Σε άμεσο κίνδυνο η υγεία και ασφάλεια των ασθενών όταν οι γιατροί εργάζονται σε ωράρια εξουθενωτικά και κατά πολύ μεγαλύτερα των προβλεπόμενων, από τον νόμο περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας.

Ειδικευόμενος γιατρός, κατήγγειλε στην Επίτροπο Διοικήσεως ότι υποχρεώνεται να εργάζεται 70-90 ώρες την εβδομάδα με την Μαρία Στυλιανού Λοττίδη να τονίζει, στη σχετική έκθεση της, ότι η παρατεταμένη εργασία των ειδικευόμενων γιατρών στα νοσοκομεία, εγκυμονεί κινδύνους για τους ασθενείς.

Η Επίτροπος απέστειλε μάλιστα την έκθεση της στους υπουργούς Υγείας και Εργασίας, καλώντας τους να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή του νόμου.

Ο ειδικευόμενος γιατρός υπέβαλε το παράπονο του τον περασμένο Σεπτέμβριο αναφέροντας ότι «οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων και των εφημεριών, υπερβαίνουν κατά πολύ τις 48 ώρες κατά μέσο όρο». Όπως υποστήριξε, «καλείται να εργαστεί από 70 έως και 90 ώρες, κατά μέσο όρο, την εβδομάδα, ωράριο το οποίο χαρακτήρισε εξουθενωτικό, κρούοντας, με τον τρόπο αυτό, τον κώδωνα του κινδύνου για ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στην υγεία του, όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ασθενείς».

«Το εξουθενωτικό ωράριο, τέθηκε από τον ειδικευόμενο γιατρό προφορικά στους αρμόδιους λειτουργούς και τον ενημέρωσαν ότι βάσει του συμβολαίου εκπαίδευσης που έχει υπογράψει, αφενός οι ώρες εργασίας του είναι ανάλογες των αναγκών του Νοσηλευτηρίου (στο οποίο κάνει την ειδικότητα του), και αφετέρου οι πρόνοιες που περιλαμβάνονται σε αυτό υπερισχύουν της κείμενης νομοθεσίας».

Ο γιατρός απέστειλε στη συνέχεια επιστολή στον διευθυντή της κλινικής του νοσοκομείου Λευκωσίας στην οποία εργάζεται ζητώντας την άρση της συναίνεσης του να εργάζεται πέραν των 48 ωρών, κατά μέσο όρο, την εβδομάδα, επικαλούμενος τις πρόνοιες της νομοθεσίας.

Η επιστολή του, διαβιβάστηκε στο υπουργείο Υγείας το οποίο είναι και η αρμόδια αρχή για το πρόγραμμα εκπαίδευσης των ειδικευόμενων γιατρών. Σε απάντηση του το Υπουργείο, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στην έκθεση της η Επίτροπος Διοικήσεως, ανέφερε ότι το αίτημα του γιατρού τυγχάνει χειρισμού και ότι «έως ότου η εξέτασή του ολοκληρωθεί, θα συνεχίσει την εκπαίδευσή του, στη βάση, τόσο του συμβολαίου εκπαίδευσής του, όσο και των σχετικών κανονισμών ειδίκευσης/εξειδίκευσης του Υπουργείου, παρέχοντάς του την προβλεπόμενη αντισταθμιστική ανάπαυση».

Ταυτόχρονα με την αλληλογραφία του με τον διευθυντή της κλινικής και το υπουργείο Υγείας, ο ειδικευόμενος γιατρός υπέβαλε παράπονο και στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

«Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με λειτουργό του εν λόγω Τμήματος, ενημερώθηκε ότι παρόλες τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών σε σχέση με το παράπονό του, δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση οποιασδήποτε λύσης».

Η Επίτροπος στην έκθεση της αναλύει του περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου ο οποίος προβλέπει ότι η εβδομαδιαία μέγιστη διάρκεια εργασίας δεν πρέπει να ξεπερνά τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων και των υπερωριών, με περίοδο αναφοράς τους 4 μήνες».

«Δεδομένου τούτου, ο εργαζόμενος δύναται μεν να εργαστεί πέραν των 48 ωρών την εβδομάδα, ωστόσο άλλες εβδομάδες θα πρέπει να εργαστεί λιγότερο, έτσι ώστε ο μέσος όρος ωρών εργασίας σε περίοδο 4 μηνών να μην παραβιάζεται».

Όπως σημειώνει η Επίτροπος, «υπέρβαση του ως άνω ανώτατου ορίου χρόνου εργασίας ανά εβδομάδα επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που ο εργαζόμενος συναινέσει προς τούτο και εφόσον ο ίδιος δεν υφίσταται καμία επίπτωση, σε περίπτωση που αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία αυτή. Επισημαίνει παράλληλα, ότι «η άρση της συναίνεσης του να εργάζεται πέραν του νενομισμένου μέγιστου χρόνου εργασίας δημιούργησε αυτοδικαίως την υποχρέωση των εμπλεκόμενων υπηρεσιών να προβούν σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα και ενέργειες, προκειμένου το ωράριο εργασίας του να αναθεωρηθεί και να προσαρμοστεί εντός των ορίων που θέτει ο νόμος».

ΗΕπίτροπος, σημειώνει επίσης ότι «οι ειδικευόμενοι γιατροί, παρόλο που υπάγονται στο υπουργείο Υγείας και βρίσκονται στην ευθύνη του Υπουργείου, εργάζονται σε Κλινικές που διαχειρίζεται ο ΟΚΥπΥ, ο οποίος και τους παρέχει ασφαλιστική κάλυψη».

Ως εκ τούτου, αναφέρει, «η ασφαλιστική εταιρεία που καλύπτει τον ΟΚΥπΥ, και κατ’ επέκταση και τους ειδικευόμενους ιατρούς, ενδέχεται να μην παράσχει ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ιατρικής αμέλειας εάν διαπιστωθεί ότι ο ειδικευόμενος γιατρός εργάστηκε υπό καθεστώς εξάντλησης, συνεπεία της παράβασης του νενομισμένου χρόνου εργασίας».

Καταλήγοντας στην έκθεση της η Επίτροπος αναφέρει: «Δεδομένου του ότι η έλλειψη επαρκούς ανάπαυσης και ύπνου επηρεάζουν αναπόφευκτα τόσο την απόδοση των εργαζομένων και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν, όσο και την υγεία και ευημερία των ιδίων, οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να σέβονται και να εφαρμόζουν τον νόμο εξασφαλίζοντας ένα βιώσιμο ωράριο εργασίας για τους εργαζόμενους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται ακόμη πιο επιβεβλημένη όσον αφορά τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας καθώς η ανεπαρκής ανάπαυση και η στέρηση ύπνου συντείνουν στη σωματική και ψυχολογική εξάντληση τους. Έτσι, οι κινητικές και αντιληπτικές τους ικανότητες εξασθενούν με αποτέλεσμα οι πιθανότητες σφαλμάτων να αυξάνονται θέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο την ασφάλεια των ασθενών».

«Υπό το φως των πιο πάνω, υποβάλλω την παρούσα έκθεση τόσο προς τον υπουργό Υγείας και υπουργό Εργασίας που είναι οι αρμόδιοι για την παρακολούθηση και διασφάλιση της εφαρμογής των προνοιών του νόμου προκειμένου να προβούν τάχιστα σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και προσαρμογές».