«Η δυσμενής διάκριση προσώπου λόγω γενετικής προδιάθεσης πρέπει και επιβάλλεται να θεωρείται εξίσου απαράδεκτη με τη διάκριση λόγω φυλετικών, εθνικών ή άλλων χαρακτηριστικών», τονίζει η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής.

Σε «Γνώμη» της, που αφορά την απαίτηση κάποιων ασφαλιστικών εταιρειών για παρουσίαση πιστοποιητικών διαφόρων γενετικών ή άλλων ιατρικών εξετάσεων πριν την σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων, η Επιτροπή τονίζει ότι η πρακτική αυτή «απαγορεύεται» και επικαλείται το δικαίωμα του ατόμου στην «άγνοια» αλλά και τα όσα απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις τις οποίες η Κύπρος έχει υπογράψει και εφαρμόζει.

Στην πολυσέλιδη γνωμάτευσή της, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής περιγράφει τα όσα συμβαίνουν, τα όσα δεν έπρεπε να συμβαίνουν ενώ αναλύει σειρά διεθνών συμβάσεων και σχετικών νομοθεσιών.

Διευκρινίζοντας ότι «η αρχή του ασφαλιστικού ρίσκου και η κατάταξη των ασφαλιζομένων σε διαφορετικές ομάδες ασφαλιστικού ρίσκου με διαφορετικό ασφάλιστρο (ψηλότερο αλλά όχι αποτρεπτικό για όσους κατατάσσονται σε ομάδες ψηλού ασφαλιστικού ρίσκου)», γίνεται αποδεκτή, η Επιτροπή αναφέρει: 

  • Η δυσμενής διάκριση προσώπου λόγω γενετικής προδιάθεσης πρέπει και επιβάλλεται να θεωρείται εξίσου απαράδεκτη με τη διάκριση λόγω φυλετικών εθνικών ή άλλων χαρακτηριστικών.
  • Παρόλο που τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούνται ισότιμα στην πράξη, αυτό ισχύει μόνο κατ΄όνομα, αφού ο ασφαλιζόμενος δεν έχει καμία δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους όρους του συμβολαίου. Για τον λόγο αυτό θεωρείται αναγκαίο όπως προστατευτεί το αδύναμο μέρος που είναι ο ασφαλιζόμενος με μια σειρά από εξισορροπητικά μέτρα.
  • Ισότιμη πληροφόρηση μεταξύ των συμβαλλομένων: από τη μια ο ασφαλιστής παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την κάλυψη που προσφέρει και από την άλλη ο ασφαλιζόμενος παρέχει όλες τις πληροφορίες που αφορούν ή σχετίζονται με την υγεία του κατά τη στιγμή της σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου.
  • Ο ασφαλιστής δικαιούται να ερωτά και ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να απαντά σε ερωτήσεις ιατρικού ιστορικού, υφιστάμενων παθήσεων και τρόπου ζωής που σχετίζεται με την υγεία (πχ κάπνισμα, διατροφή, άσκηση κλπ).
  • Ο ασφαλιστής δεν δικαιούται να ζητά σε προληπτική βάση την διενέργεια όχι μόνο γενετικών αλλά και οποιωνδήποτε άλλων ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων για τον εντοπισμό πιθανόν παθήσεων τις οποίες ο ασφαλιζόμενος αγνοεί κατά τη στιγμή της σύναψης του συμβολαίου
  • Ο ασφαλιστής δικαιούται να ζητήσει τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων (αλλά εκ προοιμίου αποκλειομένων των ενετικών ή άλλου είδους βιοχημικών, αιματολογικών  κλπ εξετάσεων που μπορούν να καθορίσουν γενετική προδιάθεση) αυστηρά και μόνο εάν οι πληροφορίες που του παρέχει ο ασφαλιζόμενος του δημιουργούν την εύλογη υποψία για την ύπαρξη κάποιας πάθησης που θα τον κατέτασσε σε ομάδα υψηλού ασφαλιστικού κινδύνου.

Σε καμία περίπτωση ο ασφαλιστής δεν νομιμοποιείται να ζητήσει τη διενέργεια γενετικών εξετάσεων είτε ως καθιερωμένη πρακτική ιατρικής ρουτίνας, είτε για τη διερεύνηση υποψίας στη βάση της πληροφόρησης που έλαβε από τον ασφαλιζόμενο». 

  • «Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αποκλείονται και άλλου είδους μη γενετικές εξετάσεις που όπως και οι γενετικές εξετάσεις μπορούν να καθορίσουν πιθανή γενετική προδιάθεση του ατόμου για μελλοντική ανάπτυξη κάποιας πάθησης». 

Η κάθετη απαγόρευση απορρέει, σύμφωνα με την Επιτροπή από τα εξής:

  • «Τη ρητή απαγόρευση από τη σύμβαση του Οβιέδο του συμβουλίου της Ευρώπης και η οποία προνοεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως διάκριση στη βάση της γενετικής κληρονομιάς του ατόμου και ότι οι γενετικές εξετάσεις πρέπει να διενεργούνται αυστηρά και μόνο για σκοπούς υγείας ή για σκοπούς έρευνας για λόγους υγείας. 
  • Παραβιάζεται το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση του προσώπου και ιδιαίτερα το δικαίωμα του στην άγνοια καθώς εξαναγκάζεται να υποβληθεί σε εξετάσεις που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα έκανε.  
  • Η αποκάλυψη πληροφοριών τις οποίες ο ασφαλιζόμενος δεν γνωρίζει σχετικά με την μελλοντικά δυσμενή εξέλιξη της υγείας του μπορούν να επηρεάσουν δραματικά τη ζωή του. 

«Η πρόβλεψη μελλοντικής ανάπτυξης κάποιας πάθησης με βάση τις γενετικές εξετάσεις», τονίζει η Επιτροπή στη «Γνώμη» της,  «αφαιρεί δραστικά το στοιχείο της αβεβαιότητας το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο και λόγο υπάρξης της ασφαλιστικής βιομηχανίας». 

Όπως επισημαίνει άλλωστε η Επιτροπή, «εξακολουθεί να υπάρχει η περίπτωση τεχνικού λάθους στη σχετική πρόβλεψη με βάση τις γενετικές εξετάσεις με αποτέλεσμα να παραβλάπτονται ανεπανόρθωτα τα συμφέρονται του ασφαλιζόμενου (αποκλεισμός από ασφάλιση, αρνητικές επιπτώσεις στην αυτοεκτίμηση ή/και κοινωνική εκτίμηση). 

Καταλήγοντας η επιτροπή αναφέρει ότι:  «Η «Γνώμη» αυτή πρέπει να έχει χρονικά περιορισμένη διάρκεια λόγω των ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον που συνοδεύουν την έρευνα σε ζητήματα γενετικής. Αναλύσεις ή αποφάσεις που είναι ορθές και θεωρούμε ότι εξυπηρετούν το γενικό καλό σήμερα, είναι πιθανό αύριο να τύχουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Επομένως η γνώμη αυτή υπόκειται σε αναθεώρηση και αναπροσαρμογή του περιεχομένου της».

Η «Γνώμη» κοινοποιήθηκε τόσο στον Έφορο Ασφαλιστικών Εταιρειών όσο και στα αρμόδια Υπουργεία.