μαθηματική λογοτεχνία – θα μπορούσε να αποτελέσει μια τέτοια εναλλακτική πύλη εισόδου.
-Έχετε γράψει ένα βιβλίο για το πώς ένα παιδί μπορεί να μυηθεί στις έννοιες των μαθηματικών. Πόσο εύκολο, όμως, είναι για κάποιον να αποκτήσει μαθηματικές δεξιότητες; Τα κύρια εμπόδια στην ομαλή ανάπτυξη μαθηματικών δεξιοτήτων είναι δύο: Το ένα είναι η προκατάληψη («τα μαθηματικά είναι δύσκολα», «στην οικογένειά μας δεν τα καταφέρνουμε», «τα μαθηματικά δεν είναι για όλους»). Το δεύτερο είναι η αλαζονεία του συστήματος («αυτά είναι τα μαθηματικά», «έτσι είναι άρα έτσι διδάσκονται», «όποιος δεν μπορεί απλώς δεν μπορεί»). Αν ένα παιδί μπορέσει να ξεπεράσει αυτά τα δύο τεχνητά εμπόδια έχω την εντύπωση ότι με τα κατάλληλα ερεθίσματα θα μπορέσει ν’ αποκτήσει τις βασικές μαθηματικές δεξιότητες. Και δυο λόγια για το περίφημο «ταλέντο». Σε μια συζήτηση που είχα πριν χρόνια με τον Γάλλο μαθηματικό Laurent Lafforgue (κάτοχο του μεταλλίου Fields) διατύπωσε τη γνώμη ότι το ταλέντο είναι μια πολύ επικίνδυνη λέξη με αρνητικές συνέπειες στην μαθηματική ανακάλυψη. «Αν κάποιος πιστεύει ότι το έχει», μου είπε, «ενδέχεται να θεωρήσει ότι δεν χρειάζεται να εργαστεί σκληρά για να πετύχει κάτι στα μαθηματικά. Κι αν πιστεύει ότι δεν το έχει, πάλι αυτό μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά αφού θα του δώσει το πρόσχημα να μην εργαστεί σκληρά αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει ταλέντο».

-Πολλά παιδιά από νωρίς δεν αγαπούν και πολύ τα μαθηματικά. Ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν ειδικά στο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε αυτό να αλλάξει, ειδικά αν ληφθεί υπόψη πως τα μαθηματικά πολλές φορές οδηγούν και σε πιο καλοπληρωμένες δουλειές; Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο τι είναι τα μαθηματικά και το πώς πρέπει να διδάσκονται. Η ήπια, μη τεχνική προσέγγιση, που σήμερα, με τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε, είναι προσιτή και πολυδιάστατη, η εξατομικευμένη διδασκαλία, η εκλαΐκευση, που οφείλει να στοχεύει τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες, η σύνδεση με την καθημερινότητα και τον πολιτισμό, είναι εργαλεία που μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην αλλαγή νοοτροπίας.
-Με παρόμοιο τρόπο πολλά παιδιά δεν αγαπούν το διάβασμα και δεν διαβάζουν σχεδόν καθόλου λογοτεχνικά βιβλία. Έχει αυτό επιπτώσεις και ποιες είναι; Όντως τα νέα παιδιά αλλά και οι μεγαλύτεροι προτιμούν, αντί για το διάβασμα, άλλες πηγές ψυχαγωγίας και πληροφόρησης. Αυτό ενδέχεται να είναι ολέθριο γιατί οδηγεί σταδιακά στην αγλωσσία. Δεδομένου μάλιστα ότι η γλώσσα είναι βασικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ατόμου οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρές απ’ όσο υποπτευόμαστε. Πιστεύω πως η προώθηση της φιλαναγνωσίας, θα πρέπει να είναι μια από τις προτεραιότητες της Πολιτείας.
