Με τη μορφή της ευθείας απειλής εναντίον των εχθρών της Τουρκίας ακούγεται πυκνά συχνά το ρεφρέν ενός τουρκικού τραγουδιού: «Μπορεί να έρθω ξαφνικά ένα βράδυ». Ολοκληρωμένη, η φράση του τραγουδιού είναι: «Μην με καλείς τόσο παθιασμένα (από το βάθος της ψυχής σου), μπορεί να έρθω ξαφνικά ένα βράδυ».
Το τραγούδι γράφτηκε το 1974 από τον Ουμίτ Γιασάρ Ογούζτζαν και από τότε τραγουδήθηκε από πολλούς με τη σημαντική τραγουδίστρια Γκιονούλ Γιαζάρ την τελευταία και σημερινή ερμηνεύτρια. Η ερωτική διάσταση του τραγουδιού είναι προφανής και για δεκαετίες στο ρεφρέν δεν αποδίδονταν καμιά άλλη ερμηνεία. Πόσο δε μάλλον μια πολεμοχαρής ερμηνεία.
Όχι όμως τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξαφνικά από ένα τραγούδι αγάπης το έργο του Ογούζτζαν μετατράπηκε σε απειλή και σε πολιτικό και πολεμικό θούριο. Και με τη σημερινή του προσαρμογή το ρεφρέν, που μετετράπη «θα ρθούμε ξαφνικά ένα βράδυ», συμπεριλαμβάνει όλους τους εχθρούς του κατεστώτος Ερντογάν, ξένους και ντόπιους: Έλληνες, Κούρδους, Αρμένιους, Άραβες, Κεμαλιστές, Γκιουλενιστές, Γιαζίτες, Σιίτες, Τουρκοκύπριους πρόσφατα και, κυριολεκτικά, κάθε αντικαθεστωτικό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Ήττα της Κύπρου στο Στρασβούργο
- Μενέντεζ: Να ενισχύσουμε την ικανότητα της Κύπρου να αμύνεται
- «Η άρση του εμπάργκο δεν στρέφεται εναντίον κανενός»
- Σταθμός η απόφαση για την άρση του αμερικανικού εμπάργκο
Η απειλή αυτή εκφράζεται πάντοτε με ύφος καπάνταη από τον Ερντογάν και τα ογλάνια του, στη διάρκεια παροξυστικών εθνικοφασιστικών παραλληλημάτων. Η πιο πρόσφατη τέτοια περίπτωση ήταν με τον καπάνταη Ερντογάν να απειλεί Κούρδους Έλληνες και Σύρους, με αφορμή τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071: πως θα έρθει ξαφνικά ένα βράδυ να τους σφάξει, εφόσον δεν ξέρουν τη θέση τους και δεν συμπεριφέρονται με ταπεινοφροσύνη και υποτέλεια, έναντι στον ίδιο και στο καθεστώς του.
Με αναπαραγωγή από τον τουρκικό Τύπο γράφθηκε, άκριτα και χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, πως το ρεφρέν χρησιμοποιήθηκε ως απειλή-προειδοποίηση πριν την εισβολή το 1974 και πως το μετέδιδε ο παράνομος σταθμός Μπαϊράκ. Δεν νομίζω να ισχύει κάτι τέτοιο. Μάλλον ως συνηθίζεται, στόχος σήμερα είναι να ξαναγραφτεί η ιστορία της εισβολής ώστε να εξυμνείται, εκ των υστέρων, η τότε σοφία και προβλεψιμότητα του «έθνους-προστάτη» αλλά, και πιο επίκαιρα, να ασκείται η σημερινή καθεστωτική πολιτική.
Είναι γεγονός πως η χρήση του ρεφρέν ως απειλή-προειδοποίηση και ως μορφή ψυχολογικής επιχείρησης πήρε έντονες διαστάσεις επί Ερντογάν. Όμως, αρχικά τουλάχιστον, δεν περιορίζονταν στους ισλαμιστές. Τουλάχιστον σε μια περίπτωση, τον Μάρτιο του 2012, χάκερ που κατέλαβαν τον ιστότοπο της ισλαμιστικής ΜΚΟ (IHD / IHH) -η οποία βρισκόταν πίσω από το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά (31 Μαΐου-1 Ιουνίου 2010) εναντίον του Ισραήλ- άφησαν ως προειδοποίηση το συγκεκριμένο ρεφρέν. Αποδέκτες της απειλής ήταν οι ισλαμιστές οργανωτές του επεισοδίου αλλά και το καθεστώς Ερντογάν, χωρίς την ενθάρρυνση και χρηματοδότηση του οποίου δεν θα υπήρχε το επεισόδιο. Το επεισόδιο υπήρξε καταλυτικό στη διάρρηξη των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, οι οποίες αποτελούσαν το ακρογωνιαίο επίτευγμα των Κεμαλιστών στη Μέση Ανατολή. Ήταν ισλαμιστές οι χάκερς; Μάλλον όχι.
Τον Σεπτέμβριο του 2017, παραμονές του δημοψηφίσματος στο Βόρειο Iράκ, ο Ερντογάν απείλησε τους αυτόνομους Κούρδους του Αρμπίλ με το ρεφρέν, κάτι που έπραξε και τον Φεβρουάριο του 2020 με αναφορά και πάλι στους αυτονομιστές Κούρδους της Βόρειας Συρίας. Από τότε και πάντα με τον Ερντογάν πρωταγωνιστή, ο κάθε ισλαμιστής νταής του καθεστώτος έχει το ρεφρέν στη ημερήσια διάταξη, στοχοποιώντας ανάλογα εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς.
