Είναι αδιανόητο και απαράδεκτο να χρησιμοποιείται η υγεία και η ασφάλεια των ασθενών ως εργαλείο πίεσης για την επίτευξη συνδικαλιστικών και οικονομικών διεκδικήσεων, τονίζει σε ανακοίνωση της η Ομοσπονδία Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου, στέλνοντας σαφές μήνυμα στους γιατρούς του δημοσίου. Παράλληλα η ΟΣΑΚ, αν και δεν σχολιάζει τη διαφωνία μεταξύ ΟΚΥπΥ και γιατρών, τονίζει ότι στόχος όλων πρέπει να είναι η οικονομική εξυγίανση και αυτονόμηση του Οργανισμού.

Τα όσα οι συντεχνίες ΠΑΣΥΚΙ και ΠΑΣΥΔΥ έχουν αποφασίσει σε σχέση με την 48ωρη απεργία που έχουν εξαγγείλει για την ερχόμενη εβδομάδα συζητήθηκαν, όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση της η ΟΣΑΚ, σε έκτακτη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας. 

«Παρά το γεγονός ότι ως Ομοσπονδία συστηματικά αποφεύγουμε να εμπλακούμε στις κατά καιρούς (δυστυχώς συχνές) διαφωνίες μεταξύ συντεχνιών και ΟΚΥπΥ, σεβόμενοι τα δικαιώματα των εργαζομένων, αυτή τη φορά οφείλουμε να παρέμβουμε αφού οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τους ίδιους τους γιατρούς θέτουν σε κίνδυνο ασθενείς, για καθαρά οικονομικούς λόγους», αναφέρει η ΟΣΑΚ και προσθέτει: 

«Το δικαίωμα των εργαζομένων σε απεργία είναι σεβαστό και αναφαίρετο. Όταν αυτό το δικαίωμα όμως εφαρμόζεται κατά τρόπο που επηρεάζει τους ασθενείς, η ΟΣΑΚ οφείλει να αντιδράσει καθώς είναι αδιανόητο και απαράδεκτο να χρησιμοποιείται η ασφάλεια, η υγεία και η ζωή των πολιτών ως εργαλείο πίεσης για την ικανοποίηση συνδικαλιστικών και οικονομικών διεκδικήσεων. Η δε απόφαση για κλείσιμο των Τμημάτων  Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (ΤΑΕΠ) δεν μπορεί να γίνει, σε καμία περίπτωση, αποδεκτή».

Τα ΤΑΕΠ αναφέρει η ΟΣΑΚ, «λειτουργούν για να σώζουν ζωές και οι ζωές των ανθρώπων δεν μπορούν να μπαίνουν στην εξίσωση της οποιασδήποτε διεκδίκησης του οποιουδήποτε κλάδου εργαζομένων, πόσο μάλλον των γιατρών. Ούτε και οι αποφάσεις που θα οδηγήσουν σε χάος ολόκληρο το σύστημα υγείας του τόπου μπορούν να γίνουν αποδεκτές».

Όπως εξηγούν στην ανακοίνωση τους οι οργανωμένοι ασθενείς, «η υπηρεσία ασθενοφόρων, «η οποία δεν ανήκει ούτε στους γιατρούς, ούτε στον ΟΚΥπΥ, αλλά στο Κράτος και τους πολίτες, ενδεχομένως να μην μπορεί να αντεπεξέλθει στον φόρτο εργασίας που θα προκύψει από την μεταφορά ασθενών, από τα κρατικά σε ιδιωτικά νοσοκομεία και η πιθανότητα να παρατηρηθούν καθυστερήσεις και να χάσουμε ανθρώπους, θα είναι τεράστια».

Ο δημόσιος τομέας της Υγείας, προσθέτει η ΟΣΑΚ, «αντιμετωπίζει πολλαπλά και σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την ολοκληρωμένη και ποιοτική εξυπηρέτηση των ασθενών μας, και θα έπρεπε όλοι οι εμπλεκόμενοι και ιδιαίτερα όσοι εργάζονται στα δημόσια νοσηλευτήρια, να συνεργαστούν για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση τους και όχι να προκαλούν συνεχώς με τις ενέργειες τους αναστάτωση θέτοντας σε κίνδυνο τους ασθενείς αλλά και τον Οργανισμό στον οποίο εργάζονται».

«Παρά το γεγονός ότι ως Ομοσπονδία συστηματικά αποφεύγουμε να εμπλακούμε στις κατά καιρούς (δυστυχώς συχνές) διαφωνίες μεταξύ συντεχνιών και ΟΚΥπΥ σεβόμενοι τα δικαιώματα των εργαζομένων, αυτή τη φορά οφείλουμε να παρέμβουμε αφού οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τους ίδιους τους γιατρούς θέτουν σε κίνδυνο ασθενείς, για καθαρά οικονομικούς λόγους».

«Το όποιο οικονομικό όφελος για τον οποιονδήποτε εργαζόμενο δεν είναι δυνατό να εξισώνεται με την αξία της ανθρώπινης ζωής».

Αναφέροντας ότι «προς το παρόν» δεν θα τοποθετηθεί επί της ουσίας της διαφοράς μεταξύ γιατρών και ΟΚΥπΥ, η ΟΣΑΚ καταλήγει: «Θα ήμασταν ανεύθυνοι εάν δεν τονίζαμε την ανάγκη για συνεργασία η οποία θα βοηθήσει στην οικονομική εξυγίανση και αυτονόμηση του ΟΚΥπΥ. Η οικονομική ευρωστία του Οργανισμού είναι θέμα το οποίο πρέπει να απασχολεί όλους τους πολίτες μη εξαιρουμένων των εργαζομένων στα δημόσια νοσηλευτήρια».