Μάλλον με απαισιοδοξία βλέπει η Ελεγκτική Υπηρεσία την προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και αφορά την οικονομική εξυγίανση του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας και των νοσοκομείων του δημοσίου, ενώ το υπουργείο Υγείας προειδοποιεί με απόδοση ευθυνών στη διεύθυνση του Οργανισμού σε περίπτωση που δεν τηρηθεί το σχέδιο δράσης που υπογράφηκε πρόσφατα με στόχο την οικονομική εξυγίανση του.

«Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι το σχέδιο δράσης θα τηρηθεί κατά γράμμα», δηλώνει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, υποστηρίζοντας, ωστόσο, ότι «έχουν γίνει και γίνονται τεράστιες προσπάθειες και ουσιαστικά ο ΟΚΥπΥ το 2023 και μετά άρχισε να λειτουργεί κανονικά, αφού τα προηγούμενα έτη της λειτουργίας του βρισκόμασταν σε κατάσταση πανδημίας».

Γιατροί λαμβάνουν κίνητρα, επιδόματα και υπερωρίες που διπλασιάζουν ή και τριπλασιάζουν τις ετήσιες απολαβές τους, ο αριθμός γιατρών και νοσηλευτών αυξάνεται, το έλλειμμα παραμένει γύρω στα €150 εκατ. ετησίως, ο αριθμός των ασθενών που επιλέγουν τον δημόσιο τομέα για να εξυπηρετηθούν παρουσιάζει σημαντική μείωση σε σχέση με την προ Γενικού Συστήματος Υγείας εποχή και ο ΟΚΥπΥ βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη με τις συντεχνίες. Διαπιστώσεις και επισημάνσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στην τελευταία έκθεση της για τον ΟΚΥπΥ, η οποία συζητήθηκε χθες στην κοινοβουλευτική επιτροπή Ελέγχου, προκαλώντας, βεβαίως, την άμεση αντίδραση της διοίκησης και διεύθυνσης του Οργανισμού αλλά και των συντεχνιών των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία οι οποίοι έδωσαν και σχετικές απαντήσεις/ εξηγήσεις.

Το υπουργείο Υγείας φαίνεται, επίσης, να ανησυχεί για την οικονομική αλλά και διοικητική αυτονόμηση των κρατικών νοσοκομείων με την γενική διευθύντρια, Χριστίνα Γιαννάκη, να προειδοποιεί, μάλιστα, ότι σε περίπτωση που το σχέδιο δράσης που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο Οργανισμός «δεν τηρείται και εάν ο ΟΚΥπΥ δεν μπει σε τροχιά υλοποίησης του στόχους εξάλειψης των ελλειμμάτων, τότε πρέπει να τεθεί έγκαιρα θέμα αναζήτησης ευθυνών από την διεύθυνση του Οργανισμού».

«Η έκθεση μας περιλαμβάνει διάφορες παραμέτρους και ευρήματα, ωστόσο, πρέπει να αναφερθούμε σε εκείνα που μας προκαλούν έντονη ανησυχία», ανέφερε ο Γενικός Ελεγκτής, Ανδρέας Παπακωνσταντίνου, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η Υπηρεσία του ανησυχεί ιδιαίτερα, όπως είπε για την οικονομική βιωσιμότητα του ΟΚΥπΥ. «Παρά το γεγονός ότι παρατηρούμε να γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια από τον Οργανισμό και να έχουν τεθεί κάποιοι στόχοι τους οποίους ο ΟΚΥπΥ τρέχει αυτή τη στιγμή, δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε κάποιους προβληματισμούς. Ο αριθμός των ασθενών που επιλέγουν τα κρατικά νοσοκομεία στην εξωνοσοκομειακή περίθαλψη μειώθηκε κατά 50%. Στην ενδονοσοκομειακή, η μείωση είναι 20%. Βεβαίως, με την εφαρμογή του ΓεΣΥ ήταν λογικό να φύγει μεγάλη μερίδα των ασθενών και να στραφεί στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, η αποσυμφόρηση των κρατικών νοσοκομείων ήταν και ένα από τα ζητούμενα της μεταρρύθμισης. Βλέπουμε όμως, ότι τα δημόσια νοσοκομεία δεν εξισορροπούν στον ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό τομέα».

«Εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι την ώρα που οι ασθενείς, άρα και τα έσοδα του ΟΚΥπΥ μειώνονται, ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών αυξάνεται όπως αυξάνονται και οι μισθοί», είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση ως «συνταγή που χτυπά σοβαρό καμπανάκι, είναι συνταγή που οδηγεί σε ελλείμματα και θα συνεχίσει να οδηγεί σε ελλείμματα τον Οργανισμό και δεν χρειάζεται να διαθέτει τα ακαδημαϊκά προσόντα κάποιος για να το αντιληφθεί».

