*Του Νίκου Μούδουρου

Ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς και ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας εξετάζει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και ιδιαίτερα τις συγκυρίες επιδείνωσης των σχέσεων της χώρας με την περιφέρειά της, μέσα στο πλαίσιο «εξαγωγής κρίσης». Γενικά η συγκεκριμένη προσέγγιση εστιάζει περισσότερο στις πιθανότητες κλιμάκωσης μιας επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας «προς τα έξω» ως αποτέλεσμα κρίσεων που ξεκινούν ή κορυφώνονται στο εσωτερικό της και με στόχο να αποπροσανατολίσει την κοινωνία. Τέτοια παραδείγματα δεν είναι φυσικά άγνωστα στην παγκόσμια ιστορία. Πολλά κράτη, μεταξύ αυτών και η Τουρκία, σε πολλές συγκυρίες κρίσεων και αποσταθεροποίησης είναι πιθανόν να επιχειρήσουν – ως πολιτική επιλογή – την «εξαγωγή της κρίσης» στο εξωτερικό με την ενεργοποίηση δομών εξουσίας όπως ο στρατός. 

Ωστόσο, η ιστορική εξέλιξη δείχνει επίσης ότι αυτός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης κρίσεων, ούτε και η ενεργοποίηση στρατιωτικής ισχύος είναι το μοναδικό πρόσωπο της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής. Τουλάχιστον στην περίπτωση Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων η κατάσταση είναι πολυσύνθετη. Η αποκάλυψη του περιεχομένου του πρωτόκολλου οικονομικής και δημοσιονομικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και κατεχομένων για το 2022, είναι εξέλιξη που δείχνει διαφορετικές πτυχές στρατηγικών που ενεργοποιεί η Άγκυρα και που φαίνεται να επηρεάζονται καθοριστικά από τις τεκτονικές αλλαγές στο εσωτερικό της. Υπό αυτή την έννοια το κείμενο του πρωτοκόλλου σε συνδυασμό με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κρίσης νομιμοποίησης της εξουσίας Ερντογάν, μπορούν να οδηγήσουν σε μια νέα κατανόηση της σχέσης Άγκυρας – Τουρκοκυπρίων πέραν από τα όρια της εξαγωγής σκληρής ισχύος προς την Κύπρο. Μιας προσπάθειας «εξαγωγής» κηδεμονίας που φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά της διαλεκτικής σχέσης καταστροφής του παλιού στάτους κβο και ανοικοδόμησης ενός νέου. 

Η εξαγωγή μιας κηδεμονίας σε νέο πλαίσιο 

Το συγκεκριμένο κείμενο είναι ενδεικτικό κυρίως για την προσπάθεια δημιουργίας προϋποθέσεων καθιέρωσης «ερντογανικών» χαρακτηριστικών διακυβέρνησης στον πυρήνα μιας άλλης κοινωνίας όπως είναι η τουρκοκυπριακή. Συνεπώς αυτό που συμβαίνει στα κατεχόμενα τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλά η κατασκευή μιας κρίσης με στόχο τον αποπροσανατολισμό από τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας. Περισσότερο πρόκειται για μια πολύπλοκη και δύσκολη εξαγωγή του «εαυτού της Τουρκίας του Ερντογάν» με στόχο την ανατροπή σχεδόν όλων των βασικών δομών που εμφανίστηκαν μετά την εισβολή του 1974. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα οικονομικά και δημοσιονομικά πρωτόκολλα ως μορφή ελέγχου και πειθάρχησης των Τουρκοκυπρίων, δεν είναι επινόηση της κυβέρνησης Ερντογάν. Όμως είναι γεγονός ότι τα πρωτόκολλα της εποχής του Ερντογάν, ιδιαίτερα από ένα σημείο και μετά, δηλώνουν πιο ξεκάθαρα το εύρος του κοινωνικού μετασχηματισμού που επιδιώκεται. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που η δημοσίευση των συγκεκριμένων κειμένων μετατράπηκαν σε στιγμές χαρακτηριστικής έντασης στις σχέσεις τμημάτων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με την Τουρκία. 

