Ένα στα τρία άτομα που παρουσιάζουν κοπλική μαμαρυγή (η καρδιά κτυπά γρήγορα και ακατάστατα) και νοσηλεύτηκαν για εγκεφαλικό επεισόδιο δεν λάμβαναν αντιπηκτική αγωγή,  ενώ το 68% των ασθενών με την πάθηση αυτή εξακολουθεί να μην υποβάλλεται στις αναγκαίες ετήσιες εργαστηριακές εξετάσεις για παρακολούθηση της κατάστασής τους.

Τα δεδομένα αυτά προέκυψαν από την πρώτη αξιολόγηση των δύο εκ των πέντε δεικτών ποιότητας που περιλαμβάνονται στην Κλινική Κατευθυντήρια Οδηγίας για την Κολπική Μαρμαρυγή που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας  πριν από ένα χρόνο.

Η αντιπηκτική αγωγή, εξήγησε στον «Φ» η ανώτερη λειτουργός του ΟΑΥ Μόνικα Κυριάκου, «βάσει όλων των διεθνών συστάσεων και της Οδηγίας, χορηγείται στα άτομα με κολπική μαρμαρυγή (που δεν παρουσιάζουν οποιεσδήποτε αντενδείξεις) αφού έχει διαπιστωθεί ότι προλαμβάνει την εμφάνιση εγκεφαλικών επεισοδίων .

Από την αξιολόγηση των δεδομένων, μετά από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του συγκεκριμένου δείκτη, «διαπιστώσαμε ότι ο αριθμός των ατόμων με κολπική μαρμαρυγή που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή χρήζει περαιτέρω βελτίωσης ».

«Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από άτομα τα οποία έχουν ιστορικό κολπικής μαρμαρυγής και νοσηλεύθηκαν σε νοσοκομεία του ΓεΣΥ έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Όπως διαπιστώνεται, από την ημέρα εφαρμογής της Οδηγίας, το ποσοστό των ατόμων με κολπική μαρμαρυγή που λάμβαναν αντιπηκτική αγωγή αυξήθηκε κατά 11% ενώ συνολικά ανήλθε  στο 69%, ποσοστό το οποίο είναι ελαφρώς  πιο κάτω από ό,τι ο μέσος όρος στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Άρα, είπε η κ. Κυριάκου, «βλέπουμε ότι σε αυτό τον δείκτη, ως Κύπρος, έχουμε περιθώρια βελτίωσης».

Ο δεύτερος δείκτης ποιότητας αφορούσε το ποσοστό των ατόμων με κολπική μαρμαρυγή που υποβάλλονται ετησίως σε συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις για αξιολόγηση/επαναξιολόγηση της κατάστασής τους προκειμένου να αναθεωρείται η φαρμακευτική αγωγή που που λαμβάνουν.

«Ούτε και σε αυτό τον δείκτη τα αποτελέσματα μας ήταν ικανοποιητικά. Παρατηρήθηκε ότι το 68% των ασθενών αυτών δεν υποβλήθηκαν στις απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις κατά το περασμένο έτος».

«Εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι στον δείκτη αυτό χρειαζόμαστε σημαντική βελτίωση. Οι  συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις επιβάλλεται να διενεργούνται προκειμένου να αξιολογείται συνεχώς η κατάσταση των ασθενών και να γίνονται, όταν ενδείκνυται, οι απαραίτητες αλλαγές στη διαχείριση τους».

Οι κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες, τόνισε η κ.. Κυριάκου, «στόχο έχουν την εισαγωγή βέλτιστων πρακτικών στον τρόπο διαχείρισης ασθενών αλλά και στην βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ως ΟΑΥ, με τη βοήθεια των συνεργατών μας, μετά την αξιολόγηση των δεδομένων για αυτούς τους δύο δείκτες, προχωρήσαμε στην ετοιμασία εισηγήσεων προς τους γιατρούς αλλά και στην καταγραφή των πιθανών αιτίων που μας οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα. Τα δεδομένα αυτά έχουν σταλεί στις αρμόδιες επιστημονικές εταιρείες και επαγγελματικούς συλλόγους για τα σχόλιά τους ενώ θα σταλούν πολύ σύντομα σε  όλους τους επαγγελματίες του ΓεΣΥ. Στόχος μας είναι όπως  σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους να καθορίσουμε τις ενέργειες που πρέπει να λάβουμε προς βελτίωση των δεικτών με απώτερο στόχο την βελτίωση της διαχείρισης των ασθενών με την εν λόγω πάθηση».

Οι υπόλοιποι τρεις δείκτες της συγκεκριμένης Οδηγίας, θα αξιολογηθούν στη συνέχεια ενώ σε εφαρμογή βρίσκονται ήδη άλλες τρεις Οδηγίες με τους αντίστοιχους δείκτες ποιότητας. Για τη χρόνια νεφρική νόσο, για τον καρκίνο του θυρεοειδούς και για τις κακώσεις κεφαλής σε παιδιά κάτω 16 ετών.

Εντός του επόμενου μήνα θα ολοκληρωθούν άλλες δύο οι οποίες θα αφορούν, η πρώτη τις Καισαρικές τομές και η δεύτερη την υπέρταση.

«Με τις Οδηγίες αυτές στοχεύουμε στην εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών, στην καταγραφή πραγματικών δεδομένων εφαρμογής των Οδηγιών αλλά και στην εισαγωγή μέτρων/παρεμβάσεων που θα βοηθήσουν στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών», τόνισε καταλήγοντας η κ. Κυριάκου.