Κατάγεται από την Πάφο, είναι γιος ενός εκ των πλέον φημισμένων Δημάρχων που είχε ποτέ η Πάφος με έργα που φέρουν μέχρι σήμερα το όνομά του, διετέλεσε πρεσβευτής της Κύπρου στην Ουάσιγκτον, μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη και Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1975 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο, με το ανώτερο παράσημο του Ταξιάρχου του Τάγματος του Φοίνικος, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του προς την Ελλάδα για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Σήμερα η αναφορά στο πρόσωπό του είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, λόγω της συνεχούς παράνομης και προκλητικής δράσης της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ. Και αυτό, αφού ο περί ου ο λόγος Πρέσβης Ανδρέας Ιακωβίδης, είναι ο άνθρωπος ο οποίος υπέγραψε τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Τζαμάικα το μακρινό 1982. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έτοιμος να πάει ταμείο για είσπραξη ο Ερντογάν

Με αφορμή τα όσα γίνονται τα τελευταία χρόνια στην ΑΟΖ της Κύπρου και των γειτονικών κρατών εξαιτίας της μόνιμης καταπάτησης του διεθνούς δικαίου από πλευράς Άγκυρας, ο κ. Ιακωβίδης παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στον «Φ» για τις σημαντικές συνέπειες της πράξης εκείνης και για όλα όσα συμβαίνουν σήμερα σε σχέση με την κυριότητα των θαλασσών.

Από την υπογραφή της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας, κ. Πρέσβη, πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα και πώς έχει η κατάσταση σε θέματα ΑΟΖ, που είναι σήμερα πολύ επίκαιρο θέμα για την Κύπρο;

«Από την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, έχει γενικά αναγνωριστεί ότι με τη συμμετοχή ως συμβαλλομένων μερών 168 κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πρόνοιες της Συνθήκης έχουν αποκτήσει την ισχύ του Εθιμικού Δικαίου και αναγνωρίζονται ως δεσμευτικές για όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας.

Όταν γειτονικές χώρες έχουν διαφορές ως προς τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) ή των άλλων ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας, σε ένα μεγάλο ποσοστό που αγγίζει το 80% διευθετούνται με συμφωνία ύστερα από διαπραγματεύσεις στη βάση της μέσης γραμμής. Αυτό έγινε στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις συμφωνίες με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007) και το Ισραήλ (2010).

Όταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων, ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσης της διαφοράς είναι μέσω αναφοράς σε ένδικα μέσα, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και η επιδιαιτησία.»

– Τι γίνεται με την περίπτωση της Τουρκίας, η οποία είναι από τις λίγες χώρες που δεν υπέγραψε τη Συνθήκη και αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ;

«Η Διάσκεψη, υιοθετώντας το άρθρο 121, αποδέχθηκε πλήρως τις θέσεις μας και απέρριψε τις τουρκικές βάσει των οποίων τα δικαιώματα των νησιών σε ζώνες θαλάσσιας δικαιοδοσίας πρέπει να εξαρτώνται από παράγοντες όπως το μέγεθος, ο πληθυσμός, η γειτνίαση με άλλες χώρες.

Η μόνη εξαίρεση, που δεν έχει πρακτική σημασία, είναι ότι οι νήσοι που δεν είναι παρά «βράχοι», δικαιούνται μόνο σε χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων. Η ΑΟΖ είναι δημιούργημα της Συνθήκης του 1982, αφού η αιγιαλίτιδα ζώνη και η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα προϋπήρχαν. Η Τουρκία, αφού απέτυχε σε αυτή την επιδίωξη, επανήλθε με τον ισχυρισμό ότι το να έχουν πλήρη δικαιώματα οι νήσοι, ισχύει μόνο σε ανοικτούς ωκεανούς όπου η επέκταση στα 200 ναυτικά μίλια δεν επηρεάζει άλλα κράτη και ότι σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, όπως η Μεσόγειος, πρέπει να ισχύουν ειδικοί κανόνες.

Και σε αυτή την επιδίωξη, η Τουρκία απέτυχε μετά τη σθεναρή αντίδραση διαφόρων χωρών μεταξύ των οποίων και η Κύπρος.