Βασικά χαρακτηριστικά του πρωτοκόλλου

Η προσεκτική μελέτη των κύριων προνοιών του πρόσφατου πρωτοκόλλου, δίνει τουλάχιστον την πρώτη αίσθηση του μετασχηματισμού που επιδιώκεται. Λαμβανομένου υπόψη ότι η εφαρμογή των προνοιών είναι θέμα που εξαρτάται από την εξέλιξη της αντιπαράθεσης που βιώνει σήμερα η τουρκοκυπριακή κοινότητα, τότε γίνεται κατανοητό ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι μια περίοδος πολιτικού χάους και ανακατατάξεων.  

Ο κοινοβουλευτισμός ως εμπόδιο: Μια βασική πτυχή του πρωτοκόλλου οικονομικής και δημοσιονομικής συνεργασίας του 2022 είναι η πρόνοια για έναρξη των διαδικασιών αλλαγής στο μοντέλο διακυβέρνησης των κατεχομένων. Χωρίς να κατονομάζεται ξεκάθαρα, ο κύριος προσανατολισμός είναι η εισαγωγή του προεδρικού συστήματος. Στο σημείο αυτό το πρωτόκολλο επικεντρώνεται στην αδυναμία και την αναποτελεσματικότητα των «κυβερνήσεων» και τις παρουσιάζει ως προϊόν του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο προσανατολισμός αυτός είναι σημαντικός γιατί θέτει ως στόχο την ανατροπή της «γραμμής άμυνας» που οικοδομούν τουρκοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις στη βάση της πολιτικής ισορροπίας εντός «βουλής». Πολλές φορές η «βουλή» λειτούργησε με τρόπο που να ανατρέπει σχεδιασμούς όπως για παράδειγμα η αλλαγή του νόμου για τις υπηκοότητες και διαμέσου του η μαζικοποίηση πολιτογραφήσεων εποίκων.

Το συνδικαλιστικό κίνημα ως βασικός πυρήνας αντιπολίτευσης: Στο κεφάλαιο για την «αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση» εισέρχεται και ο στόχος περιορισμού της δραστηριότητας του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι τυχαία και συνδυάζεται απόλυτα με την προαναφερθείσα προσπάθεια κατάργησης κοινωνικών δομών τουρκοκυπριακής εξουσίας που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο σε σύντομο χρονικό διάστημα θα πρέπει να ληφθούν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και νομικών ρυθμίσεων, για την παρεμπόδιση των πολιτικών και ιδεολογικών δραστηριοτήτων των συντεχνιών. Εάν υιοθετηθεί μια τέτοια πρόνοια θα σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον η πολιτική δραστηριότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και η παρέμβαση του στις εξελίξεις που αφορούν γενικότερα στο κυπριακό πρόβλημα, θα ποινικοποιηθεί. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αποδυνάμωσης του συνδικαλιστικού κινήματος εντάσσονται και οι πρόνοιες για την κατάργηση της αυτόματης ανανέωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και των προνοιών περιορισμού του δικαιώματος συνάθροισης και διαδήλωσης.

Αλλαγή στο τοπίο της «δημόσιας υπηρεσίας» και της εκπαίδευσης: Ένα σημαντικό προπύργιο τουρκοκυπριακής παρουσίας ήταν η «δημόσια υπηρεσία». Μάλιστα από το 1975 και μετά πολλά οργανωμένα τμήματα της κοινότητας επιδίωκαν και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερναν να αναπαράγουν το «πολιτισμικό τους κεφάλαιο» απέναντι στους έποικους, μέσα από την εργοδότηση στο «δημόσιο». Σύμφωνα με το νέο πρωτόκολλο, απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία των κατεχομένων θα πρέπει να περάσει υπό τον έλεγχο Τεχνικής Επιτροπής της Τουρκίας. Με αυτό το μέτρο επιδιώκεται να ανοίξει ο δρόμος σε διευκόλυνση εργοδότησης στο δημόσιο εποίκων (που έχουν την υπηκοότητα του ψευδοκράτους), οι οποίοι παρεμποδίζονταν κυρίως πολιτικά, μέσα από την  ισχυρή τουρκοκυπριακή παρουσία σε αρμόδιες επιτροπές και συμβούλια. Ως προέκταση στρατηγικής σημασίας του προαναφερθέντος είναι και ο στόχος για τροποποίηση του νόμου περί εκπαιδευτικών σε ό,τι αφορά στα κριτήρια εισόδου στο επάγγελμα. Αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της αγωνίας της Άγκυρας για σπάσιμο του «τουρκοκυπριακού μονοπωλίου» στο επίπεδο των δασκάλων και καθηγητών, το οποίο δημιούργησε ιστορικά και τις γνωστές συνδικαλιστικές παραδόσεις. Ο βασικότερος στόχος της κυβέρνησης Ερντογάν είναι το «άνοιγμα» της εκπαίδευσης στην παρουσία εκπαιδευτικών από την Τουρκία, κάτι που μελλοντικά θα αμφισβητήσει τους μέχρι σήμερα προσανατολισμούς και πολιτικές αξίες που προσέδωσαν οι Τουρκοκύπριοι στον συγκεκριμένο τομέα. 

