«Η Αφροδίτη με Γούνα» του Ντέιβιντ Άιβς σε σκηνοθεσία Μαρίας Μανναρίδου – Καρσερά.

Πάνε σχεδόν δύο μήνες από τότε που παρακολούθησα την παραγωγή με το έργο του Ντέιβιντ Άιβς «Η Αφροδίτη με Γούνα» στο Θέατρο Χώρα και δεν βιάστηκα να γράψω ένα σημείωμα γι’ αυτή. Σε αντίθεση με τα κυπριακά θεατρικά ειωθότα, όσο παίζεται γεμάτη συνεχίζει να παίζεται και νομίζω ότι φαινόταν από τότε ότι η πρόταση προορίζεται να αποδειχτεί εξαιρετικά δημοφιλής. Ήταν εμφανές, μάλιστα, ότι στην πορεία, μόλις οι δύο ηθοποιοί θα έβρισκαν πιο αποτελεσματικά ο ένας τα πατήματα του άλλου και την απαραίτητη χημεία που απαιτεί ένα τόσο καταιγιστικό και σκαμπρόζικο ντουέτο, θα γινόταν ολοένα και καλύτερη. Αυτό το τελευταίο το υποθέτω, φυσικά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προέκυψε έκτακτη αλλαγή στη διανομή ενόσω οι πρόβες ήταν σε προχωρημένο στάδιο κι ότι ο Αντρέι Κρουπά, που πήρε τη θέση του Φώτη Αποστολίδη, δεν είχε στη διάθεσή του παρά ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα για να «φορέσει» το πετσί ενός απαιτητικού ρόλου. Την ίδια στιγμή, η Αντωνία Χαραλάμπους κλήθηκε από τις περιστάσεις να μπει στη διαδικασία αυτού του πιπεράτου φραστικού πιγκ- πογκ ουσιαστικά δύο φορές, με δύο διαφορετικούς παρτενέρ.

Μοιραία, προέκυψε στα αρχικά στάδια μια υφολογική και ερμηνευτική ανισότητα, που η σκηνοθεσία καλώς ή κακώς δεν προσπάθησε να απαλείψει. Και λέω (και) «καλώς», διότι προφανώς δεν ήθελε και δεν μπορούσε να βάλει χαλινάρι στο υποκριτικό αιλουροειδές ονόματι Αντωνία Χαραλάμπους ή τέλος πάντων προτίμησε να κρατήσει τη γραμμή που είχε εξαρχής αποφασίσει, μειώνοντας τον κίνδυνο να μπερδέψει τους πρωταγωνιστές και –κατά προέκταση- τους θεατές. Η Μαρία Καρσερά είναι εξάλλου και σκηνοθέτρια που συνηθίζει ν’ αφήνει χώρο και περιθώριο στους ηθοποιούς της ν’ ανακαλύπτουν και να καταθέτουν τις δικές τους ερμηνευτικές ιδέες.

Μοιραία, λοιπόν, η παρουσία του Αντρέι Κρουπά μοιάζει να λειτουργεί επικουρικά για να «μαρσάρει» η παρτενέρ του και να ξεδιπλώσει και την τελευταία ίντσα της ερμηνευτικής της βιρτουοζιτέ. Το βολικό είναι ότι η βασική συνθήκη της πλοκής, αλλά και η συνθήκη του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» όχι απλώς επιτρέπει, αλλά υπό μια έννοια επιβάλλει αυτή την ασυμμετρία. Μέσα από μια αλληλοδιαδοχή ρόλων και συναισθημάτων, η αναιδής, τσαπατσούλα, αφερέγγυα στάρλετ, που κάνει μια αργοπορημένη αλλά θυελλώδη είσοδο στην ακρόαση, δεν γίνεται απλώς ιδανική πρωταγωνίστρια αλλά σταδιακά ξεπερνά τις προσδοκίες και τη φαντασία του ίδιου του σκηνοθέτη- διασκευαστή, ο οποίος χάσκει έκπληκτος και αφοπλισμένος.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αφηγηματικό πάτημα του έργου είναι το κλασικό πεζογράφημα «Η Αφροδίτη με τη γούνα» του Λεοπόλδου φον Ζάχερ- Μαζόχ, του ανθρώπου που –άθελά του;- προσέφερε στην ανθρωπότητα τον ψυχολογικό όρο «μαζοχισμός», δηλαδή την άντληση ηδονής μέσω του πόνου και της υποταγής. Υπάρχει κι ένας άλλος δημοφιλής βρετανικός ιδιωματικός όρος που κατά γενική ομολογία ταιριάζει στην περίπτωση του έργου, το «παιχνίδι της γάτας και του ποντικού», κατά τον τρόπο που η Βάντα «στριμώχνει» τον Τόμας. Αυτό μπορεί να παραπέμψει στην περιπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και τον τρόπο που κάποιοι άνθρωποι δομούν τις συναναστροφές τους με βάση αυτή τη δυναμική.  