-Εσείς πότε και για ποιους λόγους αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τα μαθηματικά; Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια στην οποία τα μαθηματικά ήταν αγαπητά και ευπρόσδεκτα. Η μητέρα μου ήταν μαθηματικός. Στον οικογενειακό μας κύκλο υπήρχαν πολλοί μαθηματικοί κι έτσι δεν ήρθα ποτέ σε επαφή με την μαθηματικοφοβία. Ο λιτός μαθηματικός λόγος ταίριαξε στα γούστα μου ενώ συνδυάστηκε, κατά απροσδόκητο τρόπο, με την άλλη μου αγάπη, την ανάγνωση και αφήγηση ιστοριών. Έτσι σε ηλικία 15 ετών αποφάσισα να ακολουθήσω μαθηματική σταδιοδρομία και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Το σχολείο πρέπει να αναπροσανατολίσει τους στόχους του
-Ποια προβλήματα εντοπίζετε να υπάρχουν στο κυπριακό αλλά και στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Με ποιο τρόπο κατά τη γνώμη σας πρέπει να αντιμετωπιστούν, ώστε το ελληνικό και το κυπριακό σχολείο να βελτιωθούν; Κατά τη γνώμη μου το κύριο πρόβλημα των μαθηματικών είναι ότι χρησιμοποιούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα όχι ως γνωστικό αντικείμενο αλλά ως ένα εύκολο και αποτελεσματικό μέσο κοινωνικής επιλογής. Πιστεύω ότι μια σημαντική μεταρρύθμιση στη μαθηματική διδασκαλία θα έπρεπε να ξεκινήσει με ενίσχυση του παράγοντα «ανακάλυψη» των μαθηματικών σε αντιδιαστολή με την ex-cathedra παρουσίασή τους. Ακόμα, ο συνδυασμός της μαθηματικής διδασκαλίας με αυτή των φυσικών επιστημών και την παρουσίαση των εφαρμογών στην καθημερινότητά μας, θα την καθιστούσε πιο απτή και ανθρώπινη. Τέλος δεν πρέπει να παραβλέψουμε το σημαντικό όπλο που διαθέτουμε σήμερα: τη χρήση της μαθηματικής μυθοπλασίας ως εναλλακτικής πύλης εισόδου στα μαθηματικά.
-Οι εξελίξεις στην τεχνολογία βλέπουμε πως είναι ραγδαίες και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνία άμεσες και καταλυτικές. Ανταποκρίνεται το σχολείο σε αυτές τις απαιτήσεις ή μήπως τα παιδιά μας φοιτούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τα προετοιμάζει για έναν κόσμο που δεν θα υπάρχει όταν αποφοιτήσουν;
-Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις μας δείχνουν ότι το σχολείο δεν είναι σε θέση να προετοιμάσει τα παιδιά για τον κόσμο στον οποίο θα ζήσουν. Η εστίαση θα πρέπει να μετατοπιστεί στα να καλλιεργεί δεξιότητες προσαρμογής σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Το σχολείο πρέπει να αναπροσανατολίσει τους στόχους του. Η προτεραιότητα πρέπει να περάσει από την απλή μετάδοση παγιωμένων γνώσεων στις δεξιότητες απόκτησης και αξιολόγησης νέων γνώσεων και τη δυνατότητα προσαρμογής σε αυτές. Με λίγα λόγια το νέο σχολείο οφείλει να μας μαθαίνει πώς να μαθαίνουμε.

-Έχετε υπηρετήσει και ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Συμφωνείτε ότι το σχολείο «σκοτώνει» τη δημιουργικότητα και τη φαντασία; Μπορεί να αλλάξει αυτό; Χωρίς να φτάνουμε στο άλλο άκρο – δεν είναι δυνατόν σε δώδεκα σχολικά χρόνια ν’ ανακαλύψει κανείς εξ αρχής γνώση που χρειάστηκαν αιώνες για να κατακτηθεί – το σχολείο θα έπρεπε να προσανατολίσει τις δραστηριότητές του στην ανακάλυψη υποβαθμίζοντας την αποστήθιση και την ανάπτυξη εξειδικευμένων μεθοδολογιών λύσης προβλημάτων.