Ιδιωτικοποιήσεις και ολοκλήρωση του ελέγχου στην ενέργεια: Στο πρωτόκολλο του 2022 επαναφέρεται η παλαιότερη επιδίωξη για αναδόμηση της «αρχής ηλεκτρισμού», με διαχωρισμό της παραγωγής, μεταφοράς και διανομής του ηλεκτρισμού. Αυτό θεωρείται το πρώτο βήμα για την ιδιωτικοποίηση του ηλεκτρισμού που μέχρι σήμερα συναντούσε οργανωμένες αντιδράσεις από τουρκοκυπριακά σύνολα. Στο ίδιο κεφάλαιο περιλαμβάνονται ιδιωτικοποιήσεις των λιμανιών. Η σημαντικότητα αυτών των στόχων απορρέπει από τον συμπληρωματικό χαρακτήρα τους σε σχέση με τον προηγούμενο μετασχηματισμό στο ζήτημα του νερού. Μετά την επέκταση του ελέγχου τουρκικών κεφαλαίων στη διαχείριση των υδάτινων πόρων των κατεχομένων, η πιθανότητα ιδιωτικοποίησης του ηλεκτρισμού θα συμπληρώσει την τουρκική παρουσία σε όλο σχεδόν το φάσμα ενός στρατηγικού τομέα όπως η ενέργεια.

Η μεταφορά του οικονομικού μοντέλου και η δημογραφική αλλαγή: Σημαντική πρόνοια του πρωτοκόλλου είναι ο στόχος επέκτασης της χρήσης της Τουρκικής Λίρας (Τ.Λ). Η πρόνοια αυτή εξαιρεί στο παρόν στάδιο το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας – κατεχομένων και συνεπώς θα δημιουργήσει προοπτικές περεταίρω υπερχρέωσης της κοινότητας έναντι στην Τουρκία. Την ίδια όμως στιγμή, η επιδιωκόμενη επέκταση της χρήσης της Τ.Λ θα προκαλέσει και αναδιαμόρφωση των κοινωνικών ισορροπιών υπέρ εκείνων των στρωμάτων που δεν έχουν δυνατότητες δανεισμού σε ξένο νόμισμα και εναντίον εκείνων των στρωμάτων που έχουν δάνεια και δραστηριότητες σε ξένο νόμισμα. Παράλληλα όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση της χρήσης της Τ.Λ σε συνδυασμό με τις πρόνοιες για αναβάθμιση της τοπικής βιομηχανικής παραγωγής, σημαίνει ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι η καθιέρωση της φτηνής εργατικής δύναμης μέσα από την έλευση κλάδων έντασης εργασίας. Δηλαδή εκείνων των κλάδων στους οποίους κυριαρχεί η επιχειρηματική τάξη που στηρίζει την σημερινή εξουσία στην Τουρκία. Όλα τα προαναφερθέντα συμπληρώνονται από την επιδίωξη για μείωση των περιορισμών που έχουν σήμερα οι Τούρκοι υπήκοοι στην αγορά ακινήτων, όπως και η διευκόλυνση των επενδύσεων τους στην τοπική βιομηχανία και το εμπόριο. Επομένως στο επίπεδο της οικονομίας η αλλαγή που θέλει η Άγκυρα περιλαμβάνει όχι μόνο την αντιγραφή του δρόμου οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθεί η ίδια, αλλά και την περαιτέρω ανατροπή των οικονομικών ισορροπιών εναντίον της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.  