Ιδιαίτερη ανησυχία, εξέφρασε ο Γενικός Ελεγκτής «και για τον τρόπο που γίνεται η διαχείριση των οικονομικών κινήτρων των γιατρών. Το 70% του ποσού που διατίθεται στους γιατρούς, επιπρόσθετα του μισθού τους, δίνεται χωρίς κανένα απολύτως κριτήριο και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η απόδοση και η παραγωγικότητα τους. Αυτό το 70% αντιστοιχεί σε συνολικά €16 εκατ. και εμείς το προηγούμενο διάστημα αντί να συζητάμε για το 70%, συζητούσαμε για το αν θα πάρουν οι γιατροί, επιπρόσθετα του 70% άλλα €2,5 ή €4 εκατομμύρια. Σε όλο αυτό το σκηνικό, έχουμε και τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ συντεχνιών και ΟΚΥπΥ κάτι που αποτρέπει την προσέλευση ασθενών και κατ’ επέκταση επηρεάζει και τα έσοδα του και, άρα, την προσπάθεια για οικονομική εξυγίανση και παράλληλα δεν έχει ακόμα προχωρήσει η δημιουργία Πανεπιστημιακών Κλινικών που θα θέσει τα δημόσια νοσοκομεία σε πιο πλεονεκτική θέση».

Τα όσα ανέφερε ο Γενικός Ελεγκτής, κλήθηκε να σχολιάσει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, Μαρίνος Καλλής. «Η διασφάλιση των εσόδων του Οργανισμού», είπε, «είναι για εμάς ιδιαίτερα σημαντική και αυτός είναι ο βασικός μας στόχος. Σε ό,τι αφορά τα έξοδα είναι γνωστό πως το 80% είναι το κόστος του προσωπικού που κατά 70%-80% είναι δημόσιοι υπάλληλοι», είπε ο κ. Καλλής.

Από πλευράς του, ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού, Κύπρος Σταυρίδης, απαντώντας στις επισημάνσεις του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής, Ζαχαρία Κουλία, ότι γιατροί με ετήσιο μισθό €76.000 παίρνουν στο τέλος κάθε έτους €250.000, εξήγησε ότι οι απολαβές των γιατρών αποτελούνται από τρεις βασικούς πυλώνες: Τον μισθό τους, τις εφημερίες/ υπερωρίες τους και τα οικονομικά κίνητρα, με τον πρόεδρο της Παγκύπρια Συντεχνίας Κυβερνητικών Ιατρών, Σωτήρη Κούμα, να διαμαρτύρεται λέγοντας ότι «δεν πρέπει να μιλάμε για επιδόματα αλλά για δεδουλευμένα των γιατρών».

Κενά και στη διαχείριση εσωτερικών ζητημάτων

«Δύο νοσηλευτές κρατικού νοσοκομείου, κάλυπταν ο ένας τον άλλο, δεν πατούσαν σχεδόν ποτέ στο νοσηλευτήριο για να εργαστούν αλλά συνέχισαν να πληρώνονται κανονικά. Όταν ο ΟΚΥπΥ το αντιλήφθηκε, το μόνο που έγινε ήταν να τους στερηθούν δύο προσαυξήσεις», είπε, μεταξύ άλλων, ο Γενικός Ελεγκτής, προσθέτοντας ότι «αυτοί οι νοσηλευτές ξεγελούσαν τον Οργανισμό. Με ψευδής παραστάσεις παρουσιάζονταν ότι εργάζονταν, ενώ στην πραγματικότητα είχαν άλλη εργασία και τους επιβλήθηκε μόνο αυτή η ποινή».

Παράλληλα, είπε ο Ανδρέας Παπακωνσταντίνου, «έχουμε διαπιστώσει ότι ο ΟΚΥπΥ προχώρησε σε συμφωνία με ιδιωτικό πανεπιστήμιο για την εκπαίδευση των φοιτητών Ιατρικής. Αυτό είναι θεμιτό. Εκείνο που παρατηρήσαμε είναι ότι στη συμφωνία περιλαμβάνεται και αμοιβή για τους γιατρούς του ΟΚΥπΥ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να δίνεται αυτή η αμοιβή από τη στιγμή που η εκπαίδευση γίνεται σε εργάσιμες ώρες για τις οποίες ο γιατρός ήδη πληρώνεται».