Αρχικά, νιώθεις ότι παρακολουθείς μια κωμωδία χαρακτήρων, ύστερα προκύπτει το παιχνίδι των ρόλων και τελικά καταλήγει σ’ ένα στάδιο που θυμίζει μπουρλέσκ αρτυμένο με μυθολογικά ψιχία. Εκτός από τον Μαζόχ, ο Άιβς επιχειρεί, πιο έμμεσα, να συνομιλήσει με τον Ευριπίδη, τον Στρίντμπεργκ, τον Ζενέ, με υπόγειες αναφορές στις Βάκχες, τις Δούλες και τη Δεσποινίδα Τζούλια. Πρόθεσή του είναι, μέσω μιας δραματικής εξερεύνησης της εξουσίας και της ευαλωτότητας, να θέσει έναν αντίστροφο προβληματισμό πάνω στην αντικειμενοποίηση της γυναίκας και τη μάχη των φύλων. Με κάποιον τρόπο επιχειρεί να δικαιώσει το περίφημο απόφθεγμα που αποδίδεται στον Όσκαρ Ουάιλντ (και το υιοθετεί και ο… Πρόεδρος Φρανκ Άντεργουντ): τα πάντα στον κόσμο αφορούν το σεξ, εκτός από το σεξ. Το σεξ αφορά την εξουσία.

Βέβαια, εδώ το καυτό (hot) ερώτημα παραμένει αν η Βάντα είναι πλάσμα της φαντασίας του Τόμας κι αν ήρθε από τα βάθη του νου και του χρόνου. Έτσι εκτυλίσσεται ένα αισθησιακό και προκλητικό γαϊτανάκι που εμπλέκει και τον θεατή, καθώς το βλέμμα του γίνεται αυτό που τελικά «μεταμορφώνει» την πανούργα Βάντα σε «Αφροδίτη» και την κάνει να μοιάζει ότι βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά και ότι γνωρίζει περισσότερα για το έργο ακόμη κι από τον εμπνευστή του.

Θυμάμαι ότι πριν από δέκα χρόνια είχα δει στο σινεμά την ταινία «δωματίου» του Ρομάν Πολάνσκι που βασίζεται στο βραβευμένο αυτό θεατρικό έργο, με Βάντα τη σύζυγό του, Εμανουέλ Σενιέ, και εμβρόντητο σκηνοθέτη τον Ματιέ Αμαλρίκ. Μερικές εβδομάδες αργότερα, πήγα στη Λεμεσό για να δω μια αθηναϊκή θεατρική παραγωγή του έργου σε σκηνοθεσία Γιώργου Οικονόμου και με πρωταγωνιστές τη Βίκυ Παπαδοπούλου και τον Γιώργο Παπαγεωργίου. Ο μεν Πολάνσκι εστιάζει υπέρ το δέον στη μεταφυσική διάσταση. Ο δε Οικονόμου –στα δικά μου μάτια- ανέδειξε το δραματικό παιχνίδι και το μπρίο των διαλόγων, αφαιρώντας όμως αρκετά από την πτυχή του αισθησιασμού.

Η πρόταση της ομάδας Σόλο για Τρεις κατορθώνει να τιμήσει με μέτρο το μυστήριο και τους υπαινιγμούς του έργου, χωρίς να απαρνείται την ηδυπάθεια και την πρόκληση, ούτε τη σάτιρα, ούτε το ψυχολογικό σασπένς, ούτε και τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό. Μεγάλο ατού είναι φυσικά η μαγνητική και φορτισμένη ερμηνεία της Αντωνίας Χαραλάμπους. Υπηρετεί έναν πολυεπίπεδο χαρακτήρα που «καταπίνοντας» τον δεκτικό συμπρωταγωνιστή της, τον παρασύρει σε μια παρτίδα παράφορη, προς ενοχική τέρψη του αποπλανημένου θεατή.

Ελεύθερα, 28.1.2024