Σε μιθριδατισμό η κοινωνία μας
-Στο βιβλίο σας Εικασία 3ν+1 εκτός από τα μαθηματικά ασχολείστε με σοβαρά ζητήματα της εποχής μας όπως το μεταναστευτικό και την παράνομη διακίνηση ανθρώπων. Δίνουμε σε αυτά τα θέματα την σημασία που τους αξίζει ή τα αφήνουμε να περνούν από δίπλα μας χωρίς να μας αγγίζουν; -Ο απλός πολίτης νιώθει συχνά ανήμπορος μπροστά στα μεγάλα προβλήματα των ημερών μας. Η διεφθαρμένη δικαιοσύνη, η νέου τύπου ανθρωποδουλεία, η ασυδοσία της εξουσίας είναι καθημερινά φαινόμενα. Έχω την αίσθηση ότι έχουν οδηγήσει την κοινωνία μας σ’ έναν μιθριδατισμό που δεν προμηνύει τίποτα καλό.

-Διατηρείτε δεσμούς με την Κύπρο; Ποια είναι η σχέση σας σήμερα, με τον τόπο καταγωγής σας; Η Κύπρος είναι η πατρίδα μου. Οι καημοί τα τραύματα και τα όνειρά της είναι και δικά μου. Την επισκέπτομαι συχνά, τόσο για να δω την οικογένειά μου όσο και για να συμμετάσχω σε πολιτιστικές της εκδηλώσεις. Τέλη Μαρτίου για παράδειγμα θα βρίσκομαι στην επαρχία της Λάρνακας για ομιλίες σε σχολεία και στο ευρύ κοινό.
‘Βαλβίδα εκτόνωσης της οργής μου τα βιβλία μου’
-Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη λογοτεχνία; Τι είναι αυτό που έχετε στο μυαλό σας όταν ξεκινάτε να γράφετε ένα βιβλίο; Από μικρή ηλικία μου άρεσε να σκαρώνω και να αφηγούμαι ιστορίες. Κάποτε, γύρω στα πενήντα μου αποφάσισα να βάλω μερικές από αυτές στο χαρτί. Η απρόσμενα καλή υποδοχή που είχαν τα κείμενά μου, μου έδωσαν, όπως ήταν φυσικό, το έναυσμα για να συνεχίσω. Κάθε καινούργιο μου βιβλίο ξεκινά με διαφορετικό τρόπο. Άλλοτε μια πληροφορία που βρίσκω σε κάτι που βλέπω ή διαβάζω με κάνει να θέλω να ψάξω περισσότερο μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή ή ένα γεγονός και να σκαρώσω γύρω από αυτό μια ιστορία. Άλλοτε πάλι ένα μαθηματικό πρόβλημα αποτελεί το κίνητρο για να χτίσω γύρω του μια ιστορία. Καμιά φορά η συγγραφή ενός βιβλίου λειτουργεί σαν βαλβίδα εκτόνωσης της οργής που νιώθω και που δεν έχω άλλο τρόπο να διαχειριστώ.
-Η μαθηματική λογοτεχνία πέρα από άνοιγμα στη μαθηματική επιστήμη σε τι άλλο συναινεί; Ως συγγραφέας αυτού του είδους τι θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης; Όταν σχεδιάζω μια ιστορία συχνά σχηματίζονται στη φαντασία μου διάφορες στατικές εικόνες. Για ν’ αποκτήσουν αυτές οι εικόνες κίνηση – πλοκή – για να γίνουν μύθος χρειάζονται μια vis viva, μια κινούσα δύναμη που να τις ζωντανέψει. Αυτή, στη δική μου περίπτωση είναι τα μαθηματικά. Άλλοτε είναι εμφανή στο προσκήνιο, άλλοτε κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο. Δεν γράφω ιστορίες για να προωθήσω τα μαθηματικά, έστω κι αν συχνά κάτι τέτοιο συμβαίνει και χαίρομαι γι’ αυτό. Η λειτουργία όμως είναι κατά κανόνα αντίστροφη: τα μαθηματικά βοηθούν τις φανταστικές εικόνες και τις ενατενίσεις μου να γίνουν ιστορίες.