Σε αναπομπή της τροποποίησης του βασικού νόμου που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή και υποχρεώνει τους γιατρούς στην Κύπρο να διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη προκειμένου να ασκούν την ιατρική, προχώρησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Η ψήφιση του νόμου, είχε κριθεί απαραίτητη αφού, όπως είχε λεχθεί και κατά τη συζήτηση της σχετικής πρότασης νόμου στην κοινοβουλευτική επιτροπή Υγείας, τη στιγμή που γιατροί καταδικάζονται από τα Δικαστήρια και καλούνται να πληρώσουν τεράστια ποσά ως αποζημίωση σε ασθενείς ή οικογένειες ασθενών, οι οποίοι αδυνατούν να καταβάλουν τις αποζημιώσεις αυτές επειδή είτε το ασφαλιστικό συμβόλαιο που διαθέτουν δεν τους καλύπτει επαρκώς είτε επειδή δεν διαθέτουν καν ασφαλιστικό συμβόλαιο.

Αναφέρεται ότι υποχρέωση για ασφαλιστική κάλυψη έχουν αυτή τη στιγμή μόνο όσοι γιατροί προσφέρουν υπηρεσίες μέσω του Γενικού Συστήματος Υγείας. Για τους εκτός ΓεΣΥ πριν την ψήφιση του Νόμου δεν υπήρχε καμία υποχρέωση.

Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος που ψήφισε η Βουλή προβλέπει ότι γιατρός ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο ιατρικό μητρώο Κύπρου και ασκεί την ιατρική στη Δημοκρατίας καθώς και εταιρεία γιατρών, υποχρεούνται να διατηρεί σε ισχύ σύμβαση έναντι αστικής ευθύνης για επαγγελματική αμέλεια.

Δικαιολογώντας την απόφαση του να αναπέμψει τον νόμο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού νόμου το Ιατρικό Συμβούλιο έχει ως αρμοδιότητα την αναγνώριση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων των γιατρών. Η αναγνώριση των προσόντων αυτών από το Ιατρικό Συμβούλιο οδηγεί στην εγγραφή στο Ιατρικό Μητρώο, εγγραφή η οποία δεν συνεπάγεται από μόνη της την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος εξαρτάται από την έκδοση της ετήσιας άδειας ασκήσεως επαγγέλματος από την Επιτροπή του τοπικού ιατρικού συλλόγου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί ιατρών νόμου. Συνεπώς η αρμοδιότητα για την αδειοδότηση της άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος ανήκει στους τοπικούς ιατρικούς συλλόγους και όχι στο ιατρικό συμβούλιο.

Η υποχρέωση ασφαλιστικής σύμβασης θα αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ιατρικής στη Δημοκρατία. Η σύνδεση της ασφαλιστικής σύμβασης με την άσκηση της ιατρικής προβέ΄λεπται ρητά από το νέο άρθρο το οποίο προστέθηκε στον βασικό νόμο. Η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης έναντι αστικής ευθύνης για επαγγελματική αμέλεια δεν αφορά την αναγνώριση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων των γιατρών και στην εγγραφή τους στο ιατρικό μητρώο. Επισημαίνεται δε ότι στο ιατρικό μητρώο δύναται να είναι εγγεγραμμένος οποιοσδήποτε γιατρός κατέχει τα εν λόγω προσόντα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα.

Συνεπώς, μέσω της πρόνοιας για την οποία γίνεται η αναπομπή, παρακάμπτεται ο περί ιατρών νόμος (…).

Περαιτέρω αναφέρει ο Πρόεδρος, «η εν λόγω διάταξη η οποία προβλέπει την ανάκληση της εγραφής γιατρούς από το ιατρικό μητρώο, αντιβαίνει στο δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, ως αυτό κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, καθότι επιβάλλει τον περιορισμό και/ή στέρηση του δικαιώματος αυτού των γιατρών χωρίς αυτός να είναι απαραίτητος για ένα από τους λόγους που καθορίζονται περιοριστικά στην παράγραφο 2 του Συντάγματος».

Όπως επισημαίνει επιπρόσθετα, ο Νίκος Χριστοδουλίδης, «Αρκετοί γιατροί, όπως απόφοιτοι ιατρικών σχολών της Κύπρου, χρειάζονται την εγγραφή στο ιατρικό μητρώο και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από τις επιτροπές των τοπικών ιατρικών συλλόγων για να μπορέσουν να αποταθούν στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ώστε να αποκτήσουν στο εν λόγω κράτος δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος του γιατρού. Η εγγραφή τους στο ιατρικό μητρώο Κύπρου είναι απαραίτητη για την εγγραφή τους στο αντίστοιχο μητρώο άλλου κράτους μέλους. Για γιατροί αυτοί, για όσο χρονικό διάστημα θα απουσιάζουν από τη Δημοκρατία είτε για να πραγματοποιήσουν την εκπαίδευση στην ειδικότητα που έχουν επιλέξει είτε για να εργαστούν, δεν θα ασκούν το επάγγελμα του γιατρού στη Δημοκρατία και δεν θα χρειάζεται να κατέχουν ασφαλιστική σύμβαση έναντι αστικής ευθύνης. Για αυτούς τους γιατρούς η συγκεκριμένη ρύθμιση εμποδίζει την άσκηση του επαγγέλματος τους».

Καταλήγοντας, ο Πρόεδρος υπενθυμίζει ότι: «Ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών του Ιατρικού Συμβουλίου εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας και δη του υπουργείου Υγείας και όχι της νομοθετικής εξουσίας. Ως εκ τούτου η Βουλή των Αντιπροσώπων με το να καθορίσει ποιες είναι οι εξουσίες του Ιατρικού Συμβουλίου στην περίπτωση της μη προσκόμισης της ασφαλιστικής σύμβασης, επενέβη στις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της διάκρισης των εξουσιών».