Η ηγεσία της Αστυνομίας έχει επιστήσει την προσοχή σε όλα τα μέλη του αστυνομικού Σώματος, προκειμένου κατά την εκτέλεση του έργου τους να μην επιδεικνύουν συμπεριφορές που ταυτίζονται με φαινόμενα φυλετικών διακρίσεων.

Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή δημοσίευση σχετικής έκθεσης Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την παράνομη κατάρτιση προφίλ (Διάκριση Φυλετικού Προφίλ – Racial Profiling), ανώτερος αξιωματικός απέστειλε σημείωμα εκ μέρους του αρχηγού Αστυνομίας, Στέλιου Παπαθεοδώρου, προς όλους τους αρμόδιους.

Στο εν λόγω σημείωμα, που έχει ως αποδέκτες τον διευθυντή του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας και όλους τους αστυνομικούς διευθυντές των επαρχιών, γίνονται αναφορές για να καταστεί σαφές τι εστί «διάκριση λόγω φυλετικού χαρακτηριστικού/ προφίλ», ενώ επισημαίνονται τα άρθρα νομοθεσίας και του ποινικού κώδικα, στη βάση των οποίων πρέπει να ενεργούν τα μέλη του αστυνομικού Σώματος.

Οι συστάσεις

Στο σημείωμα αναφέρεται πως από την ηγεσία της Αστυνομίας κρίνεται σκόπιμο «να τονιστεί ότι η ανακοπή, έρευνα και κατακράτηση οποιουδήποτε προσώπου, στη βάση αποκλειστικά και μόνο της εθνικής του καταγωγής ή άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, δεν επιτρέπεται».

Στην κατακλείδα, μάλιστα, τονίζεται πως «τα μέλη της Αστυνομίας υποχρεούνται να σέβονται και να προστατεύουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα κάθε προσώπου χωρίς προκατάληψη ή διάκριση και να επιδεικνύουν επαγγελματισμό και ευαισθησία, αντιμετωπίζοντας τους πολίτες με τρόπο ευγενικό, δεοντολογικά ορθό και απαλλαγμένο από προκαταλήψεις και στερεότυπα».

Γίνεται, επιπλέον, επίκληση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), σύμφωνα με την οποία, η διάκριση λόγω φυλετικού χαρακτηριστικού/ προφίλ (racial profiling) ορίζεται ως η χρήση από την Αστυνομία χωρίς αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, κριτηρίων όπως η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία η εθνικότητα ή η εθνική ή εθνοτική καταγωγή, σε δραστηριότητες ελέγχου, παρακολούθησης ή έρευνας.

Προστίθεται ότι η διάκριση λόγω φυλετικού προφίλ (racial profiling) περιλαμβάνει την κατάταξη των ατόμων σε κατηγορίες με βάση προσωπικά χαρακτηριστικά, τα οποία –όπως χαρακτηριστικά τονίζεται– δεν μπορεί να αποτελούν τη μοναδική βάση, για την εκτέλεση των εξουσιών της Αστυνομίας.

Επεξηγείται ότι «η κατάρτιση προφίλ από την Αστυνομία, πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους/ εύλογη υποψία, ενώ πρέπει να υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες στηριζόμενες σε πληροφορίες, εκτός των προσωπικών χαρακτηριστικών».

Επίκληση σε νομοθεσίες

Πέραν από τις πιο πάνω συστάσεις, στις γραπτές οδηγίες, επισημαίνονται αναλυτικά οι πρόνοιες του Νόμου και αστυνομική οδηγία για το πώς πρέπει να εκτελούν το έργο τους αστυνομικοί, ενώ ξεκαθαρίζεται ποιες εξουσίες έχουν οι τελευταίοι όταν ανακόπτουν όχημα και ερευνούν πρόσωπο ή μεταφορικό μέσο.

Αναλυτικά:

>> Άρθρο 28 του Περί Αστυνομίας Νόμου: «28.- (1) Οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας- (α) δύναται να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου και ιδιαίτερα όταν-

(i) το βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή

(ii) εύλογα υποψιάζεται ότι αυτό προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο ή

(iii) το βλέπει να έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο για το οποίο απαιτείται άδεια βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου την οποία και δύναται να απαιτήσει να του παρουσιάσει, ή

(β) δύναται να ανακόπτει και ερευνά οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου».

>> Άρθρο 25 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου: «Κάθε αστυνομικός δύναται, χωρίς ένταλμα-

(α) να κατακρατήσει και ερευνήσει οποιοδήποτε τον οποίο αυτός εύλογα υποπτεύεται ότι φέρει, μεταφέρει ή αποκρύπτει αντικείμενο ή έγγραφο σε σχέση με το οποίο πρόκειται να διαπραχτεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχτεί ποινικό αδίκημα…»

>> Το Άρθρο 26 του ίδιου Νόμου προνοεί: «…αστυνομικός δύναται με εύλογη υποψία, να ανακόψει, να ανακόψει και ερευνήσει οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το σκοπό εξακρίβωσης κατά πόσο παράνομα μεταφέρεται σε αυτό οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη, επιθετικό όπλο ή άλλο όργανο βιαιότητας».

>> Η Αστυνομική Διάταξη 3/38 με τίτλο «Διαχείριση Αδικημάτων και Θεμάτων Καταπολέμησης Διακρίσεων», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, σε περιπτώσεις όπου η Αστυνομία αναζητεί πρόσωπο με συγκεκριμένα και εύκολα αναγνωρίσιμα φυλετικά, θρησκευτικά ή εθνικά χαρακτηριστικά, να αποφεύγει τους μαζικούς, τυχαίους και τυφλούς ελέγχους προσώπων, που φέρουν τα εν λόγω χαρακτηριστικά. Οι έλεγχοι να είναι στοχευμένοι, στη βάση επιπρόσθετων πληροφοριών.

Ακαδημαϊκός και εξειδικευμένο μέλος

Το σημείωμα που συνετάχθη εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, υπογράφει ο αστυνόμος Β΄ και ακαδημαϊκός δρ Παναγιώτης Νικολαΐδης. Όπως γίνεται αντιληπτό, έχει προσληφθεί στην Αστυνομία Κύπρου ως εξειδικευμένο μέλος. Πέραν από τους ακαδημαϊκούς τίτλους του, έχει στενή σχέση με το αστυνομικό Σώμα. Είναι ενδεικτικό ότι υπήρξε μέλος της Επιτροπής Εσωτερικής Ποιότητας Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου, από το 2016 μέχρι και το 2021, στο πλαίσιο της Διασφάλισης και Πιστοποίησης Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (Ν.136(1)/2015). Εκπροσώπησε και συνεχίζει να εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατία, σε ομάδες εργασίας και δίκτυα του Συμβουλίου της ΕΕ, Europol και Interpol και άλλους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. Μεταξύ άλλων, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Αστυνομία δίπλα στον πολίτη».

Διακρίσεις και προκαταλήψεις

Ο όρος «Racial Profiling» στα ελληνικά μεταφράζεται ως «φυλετική στοχοποίηση» ή «φυλετικό προφίλ». Η φυλετική στοχοποίηση αναφέρεται στην πρακτική, κατά την οποία οι Αρχές επιβολής του Νόμου ή άλλες δημόσιες Αρχές χρησιμοποιούν τη φυλή, την εθνικότητα ή το χρώμα του δέρματος ενός ατόμου ως βάση για υποψία, έλεγχο ή άλλες διακρίσεις, χωρίς άλλα τεκμηριωμένα στοιχεία.

Για παράδειγμα, αν κάποιος θεωρείται ύποπτος για κάποιο έγκλημα μόνο και μόνο επειδή ανήκει σε μια συγκεκριμένη φυλετική ή εθνοτική ομάδα, αυτή η πρακτική θεωρείται φυλετική στοχοποίηση.

Η φυλετική στοχοποίηση είναι ευρέως καταδικασμένη, καθώς παραβιάζει τα δικαιώματα των ατόμων και προωθεί διακρίσεις και προκαταλήψεις.