Έρινα Χαραλάμπους: «Ταυ», εκδόσεις  Θράκα, 2022.

Δύο μόλις χρόνια μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή «Πλεκτάνη» 2020, η νέα ποιήτρια Έρινα Χαραλάμπους επανεμφανίζεται στα γράμματα με καινούργια ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο «Ταυ». Η νέα της δουλειά έχει ομοιότητες, αλλά έχει και διαφορές με αυτήν που προηγήθηκε.

Χαιρετίζω το γεγονός ότι και στην συλλογή «Ταυ», η Ε.Χ. παρουσιάζεται με την ίδια πειραματική διάθεση, με την ίδια εξομολογητική ευστοχία, αλλά και την ίδια διάφανη διακειμενικότητα, όπως και στην συλλογή «Πλεκτάνη». Αυτή η κατά βάση υφολογική συνέπεια δεν μπορεί παρά να αποφέρει καρπούς. Ένας από αυτούς, ο κυριότερος ίσως, είναι η σταδιακή κατάκτηση και εμπέδωση ενός προσωπικού ύφους. 

 Στις διαφορές από το προηγηθέν ποιητικό βιβλίο, πρωτίστως θα κατέγραφα την έντονη, βαθιά και απόλυτα συνειδητή εσωτερικότητα. Οι στίχοι της Ε.Χ. έγιναν πιο προσωπικοί, πιο εξομολογητικοί, αλλά και περισσότερο φορτισμένοι με συναισθήματα πόνου, θλίψης, οδύνης, ενίοτε και συντριβής. Σε ό,τι αφορά τις θεματικές της, η νέα ποιητική συλλογή, κατά την άποψή μου, αποτελεί μια ευσύνοπτη ωδή στην γονιμότητα, κατ’ αντιστοιχία αποτελεί κι ένα θρηνητικό άσμα στην υπογονιμότητα, ενώ παράλληλα συνιστά κι ένα οργισμένο ράπισμα στην πατριαρχία.

Αν διεξέλθουμε προσεκτικά τις «είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν», όπως υποτιτλίζει το βιβλίο της η ποιήτρια, θα διαπιστώσουμε κατά πόσο είναι βάσιμη ή όχι η πιο πάνω θεματική αποτίμηση. Ένα βιβλίο με αυτή την θεματική διακλάδωση δεν θα μπορούσε παρά να περιλαμβάνει και στίχους αφιερωμένους στην μητέρα, στην προκειμένη περίπτωση, στην μητέρα της ποιήτριας: «Πέφτω στα πόδια σου / ανοίγω τα σκέλια σου / την τραχηλική σου τομή να αγγίξω / να κοινωνήσω τη γέννα σου θέλω / κι εσύ με τυλίγεις στα σπάργανα / και με βαφτίζεις θέλεις / δεν θέλεις / σιωπή». (σελ. 22) Στίχοι διαποτισμένοι με ρεαλιστική ωμότητα, αλλά και με έφεση στην νοηματική υπέρβαση.

Αναφέρθηκα όμως και σε συναισθήματα πόνου, θλίψης, έγνοιας και προσμονής που απορρέουν από τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Για παράδειγμα: «Κι αφού ό,τι έχει τσακιστεί στη μέση είναι θηλυκό / αδιακρίτως – πάντα – κι ανεπαίσθητα ο χρόνος σε λιώνει». (σελ. 27) Ιδού όμως ακόμα ένα παράδειγμα, ίσως πιο έμφορτο με αγωνία, βάσανο, πόνο, αλλά συνάμα και ελπίδα: «Όλη η αλήθεια του κόσμου με βρίσκει / οριζόντια στο κρεβάτι ώρες πρωινές / στριφογυρίζει κάτω από το στρώμα / περιπλέκεται ανάμεσα στα σεντόνια… /….Το φως της μέρας θαμμένη τη βρίσκει / σ’ εκείνη τη βιτρίνα με τα βρεφικά…». (σελ. 28) Πόση παραστατικότητα, αλλά και πόση πίκρα αναδεικνύουν αυτοί οι στίχοι!

Και την ίδια ώρα, η προσμονή, η ελπίδα, η προσδοκία γίνονται βαθιά ουμανιστική σκέψη, αλλά και δημιουργία, και πνευματική ανάταση: «Ουλές σημάδια χαρακιές / το σώμα μου εγώ όλα / όλα εγώ με μητρική στοργή / τα επουλώνω». (σελ. 34) Η δε λέξη «υπογονιμότητα» που υποβόσκει σε όλο το βιβλίο, που ιχνηλατείται συνεχώς χωρίς να κατονομάζεται, καταγράφεται μία και μοναδική φορά σε όλη τη συλλογή: «…η υπογονιμότητα – κυρίως αβάσταχτη – / παντού και πάντοτε θα είναι μέλους θηλυκού». (σελ. 37)

Οι αναφορές της ποιήτριας στην πατριαρχία έχουν πιο γενικευμένο και προγραμματικό χαρακτήρα. Εδώ η προσέγγιση νομίζω ότι φαντάζει λιγότερο προσωπική και περισσότερο προβάλλει ως τοποθέτηση αρχής: «Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη / πάνω στη μητρική μου γλώσσα / μα το όνομα του Πατρός και / του Αγίου Πνεύματος / τις καταδυναστεύει / εις τους αιώνας / των αιώνων/ αμύν / ονται». (σελ. 39) Στη συνέχεια, η Ε.Χ. γίνεται ακόμα πιο κατηγορηματική, ρηξικέλευθη και σκληρή: « …μα εγώ, η άνθρωπος ζητούσα / μόνη το ξημέρωμα της νύχτας / σκεφτόμουν πώς / αν είναι δυνατό / τον Λόγο / του Πατέρα / συν Αγία / Πνεύματη / να σκοτώσω / μέσα / μου». (σελ. 41)

Στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής, που φέρει τίτλο «Ένα πολεμικό ανακοινωθέν» η Ε.Χ. επιλέγει να ολοκληρώσει το βιβλίο της με μιας μορφής ανάταση κι ελπίδα που προσωποποιούνται βέβαια με τη φιγούρα ενός παιδιού. Εδώ, και πάλι, έντεχνα και μαεστρικά, συνταιριάζονται με απόλυτη αρμονία η ποιητική με την κύρια θεματική: «…Τι τα θες, η ποίηση πια δεν φτουράει / Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν / τη θλίψη της – τη θλίψη. /  Ύστερα όμως – στ’ ορκίζομαι – / την Κόρη μου θα τη γεννήσω / μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά. / Η κόρη μου – σαν ένα κρίνο – / θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια / διάφανες κλειδώσεις…». (σελ. 45).

Ως κατακλείδα αυτής της παρουσίασης, αν έχω μια επισήμανση – παρότρυνση να κάνω προς την ποιήτρια, αυτή σχετίζεται με την αναγωγή του προσωπικού βιώματος σε συλλογική πραγμάτωση ή έστω σε κάτι ευρύτερο, πέραν των αυτοαναφορικών προδιαγραφών. Φρονώ πως στην υπό αναφορά συλλογή η αναγωγή του προσωπικού σε κάτι το ευρύτερο, αν όχι σε κάτι το συλλογικό, δεν έχει ευοδωθεί στο βαθμό που ενδεχομένως θα μπορούσε. Εάν αυτή η αναγωγή επιτυγχάνονταν σε πληρέστερο βαθμό, πιστεύω ακράδαντα πως το τελικό, συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο ευτυχές.

g.frangos@cytanet.com.cy