Οι ακατάπαυστες παρεμβάσεις / επεμβάσεις του ισλαμιστικού καθεστώτος μέσα και έξω από τη χώρα υποδηλώνουν βούληση για επεμβάσεις και τη χρήση βίας. Σε ψυχολογικό επίπεδο φραστικές απειλές όπως το συγκεκριμένο ρεφρέν αποσκοπούν στο να πεισθεί η άλλη πλευρά διά του εκφοβισμού της. Έχουμε δηλαδή την άσκηση ψυχολογικής τρομοκρατίας. Υποτίθεται ότι ο αντίπαλος θα τρομάξει διότι ενδέχεται να αιφνιδιαστεί και να υποστεί τις συνέπειες. Γι’ αυτό συμμορφώνεται στη βάση των υποδείξεων… Και ο τρομοκράτης -το καθεστώς Ερντογάν- κερδίζει χωρίς κόστος. Και, καταχειροκροτούμενο από πλήθη ισλαμιστών, χαριεντίζεται δημόσια.
Σήμερα το ρεφρέν του τραγουδιού «Μπορεί να έρθω ξαφνικά ένα βράδυ», παραπέμπει σε νταηλίκια και πολεμοχαρείς συμπεριφορές. Νοηματοδοτεί ακριβώς το αντίθετο που εννοούσε ο ποιητής. Αποτελεί μέρος του πλέγματος των ψυχολογικών επιχειρήσεων του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση ψυχολογικών επιχειρήσεων μπορεί στον μέσο πολίτη να φαντάζει δύσκολη, ακόμη ίσως και αδύνατη. Όμως δεν είναι και ποτέ δεν υπήρξε. Κάθε σοβαρό κράτος -και το μέγεθός του δεν έχει απόλυτα καμιά σχέση με τις δυνατότητές του να ανταποκριθεί- μπορεί να αντιμετωπίσει, να εξουδετερώσει αλλά και να αντιστρέψει τις συνθήκες ψυχολογικών επιχειρήσεων εναντίον του. Και συγκριτικά με τα πολλαπλά έξοδα για να αντιμετωπιστεί ένας εχθρός, όπως π.χ. η Τουρκία, τα ποσά που χρειάζονται είναι πραγματικά αμελητέα.
Οι ισλαμιστές γενικά πάσχουν από τα σύνδρομα της γελατοφοβίας και της σάτιρας. Σε αυτό ο Ερντογάν και οι αυλικοί του κρατούν, κυριολεκτικά, τα σκήπτρα. Έτσι το πεδίο χειρισμού τους σε ψυχολογικό επίπεδο προσφέρεται λαμπρό. Πίσω, βέβαια, από την εξαιρετικά δυνατή προπαγανδιστική εικόνα που προσπαθεί να προβάλει το καθεστώς σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, κρύβεται η αδυναμία του. ΔΕΝ θέλει να εμπλακεί σε ανοιχτή αναμέτρηση, διότι γνωρίζει ότι θα διακινδυνέψει και ίσως χάσει περισσότερα.
Υ.Γ. Αφιερώνω το κείμενο αυτό στον John C. Rouman, Αμερικανό καθηγητή ελληνικής καταγωγής στο University of New Hampshire ΗΠΑ, που έφυγε στις 8 Αυγούστου. Ο καθηγητής Rouman υπήρξε μέντοράς μου και δεκάδων Ελλήνων που φοίτησαν στο πανεπιστήμιο. Καλό σου παράδεισο, Γιάννη. Σε ευχαριστούμε που μας μάθαινες και ανιδιοτελώς μας στήριζες.
wΤα νταηλίκια του Ταγίπ Ερντογάν για ξαφνική επίθεση ένα βράδυ εναντίον της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας και όσων θεωρεί εχθρούς του, δεν είναι τωρινά. O Μάριος Ευρυβιάδης εξηγεί στο κείμενό του πώς ένα τραγούδι αγάπης, ο Τούρκος Προέδρος το μετέτρεψε σε πολεμική απειλή. Καλό είναι να μαθαίνουμε.
Παραγωγή υπακοής και συνήθειας
Μέχρι τώρα, όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η πολιτικήτων απειλών και εκβιασμών του Ερντογάν έχει παράξει αρκετά θετικά αποτέλεσμα. Παράγει δηλαδή τη «συνήθεια» της υπακοής και του συναφούς κατευνασμού, στον επίδοξο ηγεμόνα από τους πολιτισμένους -αλλά τρομοκρατημένους- Ευρωπαίους ή/και ανήμπορους γείτονες που αδυνατούν να αντισταθούν ή/και να αντιδράσουν. Και τίποτα χειρότερο από τη συνήθεια που επηρεάζει τη νοοτροπία ενός λαού δεν υπάρχει. Οι μεν Τούρκοι συνηθίζουν να εκφοβίζουν ή/και να προσφεύγουν σε χρήση βίας όπου μπορούν -όταν και όπου τους παίρνει-, ενώ οι άλλοι υποχωρούν και αντιδρούν όλο και λιγότερο. Ερώτημα: θα δεχόμασταν τα σίριάλ τους τη δεκαετία του 1980 ή τις κινήσεις με τα γεωτρύπανά τους στην Ανατολική Μεσόγειο;