Ταυτόχρονα υπάρχει η πρόνοια για αλλαγές στο νόμο περί υπηκοοτήτων με στόχο την διευκόλυνση των πολιτογραφήσεων. Η σημασία που αποδίδει η Άγκυρα σε αυτές τις αλλαγές φαίνεται και από τον χαρακτήρα επείγοντος αφού απαιτεί όπως ολοκληρωθεί η αλλαγή μέχρι και το τέλος Μάϊου 2022. Υπενθυμίζεται ότι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η εν λόγω νομοθεσία ήταν σημαντικό στοιχείο ρήξης με την κυβέρνηση Ερντογάν.  

Αντικαθιστούν την τ/κυπριακή κοινότητα με δεκανίκια της Άγκυρας

Όπως είναι γνωστό, η δημοσιοποίηση του πρωτοκόλλου προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Πολλοί δημοσιογράφοι και ακτιβιστές το ονόμασαν «πρωτόκολλο εξολόθρευσης» της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τέτοιες φράσεις παραπέμπουν ακριβώς στο εύρος των στόχων που θέτει το πρωτόκολλο και που αγγίζουν σχεδόν κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής των Τουρκοκυπρίων. 

Η βασικότερη πηγή ανησυχίας για το μέλλον δεν περιορίζεται στα θέματα οικονομικής λιτότητας ή δραστικής αύξησης του ελέγχου της πολιτικής ζωής. Από το περιεχόμενου του πρωτοκόλλου φαίνεται ότι ο σχεδιασμός αφορά στο «προσπέρασμα» της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της αντικατάστασης όλων των οργανωμένων μορφών της με νέους δρώντες τουρκικών προσανατολισμών. Σε αυτό το πλαίσιο η χρονική συγκυρία και ο βαθμός επιτυχίας ή αποτυχίας εφαρμογής αυτών των μέτρων, είναι στοιχεία με ιδιαίτερη σημασία. Η εξουσία Ερντογάν στην Τουρκία ετοιμάζεται να δώσει την πιο κρίσιμη μάχη της εικοσαετίας στις επερχόμενες εκλογές. Η αναπαραγωγή της εξαρτάται πλέον σε απόλυτο βαθμό από την θεμελίωση του αυταρχισμού. Εκείνο λοιπόν που διαδραματίζεται σήμερα στα κατεχόμενα είναι ένας μικρός αντικατοπτρισμός των προτεραιοτήτων του Ερντογάν, οι οποίες έχουν εγκλωβιστεί στην αγωνία περιθωριοποίησης των εστιών αμφισβήτησης του. Παράλληλα όμως εξαιτίας της ανυπαρξίας εξελίξεων στο Κυπριακό, το σημείο καμπής που συνιστά το κείμενο του πρωτοκόλλου σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με την ένταση της διαδικασίας μιας ντε φάκτο προσάρτησης και συνεπώς νέων δεδομένων σε μια πιθανή επανέναρξη συνομιλιών.

Στο πρωτόκολλο του 2022 υπογραμμίζεται ο στόχος της συγκέντρωσης όλων των θρησκευτικών υπηρεσιών κάτω από μία στέγη σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο. Παρόλο που η τάση ενίσχυσης της θρησκείας στο δημόσιο χώρο των κατεχομένων αποτελεί μια μόνιμη πηγή αντιπαραθέσεων με την Άγκυρα, εντούτοις στο νέο πρωτόκολλο εκείνο που ξεχωρίζει είναι η προσπάθεια αφαίρεσης της μέχρι σήμερα επιρροής που είχαν οι Τουρκοκύπριοι στο βαθμό υλοποίησης των συγκεκριμένων μέτρων. Με αυτό τον τρόπο καταγράφεται η ολοκληρωτική έλλειψη εμπιστοσύνης της Άγκυρας προς το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα για το ζήτημα της θρησκείας. Πέραν της δημιουργίας νέων θεσμών μακριά από την τουρκοκυπριακή επιρροή, σε αυτό το επίπεδο η Άγκυρα επιδιώκει την επέκταση του άμεσου ελέγχου της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων του τουρκικού κράτους στην αντίστοιχη των κατεχομένων.

*Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Κύπρου