Η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% το 2023, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ​όπως δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στην 90η γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ.

Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη, ενώ ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Η ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη του 2023 έναντι προηγούμενων εκτιμήσεων οφείλεται στη μεταφερόμενη δυναμική (carry over effect) για το τρέχον έτος με βάση την καλύτερη επίδοση της οικονομίας το 2022.

Ο γενικός πληθωρισμός, αν και θα παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μόλις 52 τα πράσινα κτίρια στην Ελλάδα

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο. Η αναμενόμενη αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης θα επιδράσουν ανασχετικά στις εισαγωγές αγαθών. Παράλληλα, η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας – έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό – θα έχει θετική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, με την άρση των έκτακτων μέτρων στήριξης, αναμένεται να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το 2023 ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ, ύστερα από τρία συνεχόμενα έτη ελλειμμάτων. Σημειώνεται επίσης ότι θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα ακόμη και σε διαρθρωτικούς όρους, αφαιρώντας δηλαδή τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου και των έκτακτων μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι η διάρθρωση του προϋπολογισμού είναι τέτοια ώστε να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων, γεγονός που είναι απόρροια της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών. Η ικανότητα της χώρας να παράγει μόνιμα διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής και, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους/ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.