Με κείμενο 8 σελίδων, ο 50χρονος κατηγορούμενος για το διπλό φονικό του Ύψωνα κατέθεσε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, μετά την εκ πρώτης όψεως υπόθεση που στοιχειοθετήθηκε για αυτόν και τον συγκατηγορούμενό του, αναφορικά με το φόνο εκ προμελέτης του Μάριου Ονησιφόρου και του Μιχάλη Μιχαήλ.
Ο 50χρονος Σ.Α. επέλεξε να καταθέσει και να εξεταστεί σήμερα, αφού ετοίμασε μαζί με τη συνήγορό του, κείμενο 8 σελίδων. Παρουσίασε τη θέση του σε σχέση με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην μπυραρία, υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε επίθεση με σπρέι πιπεριού, ενώ δεν είδε να φονεύονται τα θύματα, παρά μόνο τον Μιχαήλ να είναι στο έδαφος και να αιμορραγεί.
«Στην μπυραρία του… φτάσαμε μαζί με τον Α.Κ. (συγκατηγορούμενο) γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα. Όταν μπήκαμε στην μπυραρία, εκεί έπιναν το ποτό τους περίπου 8 άτομα και μέσα ήταν και κάποιες εργαζόμενες. Εγώ και ο Α.Κ. καθίσαμε σε ψηλό τραπεζάκι, παραγγείλαμε και καθίσαμε για περίπου μιάμιση ώρα». Υποστήριξε ότι εντός της μπυραρίας γνώριζε μόνο ένα άτομο, ο οποίος καθόταν και έπινε το ποτό του, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.
Επίθεση με σπρέι και η λογομαχία αγνώστων έξω από το μπαρ
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι στις 01:45 αποφάσισαν να φύγουν από την μπυραρία και να πάνε ο καθένας στο σπίτι του. Βγαίνοντας από το μπαρ και κατευθυνόμενοι προς τον χώρο στάθμευσης, ισχυρίστηκε ότι δέχθηκαν επίθεση από δύο άντρες, οι οποίοι τους ψέκασαν με σπρέι. «Ένιωσα να καίει η αριστερή μου πλευρά. Προσπάθησα να αμυνθώ με τα χέρια και αυτοί τράπηκαν σε φυγή», είπε και συνέχισε, λέγοντας ότι δεν γνώριζε τα δύο πρόσωπα γιατί δεν τους είχε ξαναδεί, ενώ το δέρμα του έκαιγε και πονούσε πολύ.
Υποστήριξε ότι οι δύο άντρες τράπηκαν σε φυγή και εκείνος βρισκόταν σε σύγχυση, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί, αφού μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε συμβεί τίποτα περίεργο και δεν είχε προκύψει κάποια προστριβή, καθώς ήταν ένα ήσυχο βράδυ.
Οι δύο κατηγορούμενοι εισήλθαν στο όχημα για να φύγουν και τότε ο Α.Κ. αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του τηλέφωνο μέσα στο μπαρ. Τότε, όπως είπε, κινήθηκαν εκ νέου προς το σημείο έξω από το μπαρ για να πάει ο Α.Κ. να πάρει το κινητό του.
«Ενώ συζητούσαμε έξω από το μπαρ, είδα κάποια άτομα, άγνωστα προς εμένα, να έρχονται σταδιακά στο σημείο που βρισκόμαστε. Άρχισα να ρωτάω αν είδε κάποιος τι έγινε. Τον μόνο που αρχικά αναγνώρισα ήταν τον Θ.Θ. (το πρόσωπο που καθόταν μέσα στο μπαρ και γνώριζε) και τον ρώτησα αν έχει σχέση με την επίθεση αυτή». Στη γραπτή μαρτυρία του εξήγησε ότι ρώτησε τον συγκεκριμένο πρόσωπο, καθώς όπως υποστήριξε, είχε απασχολήσει τις Αρχές με ιστορίες που αφορούσαν βίαιη συμπεριφορά.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τη συζήτηση που είχα με τον Θ.Θ., αφού ήταν αργά, ήμουν αναστατωμένος, πονούσα, αλλά με βεβαιότητα το θέμα της συζήτησης αφορούσε την επίθεση που δέχτηκα», υποστήριξε. Ακόμα ανέφερε ότι αντιλήφθηκε κάποια άτομα που ήταν έξω από την μπυραρία και λογομαχούσαν.
«Είδα από μακριά ότι έφτασε ο Μιχάλης Μιχαήλ (θύμα), τον οποίο αναγνώρισα και ο οποίος προσέγγισε τα άτομα που λογομαχούσαν. Στεκόμουν πίσω από τον κύκλο που είχαν δημιουργήσει και σε κάποια δευτερόλεπτα τον είδα στο έδαφος και αιμορραγούσε». Σε άλλο σημείο ανέφερε ότι αγχώθηκε γιατί δεν ήθελε να μπλέξει και κινήθηκε προς το αυτοκίνητό του για να φύγει, λέγοντας πως όλο το συμβάν διήρκεσε 5 λεπτά και ενώ δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πώς κινήθηκε ο φίλος του και συγκατηγορούμενός του στον χώρο μέχρι τη στιγμή που έφυγαν από το σημείο.
«Είδα τον άντρα και του είπα να φύγουμε από το μέρος. Πήγα, άναψα τη μηχανή του αυτοκινήτου, ξεμπάρκαρα και τον περίμενα. Είδα ότι πηγαινοερχόταν, του είπα ξανά να φύγουμε αλλά συνέχισε να πηγαινοέρχεται. Εγώ περίμενα αρχικά μέσα και στη συνέχεια κοντά στο όχημα για περίπου 3-4 λεπτά. Ο Α.Κ. ξαναήρθε και μου είπε ότι δεν βρήκε το κινητό του και τότε είδε ότι ήταν τραυματισμένος στο κεφάλι. Πλησιάσαμε εκ νέου το σημείο έξω από το μπαρ και είδα ότι ο Μιχάλης (θύμα) ήταν ακόμη στο έδαφος».
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι έφυγαν για να πάρουν το όχημα του και τότε δέχθηκαν επίθεση και έφυγαν προς το σπίτι του.
Μεταξύ άλλων, είπε ότι όταν έφτασε στο σπίτι του και ήρθε η αστυνομία και τους κάλεσε να μπουν στο περιπολικό για να τους πάρουν στην Κεντρική, τότε κατάλαβε ότι τους αντιμετώπισαν ως υπόπτους και «μιλούσαν για φονικό». Ανέφερε επίσης ότι ζήτησε από τους αστυνομικούς να τον μεταφέρουν να τον εξετάσει γιατρός, γιατί πονούσε από το σπρέι και τους ανέφεραν ότι άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, καθώς δεν εμπιστευόταν τους αστυνομικούς.