Κατά συνέπεια, μπορεί μεν η Τουρκία να καταθέτει ρηματικές διακοινώσεις στη Γραμματεία του ΟΗΕ, αμφισβητώντας τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ΑΟΖ, αλλά οι θέσεις αυτές αντίκεινται στις πρόνοιες της Συνθήκης, οι οποίες έχουν την ισχύ Εθιμικού Δικαίου.»

– Ποια πρέπει να είναι η επιλογή Ελλάδος και Κύπρου σε αυτές τις τουρκικές μεθοδεύσεις; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η προσφυγή στη Χάγη είναι επίφοβη διαδικασία, με την έννοια της τήρησης ίσων αποστάσεων από το όργανο αυτό.

«Ελλάδα και Κύπρος πρέπει αναμφισβήτητα να εμμείνουν σταθερά στα δικαιώματα που τους παρέχει το Διεθνές Δίκαιο, όπως εκφράζεται μέσω των προνοιών της Συνθήκης του 1982. Κάποια άρθρα είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, κάποια άλλα όμως όπως το 74 και το 83, περί οριοθέτησης ΑΟΖ και ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας αντίστοιχα, εμπεριέχουν το στοιχείο της “εποικοδομητικής ασάφειας” και υιοθετήθηκαν ως συμβιβαστική φόρμουλα προς το τέλος της Διάσκεψης.

Τα άρθρα αυτά παρέχουν στο Δικαστήριο την ευχέρεια να αποστούν από το αντικειμενικό κριτήριο της μέσης γραμμής για να φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα δίκαιο. Η μέχρι τώρα πρακτική έχει καταλήξει μεν ότι το Δικαστήριο ξεκινά με βάση τη «μέση γραμμή», αλλά μετά εξετάζει τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης ώστε να καταλήξει σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα.

Εκείνο που κατά την άποψή μου είναι βέβαιο, είναι ότι οι σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης δεν υπόκεινται σε αμφισβήτηση από οποιοδήποτε Δικαστήριο. Τα άρθρα 74 και 83 εμπεριέχουν ένα στοιχείο υποκειμενικότητας, αλλά και πάλι υπάρχουν τα νομικά επιχειρήματα πάνω στα οποία μπορεί να στηριχθεί η υπόθεση της Ελλάδος και της Κύπρου.»

Ο φυσικός πλούτος ανήκει στην Κυβέρνηση του αναγνωρισμένου κράτους

Με τη διαδικασία εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πλήρη εξέλιξη, καθίσταται σήμερα σαφές στον καθένα για ποιο λόγο η υπογραφή της συμφωνίας του 1982 και η υιοθέτησή της από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών του ΟΗΕ πολεμήθηκε λυσσαλέα από την Τουρκία, τονίζει ο Πρέσβης Ιακωβίδης.

«Μέχρι σήμερα, σε κάθε ετήσια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ», επισημαίνει, «η Τουρκία έχει σταθερά αρνητική θέση στο θέμα αυτό. Η ΑΟΖ είναι ένας θεσμός που ουσιαστικά δημιουργήθηκε από τη συνθήκη εκείνη. Και η οποία έδωσε τη δυνατότητα να έχουμε κυριαρχικά δικαιώματα σε αυτή τη ζώνη, πέραν της κυριαρχίας που έχουμε εντός των 12 ναυτικών μιλίων.»

Ο κ. Ιακωβίδης επισημαίνει ότι σαφώς οι Τουρκοκύπριοι ως τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας θα δικαιούνται να απολαύσουν τους καρπούς των φυσικών της πόρων, όταν αυτοί φθάσουν σε στάδιο εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο μιας λύσης του Κυπριακού.

«Είναι όμως πρωτάκουστο στο διεθνές δίκαιο», τονίζει, «να υπάρχει ο ισχυρισμός ότι κοινότητες ή εθνότητες εντός ενός κράτους δικαιούνται τους φυσικούς πόρους του κράτους αυτού. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα δικαιούντο οι Κόπτες της Αιγύπτου, π.χ., οι Μαρωνίτες στο Λίβανο, οι Μουσουλμάνοι στις Ινδίες και οι Κούρδοι στην ίδια την Τουρκία.

Είναι πρωτάκουστοι οι λεκτικοί αυτοί ακροβατισμοί. Ο φυσικός πλούτος ενός τόπου ανήκει στην Κυβέρνηση του αναγνωρισμένου κράτους.»