Το πολυσήμαντο και μοναδικό της έργο της Ελένης Νικήτα για την πολυτιμότητα της τέχνης της Κύπρου αποκτά σήμερα μια ιδιαίτερη σημασία.  

Η ξαφνική για τους πολλούς έξοδός της από τα εγκόσμια, ενεργοποίησε σε όλους μια αγωνία πρωτόγνωρη και μας ανάγκασε να στρέψουμε τα μάτια μας στο κενό που αφήνει. Σπάνια στον παρεξηγημένο αναπτυξιόπληκτο μικρόκοσμο του νησιού μας ένας άνθρωπος αφιερώνεται εξολοκλήρου στην Τέχνη με Τ κεφαλαίο. Ως κεφάλαιο ζωής και πράξης. Χωρίς αποκλεισμούς, υπολογίζοντας ως μοναδική και πολύτιμη την κάθε μορφής τέχνη. 

Η τέχνη μας είναι βαθιά και ταυτόχρονα επιφανειακή, άπειρη και συγκεκριμένη όπως κάθε ανθρώπινη έκφραση, ατέλειωτη και στιγμιαία όπως τα τοπία του Τηλέμαχου Κάνθου ή του Χριστόφορου Σάββα. Είναι διαχρονική και ρέουσα όπως οι Κύπριοι χωριάτες του Γ.Π. Γεωργίου, είναι πέτρινη και αγγελική όπως η καρδιά του Άγγελου Μακρίδη, αναπάντεχη και γήινη όπως οι ηφαιστειακές απεικονίσεις του Θεόδουλου Γρηγορίου και τα κεντημένα πουλιά της Μαρίας Λοϊζίδου! 

Η τέχνη μπορεί να είναι λαϊκή και παιγνιδιάρικη όπως την ζωγραφίζει ο Κκάσιαλος, μπορεί όμως να είναι θεόσταλτη ή και αχειροποίητη όπως την εκφράζει ο αγιογράφος της Παναγίας της Αρακιώτισσας. Η τέχνη είναι μια μυστηριακή πράξη για τους πολλούς, μια εξιλέωση για τους λίγους και μια ανάγκη για τους αιωνίως ανήσυχους. Είναι ταυτόχρονα και απελευθέρωση και εξάρτηση, επιβεβαίωση και υπενθύμιση μιας πρόσκαιρης ύπαρξης και ηθελημένης κατάθεσης. 

Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η Ελένη καθώς έβλεπα το προφητικό έργο της Λυσιώτισσας Μαρίας Χατζητοφή που απεικονίζει την Άχνα.

Τίποτα δε χάνεται, είπα μέσα μου… Ένα αχειροποίητο αέρινο κέντημα για το υπόλειμμα του βωβού και μαραζωμένου χωριού, κάτω από το οποίο υφαίνεται ένας τεράστιος ιστός αράχνης που ξεκινά και καταλήγει εκεί που ήταν κάποτε η ζωή και η χαρά. Ένας προσωρινά δυσνόητος υπόγειος κόσμος που δεν παύει να υπάρχει σηματοδοτώντας μελλούμενα, παρουσία, δημιουργία και επάνοδο. Αυτή είναι η τέχνη του τόπου μας, γι’ αυτά μιλούσε, γ’ αυτά έγραφε η Ελένη, αυτή είναι η ιδιαιτερότητά και η δύναμή μας. 

Η Ελένη Νικήτα, αφού γνώρισε τι σημαίνει ευρωπαϊκή τέχνη και απάντησε στα γιατί της Αναγέννησης και της Φλαμανδικής σχολής, επέστρεψε οίκαδε και μελέτησε τους καλλιτέχνες και το τοπίο της Κύπρου. Η ερευνητική σπουδή που μας άφησε είναι  συμπαντική, αγγίζει τα πάντα, τα γύρω και τα έσω, τα κρυφά και τα ανοιχτά, τα υπονοούμενα και τα υπεριπτάμενα, τα αληθινά και τα ψεύτικα. Αναγνώρισε τις ιδιαίτερες υφάνσεις αυτών της Μεσαορίας, των ανυπόταχτων θαλασσινών και των ξεμακρυσμένων ορεσίβιων, των άλλων που ανάγνωσαν την ιστορία πριν την ιστορία!

