Η επιστροφή, έπειτα από 35 χρόνια, του «Σκαθαροζούμη» διά χειρός Τιμ Μπάρτον είναι γεγονός.
Η κωμωδία φαντασίας «Beetlejuice Beetlejuice» βγαίνει από σήμερα και στις κυπριακές αίθουσες, με με τους Μάικλ Κίτον, Γουινόνα Ράιντερ, Τζένα Ορτέγκα, Τζάστιν Θερού, Μόνικα Μπελούτσι, Γουίλεμ Νταφόε κ.ά.
Η επανεμφάνιση έπειτα από πέντε χρόνια του Τιμ Μπάρτον και από το συμπαθές αλλά κατώτερο των προσδοκιών «Ντάμπο», αποτελεί σίγουρα ένα γεγονός για τους σινεφίλ και ειδικά για τους λάτρεις του ιδιόρρυθμου σκηνοθέτη. Έτσι, μετά από 35 χρόνια ο Μπάρτον, αφού εξασφάλισε τη συμμετοχή του Μάικλ Κίτον, πήρε την απόφαση να παρουσιάσει το πολυαναμενόμενο σίκουελ του «Σκαθαροζούμη», κάτι που οι φαν της ταινίας περιμένουν πολλά χρόνια.
Το μελαγχολικό «τερατώδες» και γεμάτο εφιάλτες και όνειρα σινεμά του Τιμ Μπάρτον, έχει τη δική του ιστορία, καθώς τα σκοτεινά πλοκάμια του μυαλού, η δίκαιη και μεγάλη καρδιά του, η ενήλικη παιδικότητα τού ιδιοφυούς σκηνοθέτη έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το σύνολο του έργου του. Κι εδώ, στο σίκουελ της μακάβριας κωμωδίας επανέρχεται με την καρδιά του, μετά την τελματωμένη συνεργασία του με την Disney, ενώ εξαντλεί και την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Αυτή, άλλωστε η νοσταλγία – εντάξει είναι και το βαρύ όνομα του Μπάρτον – έστειλε την ταινία στη Βενετία, με την οποία άνοιξε το φεστιβάλ.
Αρχίζοντας να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας του από εκεί που το άφησε, ο Μπάρτον μας επανασυστήνει τους ήρωές του. Η Λίντια, μεσήλικη πια, έχει τη δική της εκπομπή εξορκισμού φαντασμάτων στην τηλεόραση. Όταν ο πατέρας της σκοτωθεί επιστρέφοντας από ένα ταξίδι, η Λίντια και ο νεαρός και καιροσκόπος αρραβωνιαστικός της, η επαναστατημένη έφηβη κόρη της και η μητριά της Ντίλια θα επιστρέψουν στο πατρικό σπίτι για την κηδεία. Όταν η κόρη της, θα ανοίξει στη σοφίτα την πύλη του άλλου κόσμου, η Λίντια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους δαίμονες και να προστατεύσει την οικογένειά της.
Η νοσταλγική διάθεση του Μπάρτον, η αγάπη του για τον ήρωά του και τις εποχές, που ακόμη το σινεμά ήταν του δημιουργού και αποτέλεσμα ομαδικής συνεργασίας, κάτι που χάρισε πρωτόγνωρη φήμη στο αρχικό φιλμ, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, παρά τις προσδοκίες του σκηνοθέτη. Το φιλμ, διαθέτοντας κάτι από την άχλη της γοτθικής κωμωδίας τρόμου του 1988, τον κόσμο των πνευμάτων και τα υποβλητικά σκηνικά, είναι ιδιαίτερα φιλικό, παρά την πληθώρα και τη φαντασμαγορία των σκουληκιών που πετάγονται από παντού, του λείπει όμως η απαραίτητη αναζωογόνηση, το ξέφρενο αναρχικό χιούμορ, η δύναμη που θα πάει ένα βήμα παραπέρα τον μύθο. Η όποια φρεσκάδα οφείλεται στην παρουσία της επαναστατημένης κόρης της Λίντια, Αστρίντ (Τζένα Ορτέγκα), η οποία λαχταρά να επανασυνδεθεί με τον νεκρό πατέρα της, αλλά και στην παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι, στον ρόλο της πρώην γυναίκας του Σκαθαροζούμη, μια δαιμονική, γεμάτη συνδετήρες, απέθαντη γυναίκα, που ρουφάει ψυχές.
Αντιθέτως, ένα από τα βασικά ατού της πρώτης ταινίας, ο Μάικλ Κίτον – Σκαθαροζούμης, στον οποίο στηρίζονται οι αναμενόμενες ευφάνταστες ανατροπές, που αποτελεί το χειροποίητο εφέ της ιστορίας, φαίνεται ότι έχει εγκλωβιστεί σε ένα κοστούμι που μυρίζει ακόμη ναφθαλίνη, χάνοντας σημαντικό μέρος της συγκίνησης και της διασκέδασης.
Το αποτέλεσμα τελικά, παρά την αξιοπρόσεκτη νοσταλγική και σινεφιλική προσπάθεια του Μπάρτον, είναι απλώς μία καλοστεκούμενη ταινία του είδους, χωρίς καμία ριζοσπαστική νέα κατεύθυνση, χωρίς τελικώς το ζουμί, που πρέπει να διαθέτει μια ταινία και μάλιστα ενός δημιουργού απαιτήσεων.
Η υπόθεση
Μετά από μια αναπάντεχη οικογενειακή τραγωδία, τρεις γενιές της οικογένειας Ντιτζ επιστρέφουν στο Γουίντερ Ρίβερ. Ακόμα στοιχειωμένη από τον Σκαθαροζούμη, η ζωή της Λίντια ανατρέπεται όταν η επαναστάτρια έφηβη κόρη της, η Άστριντ, ανοίγει κατά λάθος στη σοφίτα την πύλη για τον άλλο κόσμο.