Ο Ερντογάν ως άλλος Κεμάλ ξαναγράφει την ιστορία, από την ανάποδη αυτή τη φορά. Ανατρέπει την κεμαλική ρεπουμπλικανική ιστορία και παραδόσεις για να εμφανιστεί μια νέα συντηρητική ρεπουμπλικανική ιστορία με κεντρικό χαρακτηριστικό την παλινόρθωση ενός τμήματος της αυτοκρατορικής κληρονομιάς της Τουρκίας.
Αυτή είναι η εκτίμηση του λέκτορα στο Τμήμα Τουρκικών Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Νίκου Μούδουρου. Παρακολουθεί για χρόνια τα τεκταινόμενα στην Τουρκία, όπως και την πορεία του Ταγίπ Ερντογάν και είναι σε θέση να προβαίνει σε εκτιμήσεις για τις στοχεύσεις του Τούρκου Προέδρου. Πιστεύει ότι η απόφαση για την Αγιά Σοφιά, δεν είναι παρά μια προσπάθεια αποκοπής της Τουρκίας από το κεμαλικό της παρελθόν.
Ο Ερντογάν επέλεξε να προβεί σε αυτή την κίνηση σε μια φάση που νιώθει πίεση όχι μόνο από την κοινωνία αλλά και κομματικά. Σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, σημειώνει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δομήσει ένα περιβάλλον που ερμηνεύει ως «εχθρικό χώρο» τις κινήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ενεργεί όπως ενεργεί με το μνημόνιο με τη Λιβύη, παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό του ακροατήριο, δεν βρίσκει την ζητούμενη στήριξη.
-Προφανώς και υπάρχουν ιδεολογικές και πολιτικές προεκτάσεις στην απόφαση Ερντογάν για μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί. Με τι στοχεύσεις;
-Η γνωστή απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας της Τουρκίας πρέπει να θεωρηθεί μια πολιτική απόφαση, με πολλαπλούς στόχους. Στο ιδεολογικό επίπεδο είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια δυναμική προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία του χώρου. Να ανατραπεί μέρος της προηγούμενης κεμαλικής ρεπουμπλικανικής ιστορίας και παραδόσεων και να εμφανιστεί μια νέα συντηρητική ρεπουμπλικανική ιστορία με κεντρικό χαρακτηριστικό την παλινόρθωση ενός τμήματος της αυτοκρατορικής κληρονομιάς της Τουρκίας. Εάν ο Μουσταφά Κεμάλ επιδίωξε να αντικαταστήσει την αυτοκρατορική – οθωμανική παράδοση με τη μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε μουσείο, ο Ερντογάν σήμερα επιδιώκει να «διορθώσει» το κεμαλικό «ιστορικό λάθος» και να κλείσει μια μεγάλη παρένθεση. Εάν ο Μουσταφά Κεμάλ επέλεξε να αποκόψει την τουρκική κοινωνία από το άμεσα προηγούμενο της οθωμανικό παρελθόν, ο Ερντογάν σήμερα επιλέγει να την αποκόψει επίσης από το άμεσα προηγούμενο της, αλλά αυτή τη φορά, το κεμαλικό-ρεπουμπλικανικό. Η Αγιά Σοφιά είναι συνεπώς ένας χώρος στον οποίο αναμετρούνται ιδεολογίες και αντιλήψεις για την ιστορία και τους προσανατολισμούς της Τουρκίας. Άρα πέραν των συμβολικών πτυχών, υπάρχουν σημαντικές ουσιαστικές πτυχές για την εξέλιξη της κοινωνίας στην χώρα.
Επιπλέον όμως υπάρχουν και οι πολιτικές σκοπιμότητες της σημερινής συγκυρίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας επέλεξε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση όχι στην περίοδο της αδιαμφισβήτητης του ηγεμονίας, αλλά στην εποχή της φθοράς και της μείωσης της επιρροής του.
