Με τον βασικό μάρτυρα, τον ανακριτή της υπόθεσης και εμπειρογνώμονα της Τροχαίας Λεμεσού λοχία Σταύρο Κυριάκου, συνεχίστηκε σήμερα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου η ακροαματική διαδικασία του τετραπλού θανατηφόρου που σημειώθηκε μισή ώρα μετά την έλευση του περσινού έτους, στη συμβολή των οδών Γιάννου Κρανιδιώτη και Αγίας Αναστασίας στα Πολεμίδια.

Ο εμπειρογνώμονας της Τροχαίας διαβάζοντας τις καταθέσεις του, εξήγησε πώς εξήχθη η ταχύτητα του κατηγορούμενου οδηγού, τις ενέργειες που έγιναν από την ανακριτική ομάδα και όλα τα συμπεράσματα που εξήχθησαν από τις επιτόπιες εξετάσεις και την αναπαράσταση, καθώς και από τη μελέτη του βίντεο που κατέγραψε το φρικτό δυστύχημα. Περιέγραψε πώς εντόπισαν τη σκηνή όταν έφτασαν στο σημείο, όπως και το σκεπτικό της εισήγησης για δίωξη του κατηγορούμενου οδηγού στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας.

Υπογράμμισε ότι “ο κατηγορούμενος, κινούμενος με μεγάλη ταχύτητα, πλησιάζοντας τα φώτα τροχαίας (82 μέτρα μακριά από το αλτ της πορείας του), πήρε μεγάλο ρίσκο να συνεχίσει με αυτή την ταχύτητα για να προλάβει το κόκκινο φως, το οποίο στην ουσία δεν πρόλαβε”. Αυτό, όπως τόνισε, ο ανακριτής ήταν ένα από τα στοιχεία για την εισήγησή του να διωχθεί για ανθρωποκτονία. «Από τη δική μας πλευρά, ήταν μια κατάφωρη αμέλεια που οδήγησε στο τραγικό δυστύχημα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο ανακριτής αναφερόμενος στις ενέργειες που έγιναν κατά την αναπαράσταση του θανατηφόρου, σημείωσε ότι οδήγησε το όχημα που αντικατέστησε εκείνο του κατηγορούμενου, τοποθετώντας το στη θέση όπου μπορούσε να δει το αυτοκίνητο των θυμάτων, πριν αυτό εισέλθει στη δεξιά λωρίδα. Η απόσταση αυτή, μετρήθηκε στα 118 μέτρα. Αναφερόμενος στις 9 διελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά μήκος της οδού Γιάννου Κρανιδιώτη, όπου κινούνταν ο κατηγορούμενος οδηγός, τόνισε ότι από τα συμπεράσματα της διερεύνησης των ταχυτήτων (59 χλμ, 68 χλμ, 83 χλμ, 103 χλμ, 108 χλμ), καμία δεν ξεπερνούσε την πραγματική ταχύτητα του κατηγορούμενου. «Παρόλο που η διέλευση των 108 χιλιομέτρων πλησίαζει την πραγματική ταχύτητα, δεν έφτασε ή ξεπέρασε την πραγματική ταχύτητα που οδηγούσε ο οδηγός», είπε.

Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι ζητήθηκε να γίνουν υπολογισμοί λαμβάνοντας υπόψη τη μέση ταχύτητα των 108 χλμ, ώστε να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα, όπως το ποια έπρεπε να είναι η ελάχιστη ταχύτητα για να μπορέσει το όχημα του κατηγορούμενου να σταματήσει έγκαιρα. Όπως ανέφερε, η ελάχιστη ταχύτητα που έπρεπε να έχει ο κατηγορούμενος ώστε να προλάβει να σταματήσει και να αποφευχθεί το δυστύχημα, ήταν τα 88 χλμ ανά ώρα.

Στο συμπέρασμά του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν ενεργοποίησε τα φρένα του για να σταματήσει στο κόκκινο φανάρι, αλλά αντέδρασε μόλις είδε το όχημα των θυμάτων. Από την ανάλυση των frames του κλειστού κυκλώματος προέκυψε ότι, όταν τα φανάρι έγινε κίτρινο, ο κατηγορούμενος είχε εισέλθει στο οπτικό πεδίο της κάμερας του πρατηρίου στα 17,4 μέτρα πριν τη γραμμή αλτ, και άναψε το κόκκινο φως όταν αυτός ήταν μόλις 5,1 μέτρα πριν τη γραμμή. Από την αναπαράσταση προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε με μέση ταχύτητα μεγαλύτερη των 108 χλμ, κατά τη στιγμή της διέλευσης από τη διασταύρωση.

Ο μάρτυρας, αντεξεταζόμενος από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, Θεοδώρα Πακαπυριακού, ρωτήθηκε σχετικά με το φρέσκο σκάψιμο που εντοπίστηκε στη σκηνή του δυστυχήματος, εξήγησε ότι ένα τέτοιο σημάδι υποδηλώνει βίαιη σύγκρουση μεταξύ των μεταλλικών μερών του οχήματος και του οδοστρώματος.

Ερωτηθείς γιατί πραγματοποιήθηκαν 9 διελεύσεις με ταχύτητες έως 108 χλμ, ανέφερε ότι κατά την άφιξη της ανακριτικής ομάδας στη σκηνή, η έκταση των ζημιών και οι αποστάσεις που διένυσαν τα οχήματα μετά τη σύγκρουση, έδειχναν εμπειρικά ότι η ταχύτητα του οχήματος του κατηγορούμενου ήταν πολύ υψηλή, από 110 χλμ μέχρι και 120 χλμ.

Όταν ρωτήθηκε γιατί οι μετρήσεις σταμάτησαν στα 108 χλμ, απάντησε ότι ο αστυνομικός που διενεργούσε τις διελεύσεις δεν μπορούσε να συνεχίσει σε υψηλότερες ταχύτητες λόγω της ιδιομορφίας του δρόμου και για λόγους ασφαλείας. Καταληκτικά, ανέφερε ότι η απόφαση του κατηγορούμενου να συνεχίσει και να ρισκάρει οδήγησε στο τραγικό δυστύχημα. «Δεν μπορούσε να σταματήσει στα φανάρια λόγω της μεγάλης ταχύτητας. Βρισκόταν 82 μέτρα μακριά από το αλτ της πορεία του με το φανάρι να είναι κίτρινο και είχε ήδη αποφασίσει να ρισκάρει για να περάσει».