Η ζωή της αναλώθηκε στη γνωριμία και στη στήριξη των καλλιτεχνών και των «πατέρων» και αυτών που ακολούθησαν! Πέρασε ώρες ατέλειωτες κουβεντιάζοντας με τον Διαμαντή για την ανάγκη του «Κόσμου της Κύπρου», είχε γνώση ουσιαστική και αντικειμενική, όχι μόνο που πολιτικού και κοινωνικού περίγυρου, είχε μια ευρεία αντίληψη και απόλυτη αποδοχή για τούτη την «ελεύθερη και αέναη» ανθρώπινη δημιουργία, είτε αυτή ανήκε στο παρελθόν ή στο τώρα ή και στο απώτερο μέλλον. 

Μέσα από τον ήρεμο, μειλίχιο, ισορροπημένο και κυρίως γνωστικό της λόγο κατάφερε να αποδείξει μέσα από το έργο της τη μοναδικότητα και την «πολυτιμότητα» της Κυπριακής τέχνης. Κατάφερε να πείσει για την ανάγκη γνωστοποίησή της στο ευρύτερο κοινό, έφερε στο προσκήνιο και την επικαιρότητα καλλιτέχνες όπως τον «γηγενή και παγκόσμιο» Γ.Π. Γεωργίου, τον Χριστόφορο Σάββα, τον Διαμαντή, τον Κάνθο, τον Βαλεντίνο και τόσους άλλους. Επιμελήθηκε εκθέσεις, δούλεψε για την εκπροσώπηση της Κύπρου στη Μπιενάλε, στήριξε νέους καλλιτέχνες, κυρίως έπεισε κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς να αναλάβουν σημαντικές εκδόσεις για την ιστορία της Τέχνης. Αυτά έμειναν σήμερα ως τεράστια παρακαταθήκη, παρέα με την αρχοντιά και την ευγένειά της, το μειλίχιο του χαρακτήρα και το χαμόγελο της.

Η Ελένη Νικήτα πατούσε γερά στα χώματα της γης της. Δεν ήταν ανασφαλής στη ζωή της, αναγνώριζε την αυθεντικότητα και τη δυναμική, αλλά και τις ιδιομορφίες του τόπου. Είχε αυτογνωσία και περηφάνια, μια απόλυτη εμπιστοσύνη κι ένα σεβασμό για την κρυφή δύναμη του δημιουργικού κόσμου της Κύπρου.

Ανήκε στη γενιά που μεγάλωσαν με τα βιώματα του απελευθερωτικού αγώνα, της γέννησης και των πρώτων βημάτων της νεοσύστατης Δημοκρατίας, της καταστροφής του ’74.  Πέρασε από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας των Πολιτιστικών τότε Υπηρεσιών, ήξερε τις δυσκολίες και τα εμπόδια μιας κοινωνίας η οποία σπάνια αναγνώρισε ή στήριξε ουσιαστικά τη σημασία του πολιτισμού και των ανθρώπων του.

Υπήρξε ένας άνθρωπος απίστευτα ελεύθερος, δημιουργικός και σπάνιος μέσα στην κοινωνία της πρωτεύουσας που ξυπνούσε από τον λήθαργο της αποικιοκρατίας. Μια γόνιμη περίοδος με καθηγητές και καθηγήτριες τέχνης που άφησαν αχνάρια στα γυμνάσιά μας, τυχεροί εκείνοι που θυμούνται την Ελενίτσα ως Άννα Φράνκ με τον Άκη Ζαμπάρτα, τυχερές οι συμμαθήτριες της, τα παιδιά και τα εγγόνια της και εμείς όλοι που κάποια στιγμή της ζωής μας ανταμώσαμε με το χαμόγελο και τις γνώσεις της. 

Άφησε ρίζες η Ελένη, με την ίδια ενσυναίσθηση καθήκοντος που κέντησε τις ρίζες η Μαρία Χατζητοφή κάτω από την κατεχόμενη Άχνα[1].  

Έκθεση της Μαρίας Χατζητοφή στη Γκαλερί Ρουαν στη Λεμεσό μέχρι τα μέσα Μαΐου.

Ελεύθερα, 28.4.2024