Βακτήρια, αρχαιοβακτήρια, μύκητες, ιοί και πρωτόζωα ζουν φυσιολογικά στο σώμα μας και ως σύνολο ονομάζονται μικροβίωμα. Τα περισσότερα ζουν φυσιολογικά μαζί μας, με οφέλη δηλαδή, τόσο για τα ίδια όσο και για τον δικό μας οργανισμό.

Ο αριθμός τους είναι μεταξύ 40 – 100 τρισεκατομμύριων και το βάρος τους μέχρι δύο κιλά σε ένα άτομο κανονικής σωματικής διάπλασης. Συσχετίζονται με τη λειτουργία του νευρικού, καρδιαγγειακού, πεπτικού και ανοσοποιητικού μας συστήματος, και μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων παθήσεων, όπως αυτοάνοσα ή καρκίνο.

Μπορούν επίσης, όπως έχει δειχθεί σε μελέτες, να επηρεάσουν την έκβαση της θεραπείας ορισμένων μορφών καρκίνου ή την πιθανότητα παρενεργειών της αντικαρκινικής θεραπείας σε ογκολογικούς ασθενείς.

Η αλληλεπίδραση του μικροβιώματος με τα αντιβιοτικά μελετάται εντατικά από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και, όπως αναφέρει στον «Φ» ο Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος του Γερμανικού Ογκολογικού Κέντρου Νικόλαος Σπερνοβασίλης, «η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες».

«Να περιγράψουμε εν συντομία την πιο πρόσφατη ιατρική γνώση σε σχέση με την αλληλεπίδραση του μικροβιώματος και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου καθώς και με το πώς τα αντιβιοτικά επηρεάζουν αυτήν την αλληλεπίδραση. Πρώτα, πρέπει να γίνει απόλυτα αντιληπτό από όλους μας ότι το ανθρώπινο μικροβίωμα αποτελεί λειτουργικά ένα ξεχωριστό όργανο του σώματός μας, το οποίο εντοπίζεται στο δέρμα, στο πεπτικό σύστημα, στο αναπνευστικό σύστημα, στον γυναικείο κόλπο, και αλλού. Τα τελευταία χρόνια, με την πρόοδο της τεχνολογίας και συνολικά της επιστήμης, έχει γίνει ολοένα και καλύτερα κατανοητό ότι το μικροβίωμα σχετίζεται τόσο με τη μείωση όσο και με την αύξηση του κινδύνου να εμφανίσει κάποιος καρκίνο, καθώς επίσης και με την πιθανότητα εμφάνισης τοξικότητας από τη θεραπεία για τον καρκίνο αλλά και με την πιθανότητα επιτυχίας της θεραπείας αυτής».

Η αλληλεπίδραση αυτή, «εδράζεται σε ποικίλους παράγοντες, όπως ο μεταβολισμός βιομορίων από τους μικροοργανισμούς αυτούς, αλλά και από τη στενή αλληλεπίδραση τους με το ανοσοποιητικό μας σύστημα, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί τον «φρουρό» του οργανισμού μας, όχι μόνο έναντι ξένων μικροβίων, αλλά και έναντι των καρκινικών κυττάρων που μπορεί να αναπτυχθούν στο σώμα όλων μας».

Παράλληλα, «υπάρχουν σημαντικά δεδομένα ότι το μικροβίωμα επηρεάζει την πιθανότητα εμφάνισης τοξικότητας από τη θεραπεία ενάντια στον καρκίνο αλλά και την πιθανότητα επιτυχίας της θεραπείας αυτής, είτε μιλάμε για ακτινοθεραπεία, είτε για κλασική χημειοθεραπεία, είτε για ανοσοθεραπεία».

Δηλαδή, «οποιαδήποτε σοβαρή διαταραχή της φυσιολογικής σύστασης του μικροβιώματος, η οποία διαταραχή καλείται δυσβίωση, φαίνεται να επιδρά αρνητικά σε αυτές τις παραμέτρους».

Τα τωρινά διαθέσιμα δεδομένα, πρόσθεσε, «αφορούν κυρίαρχα αλλά όχι αποκλειστικά ογκολογικούς ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν μια υψηλού κόστους κατηγορία καινοτόμων ογκολογικών φαρμάκων τα οποία καλούνται «αναστολείς των σημείων ελέγχων του ανοσοποιητικού» (checkpoint inhibitors), και τα οποία έχουν επιφέρει πραγματικά επανάσταση στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων μορφών καρκίνου».

Για τους ασθενείς αυτούς, «έχει δειχθεί σε μεγάλες μελέτες ότι η δυσβίωση ελαττώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών, ενώ το φυσιολογικό μικροβίωμα και το μικροβίωμα εκείνο που είναι πλούσιο σε συγκεκριμένους μικροοργανισμούς που φυσιολογικά υπάρχουν σε αυτό, αυξάνουν την πιθανότητα θετικής έκβασης».