-Παλαιότερα παρουσιαζόταν αντίθετος στις φωνές για μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί…
-Είναι γεγονός ότι ο ίδιος ο Ερντογάν ως νεαρό στέλεχος του ισλαμικού κινήματος τη δεκαετία του 1980, ήταν ένας από τους υποστηριχτές της μετατροπής της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί. Όμως είναι επίσης αλήθεια, ότι ως Πρωθυπουργός και Πρόεδρος την περίοδο 2002-2019 σε πολλές περιπτώσεις επέκρινε τις φωνές που ζητούσαν την υλοποίηση του ιστορικού αιτήματος. Μάλιστα στις όντως πολωτικές συνθήκες της προεκλογικής εκστρατείας των δημοτικών εκλογών του 2019, αναγκάστηκε σε δύο περιπτώσεις να παρέμβει και να προειδοποιήσει δηκτικά «Γεμίστε πρώτα το απέναντι τζαμί του Σουλτάναχμέτ και βλέπουμε… Δεν θα μπούμε εμείς σε αυτή την παγίδα». Προκύπτει λοιπόν τα ερωτήματα: Τι είναι εκείνο που μεσολάβησε και μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, άλλαξε τα δεδομένα; Τι ήταν αυτό που έκανε την μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί να μην είναι «παγίδα»;
Σε πρώτο επίπεδο βρίσκεται το ίδιο το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών. Ο Μάρτιος του 2019 και ο Ιούνιος με την επαναληπτική εκλογή στην Κωνσταντινούπολη, σηματοδότησαν την ήττα του συνασπισμού της εξουσίας σε στρατηγικής σημασία μητροπολιτικούς Δήμους. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η αντιπολίτευση και ιδιαίτερα οι εκλεγμένοι Δήμαρχοι του CHP «επέστρεψαν» μετά από 25 χρόνια και έχουν τώρα την προοπτική μιας έστω σχετικής αποκατάστασης της επαφής με ένα μέρος της κοινωνίας μέσα από δομές εξουσίας, υπηρεσιών και παραγωγής πολιτικής. Ο συνδυασμός των πιο πάνω ήταν μια από τις ξεχωριστές στιγμές ήττας της μακρόχρονης εξουσίας Ερντογαν.
Σε δεύτερο επίπεδο είναι η δημιουργία νέων κομμάτων στο χώρο μονοπώλησης του Ερντογαν. Η τουρκική δεξιά σήμερα χαρακτηρίζεται από σχηματισμούς που δημιουργήθηκαν μέσα από τις διασπάσεις του συνασπισμού εξουσίας. Από τη μια πλευρά, το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσιενερ «απειλεί» τον σημαντικότερο εταίρο της κυβέρνησης, δηλαδή το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών επιτάχυνε τις διαδικασίες διπλής διάσπασης του ΑΚΡ, με την δημιουργία κομμάτων από τον Νταβούτογλου και τον Μπαμπατζιάν. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις συμπληρώνονται από την καταγραφή της (σχετικής) μείωσης των ποσοστών της κυβερνητικής «Συμμαχίας του Λαού».
Σε τρίτο, ίσως σημαντικότερο επίπεδο, είναι η εμβάθυνση της οικονομικής αποσταθεροποίησης εντός συνθηκών πανδημίας. Πληθωρισμός και ανεργία συνεχίζουν να χτυπούν το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και της νεολαίας. Δηλαδή της κρισιμότερης ίσως μάζας ψηφοφόρων που θα καθορίσουν ένα μεγάλο μέρος των δυναμικών των επόμενων εκλογών, όποτε και αν αυτές γίνουν.
– Υπάρχει εξήγηση για την άκρως επιθετική διάθεση Ερντογάν στην ανατολική Μεσόγειο, κυρίως σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας; Πηγάζει από εσωτερική αστάθεια και ανασφάλεια που προσπαθεί να εξαργυρώσει σε εθνικό επίπεδο;
-Η Ανατολική Μεσόγειος, όπως και η Μέση Ανατολή, σήμερα είναι μία από τις βασικότερες περιοχές στις οποίες η Τουρκία διεκδικεί να αυξήσει την επιρροή της. Καθόλου τυχαία η γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής στο πολιτικό λεξιλόγιο της διανόησης και των πολιτικών κύκλων της τουρκικής κυβέρνησης συχνά περιγράφεται με την έννοια του «κεντρικού κόσμου». Με αυτή την έννοια γίνεται μια προσπάθεια αναλυτικής περιγραφής τόσο της στρατηγικής σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου για τις μελλοντικές οικονομικές και εμπορικές ισορροπίες, όσο και της ίδιας της κεντρικής θέσης που διεκδικεί να αποκτήσει η Τουρκία. Η επιθετικότητα που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, βασίζεται σε ένα σύνολο πολυσύνθετων δυναμικών που σχετίζονται τόσο με το εξωτερικό περιβάλλον, όσο και με τις δραματικές αλλαγές που συμβαίνουν εντός της χώρας.
Ίσως ένα από τα κυριότερα σημεία καμπής για την πιο έντονη εμπλοκή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ο συνδυασμός της προοπτικής ύπαρξης σημαντικών ποσοτήτων ενέργειας από τη μια και οι αλλαγές του δόγματος ασφάλειας του τουρκικού κράτους έτσι όπως εντατικοποιήθηκαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Συγκεκριμένα, στην περίοδο που ακολούθησε την πραξικοπηματική απόπειρα, η κυβέρνηση Ερντογάν άρχισε να διαμορφώνει μια νέα αντίληψη για την ασφάλεια του κράτους, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η αντίληψη χαρακτηρίζεται κυρίως από τρία στοιχεία:
>> Το πρώτο είναι η πεποίθηση ότι οι απειλές ενάντια στην ασφάλεια του κράτους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εκτός των συνόρων της Τουρκίας, είτε πρόκειται για ξηρά, είτε πρόκειται για θάλασσα.
>>Το δεύτερο στοιχείο είναι η προτεραιότητα που δίνεται στην ενεργοποίηση των στρατιωτικών μέσων και όχι της διπλωματίας.
>>Το τρίτο στοιχείο είναι η σχεδιασμένη ενίσχυση της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας ως ενός οικονομικού τομέα που θα στηρίξει την υλοποίηση μέρους του δόγματος ασφάλειας.
-Στοιχεία που έχουν σχέση και με εσωτερικές ισορροπίες; Με το τι συμβαίνει στο εσωτερικό της Τουρκίας;
-Όλα τα προαναφερθέντα είναι την ίδια στιγμή και προϊόντα της δραματικής αλλαγής των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών, όπως αυτή προέκυψε ιδιαίτερα μετά την αποτυχία του ΑΚΡ να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση στις εκλογές του Ιουνίου 2015. Όπως είναι γνωστό ο Ερντογάν οδήγησε την χώρα σε επαναληπτικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2015, μέσα σε χαοτικές συνθήκες πόλωσης και επανέναρξης των ένοπλων συγκρούσεων στο Κουρδικό. Από τότε η κυβέρνηση μετακινήθηκε σε μια πιο έντονη και τελικά θεσμική συνεργασία με το Κόμμα Εθνικής Δράσης του Μπαχτελί, αλλά και με άλλα εθνικιστικά τμήματα του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας.
Παράλληλα οι μετασεισμοί της παγκόσμιας κρίσης του 2008, έσπρωξαν την Τουρκία σε αλλαγή των οικονομικών της προσανατολισμών και στην επιλογή της ενίσχυσης των τομέων της ενέργειας και των κατασκευών σε συνδυασμό με την στρατιωτική βιομηχανία. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά προέκυψαν και οι κοινωνικοοικονομικές βάσεις πάνω στις οποίες επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη για την Ανατολική Μεσόγειο. Επομένως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η δραστηριότητα της Τουρκίας στην συγκεκριμένη περιοχή έχει κάποια δομικά χαρακτηριστικά που είναι αποτέλεσμα τόσο των διεθνών εξελίξεων της τελευταίας δεκαετίας, όσο και της εσωτερικής πολιτικής αστάθειας. Θα ήταν σημαντικό όμως να αναφερθεί ότι στην πορεία οικοδόμησης των προαναφερθέντων πτυχών του δόγματος ασφάλειας, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πολιτικές συμμαχίες «των απέναντι».
Η Τουρκία σήμερα αντιλαμβάνεται τις συνεργασίες που επιδιώκει να αναπτύξει η Κυπριακή Δημοκρατίας, αλλά και η Ελλάδα σε κάποιο βαθμό, ως ενέργειες με στόχο την «εχθρική περικύκλωση». Συνεπώς αναλαμβάνει την πρωτοβουλία επέμβασης στο «χώρο της απειλής» προτού αυτή δημιουργήσει αρνητικά δεδομένα και ισορροπίες για την ίδια την Άγκυρα.
Το μνημόνιο με Λιβύη δεν ενδιαφέρει την τουρκική κοινωνία
-Το μνημόνιο με τη Λιβύη σχολιάζεται εσωτερικά ή απλώς περνούν οι κυβερνητικές θέσεις μεγαλοϊδεαλισμού;
-Στα αρχικά στάδια των εξελίξεων γύρω από την πολιτική της Τουρκίας στη Λιβύη με επίκεντρο την υπογραφή του συγκεκριμένου μνημονίου είναι γεγονός ότι καταγράφηκε μια ζωντανή πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα. Ενώ από τη μια η κυβέρνηση επέλεξε να προωθήσει το ζήτημα ως ένα ακόμα άξονα πόλωσης και διάσπασης της αντιπολίτευσης, είναι γεγονός ότι πολλές ήταν οι φωνές που έθεταν ερωτηματικά στην «υπερεξάπλωση» της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Όμως όπως συνέβηκε και σε άλλες περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική την τελευταία στρατιωτική επέμβαση στα βόρεια της Συρίας, η «ευθυγράμμιση» μέρους της κοινωνίας πίσω από τις πολιτικές Ερντογάν δεν απέκτησε μόνιμα χαρακτηριστικά. Ένας βασικός λόγος είναι ότι μετά τον αρχικό εθνικιστικό παροξυσμό που συνήθως συνοδεύει τέτοιες ενέργειες, ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας επανήλθε στην αντιμετώπιση των ζητημάτων καθημερινής επιβίωσης που υπάρχουν εξαιτίας της οικονομικής αποσταθεροποίησης.
