Την περασμένη Κυριακή ξέσπασε φωτιά σε κοιτώνα σχολείου στη Γουιάνα με αποτέλεσμα να καούν ζωντανά 19 παιδιά και άλλα να δίνουν μάχη για τη ζωή τους. Αυτό από μόνο του είναι μια μεγάλη τραγωδία. Η αποκάλυψη, όμως πως τη φωτιά την έβαλε επίτηδες έφηβη που φοιτούσε στο σχολείο, επειδή της πήραν το κινητό τηλέφωνο, κάνει την είδηση ακόμη πιο τραγική και αναδεικνύει τη σχέση εξάρτησης που έχουν πλέον παιδιά και έφηβοι με τις ηλεκτρονικές τους συσκευές. Δεν είναι δα και μυστικό ότι πλέον ακόμη νήπια ξοδεύουν ατέλειωτες ώρες μπροστά από μια οθόνη. 

Το πόσο άσχημη έχει γίνει η κατάσταση αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η τελευταία, για παράδειγμα, δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη από τις αμερικανικές υπηρεσίας ψυχικής υγείας. Το γενικό συμπέρασμα όπως αποτυπώνεται στην 25σελιδη έρευνα είναι πως υπερβολική χρήση κινητών τηλεφώνων και ειδικότερα η ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα κατά την παιδική κι εφηβική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Οι προειδοποιήσεις για τους κινδύνους υπάρχουν εδώ και καιρό. Από τα ζητήματα ψυχικής υγείας μέχρι τη βίαιη συμπεριφορά και από την εξάρτηση μέχρι την παρενόχληση ακόμη και την κακοποίηση, οι προκλήσεις είναι τεράστιες και αφορούν όλες τις ηλικίες. Παρόλα αυτά, όμως ελάχιστα βήματα έχουν γίνει μέχρι στιγμής για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το θέμα. 

Οι εταιρείες τεχνολογίας το μόνο που επιδιώκουν είναι να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Παρά τις παραινέσεις πολλών ειδικών, δεν παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσουν τους ανήλικους. Επιπλέον, ακόμη και να έχουν δεδομένα για τις επιπτώσεις, δεν τα παρέχουν, ώστε να γίνουν καλύτερες αξιολογήσεις για τους πιθανούς κινδύνους. 

Οι γονείς από την άλλη, πολλές φορές δεν ξέρουν, δεν μπορούν ή και δεν θέλουν να κάνουν αυτό που πρέπει. Πόσοι γονείς άλλωστε, έχουν αντοχές να τσακώνονται με τα έφηβα παιδιά τους για όρια και καλή χρήση του κινητού, πόσο μάλλον πόσοι μπορούν να τα ελέγξουν ή αν χρειαστεί να τους απενεργοποιήσουν τις συσκευές. 

Το πρόβλημα, όμως είναι πολύ σοβαρό και αν δεν υπάρξει συλλογική δράση η κατάσταση θα γίνει χειρότερη. Ίσως οι κρατικές αρχές πρέπει να παρέμβουν και να υποχρεώσουν τις εταιρείες τεχνολογίας να συνεργαστούν. Γονείς και εκπαιδευτικοί να συνειδητοποιήσουν ποιος είναι ο ρόλος τους και να δράσουν, αφήνοντας την παθητικότητα στην άκρη. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να γίνουν, φτάνει να υπάρχει θέληση.