Ποια μπορεί να είναι η αλληλεπίδραση με τα αντιβιοτικά;

Δεδομένου ότι η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα και στα νοσοκομεία, ο κ. Σπερνοβασίλης εξήγησε ότι «τα αντιβιοτικά, και τα αντιμικροβιακά συνολικά, δεν δρουν εκλεκτικά και αποκλειστικά έναντι μόνον των μικροβίων που μας προκαλούν μια λοίμωξη, αλλά θανατώνουν και μικρόβια του φυσιολογικού μικροβιώματος, διαταράσσοντας σημαντικά τη σύνθεσή του, οδηγώντας δηλαδή σε δυσβίωση.

Πρέπει λοιπόν να προκαλεί σε όλους μας έντονο προβληματισμό το γεγονός της δυσάρεστης αυτής πρωτιάς της Κύπρου πανευρωπαϊκά όσον αφορά τη χρήση αντιβιοτικών, καθότι έχει δειχθεί σε αξιόπιστες επιστημονικές μελέτες ότι η χρήση συγκεκριμένων κατηγοριών αντιβιοτικών οδηγεί σε μεγάλη παρέκκλιση από το φυσιολογικό της σύστασης του μικροβιώματος, και οι παρεκκλίσεις αυτές συσχετίζονται με αρνητικές επιπτώσεις στην έκβαση ορισμένων μορφών καρκίνου όταν χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες θεραπείες».

Αυτό βεβαίως, τόνισε, «δεν σημαίνει ότι οι ογκολογικοί ασθενείς δεν πρέπει να λαμβάνουν αντιβοτικά ή γενικά αντιμικροβιακά όποτε αυτό είναι απαραίτητο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι μια λοίμωξη δύναται να σκοτώσει πολύ γρηγορότερα από έναν καρκίνο. Και δεδομένου μάλιστα ότι πλέον πολλές μορφές καρκίνου είναι είτε πλήρως ιάσιμες είτε έχουν μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης, είναι πραγματικά κρίμα να πεθάνει ένας τέτοιος ασθενής από λοίμωξη στη φάση της αντικαρκινικής θεραπείας».

Εκείνο που πρέπει να τονιστεί, είπε, «είναι ότι ειδικά στους ογκολογικούς ασθενείς η χορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων πρέπει να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και λελογισμένη και να γίνεται από ιατρούς που έχουν τη σχετική γνώση και εμπειρία στη θεραπεία τέτοιων ασθενών». Δυστυχώς, επεσήμανε, «κοιτάζοντας τη «μεγάλη εικόνα» της κατανάλωσης των αντιβιοτικών στην Κύπρο, δεν μπορεί κάποιος να είναι αισιόδοξος ότι η προαναφερθείσα τεκμηριωμένη και λελογισμένη χρήση αντιβιοτικών λαμβάνει χώρα».

Για τη συνέχεια και το τι θα μπορούσε να μας επιφυλάσσει το μέλλον, ο κ. Σπερνοβασίλης ανέφερε ότι, «ζούμε πλέον στην εποχή της ιατρικής της ακρίβειας και της προσωποποιημένης ιατρικής. Ήδη έχουν εκκινήσει μελέτες για το πώς η ιατρική παρέμβαση στο ανθρώπινο μικροβίωμα, είτε με ουσίες – τροποποιητές είτε με μεταμόσχευση μικροβιώματος, μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του καρκίνου και στη θετική έκβαση των ογκολογικών ασθενών».

Αυτή τη στιγμή, ήδη υπάρχουν, όπως είπε, κάποια αρχικά ενθαρρυντικά δεδομένα, αλλά σημείωσε, «υπάρχει ακόμα αρκετός δρόμος έως ότου προκύψει κάτι πραγματικά χειροπιαστό από τις ιατρικές μελέτες οι οποίες ήδη ευρίσκονται σε φάση εκτέλεσης. Έως τότε, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται από εμάς η αξία απλών μέτρων και συνηθειών, όπως η υγιεινή διατροφή, η διακοπή του καπνίσματος, η συχνή σωματική άσκηση και η ορθή χρήση των αντιβιοτικών/αντιμικροβιακών, τα οποία όλα αυτά έχει ήδη αποδειχθεί ότι είναι υψίστης σημασίας για τη φυσιολογική σύσταση και λειτουργία του ανθρώπινου μικροβιώματος και για τα οφέλη που αυτό έχει, μεταξύ των οποίων και η καλύτερη προληπτική και θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου».