Απεβίωσε πρόσφατα ο Περουβιανός διπλωμάτης και πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Πέρεζ ντε Κουεγιάρ. Με αφορμή το θάνατο του, υπήρξαν διάφορες δηλώσεις, δημοσιεύματα και αναφορές σε ό,τι αφορά την εμπλοκή του στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού. Στις 25 Ιουλίου του 1989 ο Πέρεζ ντε  Κουεγιάρ, υπέβαλε πρόταση λύσης του Κυπριακού, γνωστή και ως «Δέσμη Ιδεών». Είχαν προηγηθεί οι «Δείκτες ντε Κουεγιάρ», το 1983.

Επειδή κάποιοι, επιμένουν στην περίφημη θεωρία των «χαμένων ευκαιριών» και σε αυτές περιλαμβάνουν και το Σχέδιο ντε Κουεγιάρ, παραθέτουμε πιο κάτω το υπόμνημα των αείμνηστων καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλου Μάνεση, Δημήτρη Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου, επί του Σχεδίου, που υποβλήθηκε προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου και στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Το έγγραφο – υπόμνημα των τριών διαπρεπών καθηγητών, κοινοποίησε στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου ο αείμνηστος Μιχαλάκης Α. Τριανταφυλλίδης.

Το υπόμνημα των καθηγητών Αριστόβουλου Μάνεση, Δημήτρη Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου, για τα συνταγματικά θέματα που τίθενται από το Σχέδιο ντε Κουεγιάρ για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος αναφέρει:

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
Η ιστορία γενικά, ιδίως όμως η πρόσφατη κυπριακή ιστορία, δεν επιτρέπει ψευδαισθήσεις. Συνταγματική λύση που θα απομακρύνεται και μάλιστα δραστικά, από τις αρχές αυτές, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Όχι μόνο επειδή θα τις παραβίαζε, αλλά και επειδή θα βρισκόταν σε κατάφωρη αντίθεση με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και θα αποτελούσε επί πλέον κραυγαλέα αδικία για τον Κυπριακό λαό. Τρεις είναι οι αρχές, των οποίων η παραβίαση –αλλοίωση ή παραμόρφωση- υποθηκεύει θανάσιμα την προτεινόμενη λύση, δυσχεραίνοντας ή ματαιώνοντας τη λειτουργία και τελικά την ύπαρξη του Κυπριακού Κράτους: 
α) η δημοκρατική αρχή, 
β) η ομοσπονδιακή αρχή και 
γ) η αρχή του κράτους δικαίου. 

Στις σκέψεις που ακολουθούν σχολιάζουμε το Σχέδιο ντε Κουεγιάρ ως προς τον βαθμό παραβίασης –αλλοίωσης ή παραμόρφωσης- τους.

ΙΙ) Η δημοκρατική αρχή

1. Στο  σχέδιο δεν γίνεται πουθενά ρητά λόγος για τη δημοκρατική αρχή και ιδίως ως αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η παράλειψη είναι κάθε άλλο παρά τυχαία. Είναι αντίθετα ηθελημένη, έρχεται δε να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η πολιτεία συγκροτείται με εν επιγνώσει παράκαμψη του κανόνα της πλειοψηφίας, χωρίς τον οποίον είναι πρακτικά αδύνατη η λειτουργία της δημοκρατικής αρχής.
2. Στην οργάνωση της κρατικής εξουσίας –όπως προδιαγράφεται στο Σχέδιο- παραγκωνίζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Σε αυτήν αντιπαρατίθεται και μάλιστα ως υπερέχουσα, η αρχή της πολιτικής ισοτιμίας των δύο κοινοτήτων ή, κατά την προσφιλή διατύπωση της τουρκικής πλευράς, η «αρχή του ισότιμου συνεταιρισμού». Πρόκειται για δύο αντιτιθέμενες και αλληλοαναιρούμενες αντιλήψεις, στις οποίες επικεντρώθηκε άλλωστε, άμεσα ή έμμεσα, η διαμόρφωση των βασικών θέσεων των δύο κοινοτήτων. Ειδικότερα, η ελληνοκυπριακή κοινότητα υποστήριξε πάντοτε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, προέβαλε αντίθετα -πρώτα με νεφελώδη και αργότερα με σαφέστερη διατύπωση- τη δόμηση της εξουσίας με άξονα την αρχή του «ισότιμου συνεταιρισμού». Είναι χρήσιμο να διευκρινισθεί η έννοια και το περιεχόμενο αυτής της αρχής: παραβλέποντας τη μεγάλη πληθυσμιακή διαφοροποίηση των δύο κοινοτήτων (χονδρικά: 82% Ελληνοκύπριοι, 18% Τουρκοκύπριοι), η αρχή αυτή αφ’ ενός μεν υποδηλώνει την ισότιμη προέλευση της εξουσίας από τις δύο κοινότητες, αφ’ ετέρου δε συνεπάγεται την ισότιμη, κατά βάση, κατανομή της εξουσίας μεταξύ των εκπροσώπων τους.
3. Η ασυμβατότητα αυτής της «συνταγματικής κατασκευής» προς τη δημοκρατική αρχή, ασυμβατότητα αδιανόητη για κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αποτυπώνεται ανάγλυφα στο Σχέδιο με τρόπο μάλιστα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η «δυαδική αρχή» διαχέεται κυριολεκτικά σε όλα τα επίπεδα της ομοσπονδιακής εξουσίας. Στην εκτελεστική: -στο επίπεδο τόσο του Αρχηγού του Κράτους, όσο και της Κυβέρνησης στη νομοθετική εξουσία: στο επίπεδο τόσο της Άνω όσο και της Κάτω Βουλής και, τέλος, στη Δικαιοσύνη. Εξάλλου, οι επιμέρους ρυθμίσεις του Σχεδίου υιοθετούν την ιδιόρρυθμη αντίληψη, άλλοτε του ισότιμου συνεταιρισμού υπό την ποσοτική της εκδοχή με την κατ’ ισομοιρία σύνθεση των πολιτειακών οργάνων και άλλοτε υπό την ποιοτική  της εκδοχή με την πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλείδων υπέρ της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι δικλίδες αυτές είναι πάντως αντικειμενικά σε θέση όχι μόνο να ματαιώνουν τη λήψη αποφάσεων, αλλά και να επιφέρουν τελικά την πλήρη παράλυση της πολιτείας.
4. Εάν οι απόψεις αυτές επικρατήσουν, είναι βέβαιο ότι το Κυπριακό Κράτος θα μεταμορφωθεί ριζικά: η πλειοψηφία θα καταστεί, μάλιστα με την εξαναγκασμένη συναίνεση της, έρμαιο της μειοψηφίας. Στο δε σώμα του κρατικού μηχανισμού θα διασπαρεί παντού και θα ριζώσει βαθύτερα το διχοτομικό σπέρμα και θα εμφιλοχωρήσει ως ενδημική πια παράμερος η προϊούσα διάλυση του.
5. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι οι σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις θα καταστήσουν τον Κυπριακό λαό τον μόνο μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών από τον οποίο θα έχει ρητά το Σύνταγμα αποστερήσει τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του, σε μια εποχή μάλιστα που τα δημοκρατικά ιδεώδη κυριαρχούν σε όλη τη γηραιά ήπειρο. Έτσι, η Κύπρος θα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που αναγκαστικά θα βρεθεί κατ’ ουσίαν πολιτικά και πολιτιστικά έξω από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

ΙΙΙ. Το Ομοσπονδιακό Σύστημα
1. Οι προτάσεις του Σχεδίου που αναφέρονται στο Ομοσπονδιακό Σύστημα αποτυπώνουν με σαφήνεια τις τουρκικές θέσεις για το ζήτημα.
2. Στο σχέδιο προβλέπεται ρητά  ότι η υπό διαμόρφωση ομοσπονδιακή δημοκρατία αποτελείται από δύο ισότιμα ομόσπονδα κράτη με ταυτόσημες εξουσίες και αρμοδιότητες. Τα δύο αυτά επιμέρους πολιτειακά μορφώματα διαγράφονται πάντως με αρκετά συγκεκριμένο τρόπο. Το Σχέδιο προνοεί και υπολαμβάνει έτσι ως βασικές παραμέτρους του ομοσπονδιακού συστήματος τη δικοινοτικότητα και τη διζωνικότητα.  Οι προτάσεις αυτές ισοδυναμούν προφανώς με την επιβολή μιας κάθετης και διαμπερούς διαιρετικής τομής στη Δημοκρατία, τόσο από κοινωνική και γεωγραφική, όσο επίσης και από πολιτειακή άποψη. Κάθε ομόσπονδο κράτος θα διοικείται  και θα ελέγχεται από τη μία αντίστοιχη κοινότητα, της οποίας η εξουσία θα εκτείνεται σε όλο το έδαφος του. Ρητά προβλέπεται εξ άλλου ότι, παρά τη δυνατότητα αμοιβαίας επανεγκατάστασης προσφύγων, οι δύο κοινότητες θα διατηρήσουν σαφή πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας γης στα ομόσπονδα κράτη που αντιστοίχως θα ελέγχουν.
3. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ως προς τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες αφ’ ενός της ομοσπονδίας και αφ’ ετέρου των ομόσπονδων κρατών βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Η  δυαδική αρχή, άκρως διευρυμένη και ενισχυμένη, συμπλέκεται ήδη στενά με την ομοσπονδιακή αρχή. Από τη συνάρθρωση τους προκύπτει «επί χάρτου» μία πολιτειακή οντότητα που είναι εντελώς άγνωστη στην τυπολογία των σύγχρονων πολιτευμάτων. Αν δε τελικά επιβληθεί, θα έχει αναποφεύκτως ως επακόλουθα, εμπλοκές και αδιέξοδα κατά τη λειτουργία των σχετικών θεσμών και διακοινοτικές εντάσεις, με κατάληξη την με ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς  παράλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φοβόμαστε μάλιστα ότι θα οδηγήσει νομοτελειακά στον αφανισμό της.
4. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η εφαρμογή του προτεινόμενου ιδιόρρυθμου ομοσπονδιακού συστήματος στην Κύπρο υπό τις σκιαγραφείσες προϋποθέσεις είναι απολύτως ξένη προς το ιστορικό νόημα της ομοσπονδιακής αρχής. Και πάντως θα οδηγήσει στην επιβολή της πάγιας διεκδίκησης της Τουρκίας: Της διχοτόμησης της Κύπρου.

ΙV. Η αρχή του κράτους δικαίου
Εάν εφαρμοσθούν οι κατευθυντήριες ιδέες του Σχεδίου η Κύπρος θα παύσει οριστικά να είναι δικαιοκρατούμενη  πολιτεία. Η διαπίστωση προκαλεί, βέβαια, ιδιαίτερη εντύπωση και μοιάζει να είναι αφοριστική. Ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα. Οι τρεις βασικές ελευθερίες, που ασφαλώς ανήκουν –ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου-  στον σκληρό πυρήνα του συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, γίνονται στο Σχέδιο αποδεκτές υπό αίρεση και με μεγάλες ρωγμώσεις, που  νομοτελειακά θα ματαιώσουν τη λειτουργία τους στην πράξη. Η εκτίμηση αυτή ισχύει κυρίως –αν όχι τόσο για την ελευθερία διακίνησης- για την ελευθερία εγκατάστασης και για το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Η ρύθμιση όλων των συναφών ζητημάτων επιχειρείται κατά τρόπο αποκλίνοντα από τους σχετικούς κανόνες που συναντώνται στα εθνικά Συντάγματα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Εν όψει των τριβών του παρελθόντος και των εγγενών δυσκολιών συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, οι προαναφερθείσες ελευθερίες αναγνωρίζονται κυριολεκτικά υπό αίρεση, αφού η άσκηση τους τίθεται υπό τον έλεγχο του Ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού Κράτους. Σε τελευταία ανάλυση δηλαδή, οι δύο συγκεκριμένες αυτές ελευθερίες δεν διασφαλίζονται όχι μόνο για τους πρόσφυγες –δηλ. όσους Ελληνοκύπριους έχουν εκδιωχθεί από τις πατρογονικές εστίες τους-, αλλά και για τους άλλους Ελληνοκύπριους πολίτες της Δημοκρατίας. Με δεδομένη λοιπόν την σπουδαιότητα της ελευθερίας εγκατάστασης και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, θα ήταν οξύμωρο η προτεινόμενη συνταγματική και πολιτική δομή  της Δημοκρατίας να θεωρηθεί ως σύστοιχη προς ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Εάν οι δύο αυτές ελευθερίες –στις οποίες μάλιστα δοκιμάζεται η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων- αποδυναμωθούν και καταστούν έτσι «αδρανείς» το κράτος δικαίου συρρικνώνεται κατά τρόπο απαράδεκτο για μία Ευρωπαϊκή χώρα.

V. Συμπέρασμα
Από τη συνοπτική κατ’ ανάγκην ανάλυση που προηγήθηκε, συνάγεται ότι η προτεινόμενη με το Σχέδιο Ντε Γκουεγιάρ συνταγματική λύση του Κυπριακού προβλήματος δεν συμβιβάζεται με θεμελιώδεις αρχές στις οποίες εδράζονται τα σύγχρονα πολιτεύματα, ως προϊόντα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τυχόν επιβολή της λύσης αυτής, θα επέφερε την πολιτική υποβάθμιση του Κυπριακού λαού, επί πλέον δε την υποθήκευση του μέλλοντος του Κυπριακού Κράτους, δεδομένου ότι καταλυτική συνέπεια της θα ήταν η αδυναμία λειτουργίας, στην πράξη, της προτεινόμενης ανιστόρητης συνταγματικής δομής.

Είναι αυτονόητο ότι είμαστε στη διάθεση όσων αρμοδίως έχουν επωμισθεί στην κρίσιμη αυτή φάση τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος, για διευκρινίσεις και πρόσθετες επεξεργασίες που θα κρίνονται αναγκαίες.
Αθήνα 22 Αυγούστου 1991

Με  κάθε τιμή
Καθηγητής Αρ. Ι. Μάνεσης
Καθηγητής Δ.Θ. Τσάτσος
Καθηγητής Γ. Παπαδημητρίου.
Το υπόμνημα των τριών καθηγητών ομιλεί αφ’ εαυτού. Και απαντά με σαφήνεια και επιστημονική τεκμηρίωση στο ερώτημα  κατά πόσον το Σχέδιο Ντε Γκουεγιάρ για λύση του Κυπριακού υπήρξε μια «χαμένη ευκαιρία».

*Τέως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.