Χαρακτηριστικά στην έρευνα του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2020, περίπου το 39% δεν υποστηρίζει την εμπλοκή της Τουρκίας στην Λιβύη, ενώ ένα επίσης υψηλό ποσοστό περίπου 35,5% αυτοπροσδιορίζεται ως «αναποφάσιστο» σε σχέση με τη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Περαιτέρω όπως δείχνει η συγκεκριμένη έρευνα η Λιβύη δεν καταγράφεται από την κοινή γνώμη ως ζήτημα ασφάλειας ή ως απειλή. Αντίθετα είναι η κατάσταση στη Συρία που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή της κοινωνίας ως πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί.
Δεν διαφαίνεται ανατρεπτικό βήμα μετακίνησης προς αντιπολίτευση
– Έχει αντίπαλο δέος στο τουρκικό πολιτικό σκηνικό ή μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να αισθάνεται καμιά πίεση, καμιά απειλή;
-Μια απόπειρα εξήγησης της θέσης και της επιρροής του Ερντογάν στην Τουρκία συγκεντρώνει υψηλό βαθμό δυσκολίας εξαιτίας κυρίως τριών παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας δημιουργίας δυσκολιών είναι η απόσταση που υπάρχει μεταξύ της εικόνας που καλλιεργούν τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην Τουρκία με την πραγματική κοινωνική κατάσταση. Ο δεύτερος είναι η αποσπασματική μεταφορά της εσωτερικής κατάστασης της χώρας από μέρος του ξένου Τύπου. Ο τρίτος είναι η επικράτηση της πόλωσης σε πολιτισμικούς άξονες, σε άξονες ταυτότητας και τρόπων ζωής εντός Τουρκίας, η οποία ακριβώς λόγω των ιδιοτήτων της «θολώνει» τα πραγματικά κοινωνικά ζητήματα και αντιπαραθέσεις παρουσιάζοντας τα σε ένα «μεταφυσικό επίπεδο». Είναι γεγονός ότι από το 2011 και μετά, ο Ερντογάν χάνει σταδιακά από την ικανότητα επιρροής στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.
Η δυνατότητα μιας πλατιάς ηγεμονίας που κατάφερνε να παρουσιάζει το δικό του πολιτικό πρόγραμμα ως πρόγραμμα εθνικής εμβέλειας, αποδεκτό από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και τάξεις, πλέον δεν υπάρχει. Αντίθετα, από το 2013 όταν ξέσπασε η κοινωνική έκρηξη με τα γνωστά γεγονότα του «πάρκου Γκεζί» μέχρι και σήμερα, η διακυβέρνηση Ερντογάν χαρακτηρίζεται περισσότερο από την αναπαραγωγή μιας έκτακτης ανάγκης στα πλαίσια της οποίας οι αντιπολιτευτικές δυναμικές καταστέλλονται και περιθωριοποιούνται. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει την επικράτηση μια «περιορισμένης ηγεμονίας» του Ερντογάν, η οποία προσπαθεί να συγκρατήσει τη στήριξη μιας στενής πλειοψηφίας και που την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεται την αντιπολίτευση όχι ως πολιτικούς αντιπάλους, αλλά ως «εχθρικές δυνάμεις».
-Νιώθει πίεση ο Τούρκος Πρόεδρος;
-Υπό αυτή την έννοια, ο Ερντογάν σήμερα αισθάνεται κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις που τον εξαναγκάζουν σε λεπτούς υπολογισμούς και πολύπλοκες συνεργασίες στον δρόμο υλοποίησης του πολιτικού του προγράμματος. Η συμμαχία με το Κόμμα Εθνικής Δράσης και οι αμοιβαίες εξαρτήσεις που δημιουργεί είναι ίσως το χαρακτηριστικό παράδειγμα του περιορισμού της επιρροής. Επομένως σε ένα πλαίσιο όπου η εξουσία αναπαράγεται μέσα από αυταρχικά μέτρα, μέσα από αυθαιρεσία στην λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, αλλά και μέσα από ένα κλίμα πόλωσης, αρχίζουν να εμφανίζονται πιο έντονα και οι δομικές αδυναμίες της εν λόγω εξουσίας. Το στοιχείο εκείνο που στο σημερινό πλαίσιο βοηθά τον Ερντογάν να συγκρατεί την εξουσία του είναι η αδυναμία της αντιπολίτευσης να σπάσει τα όρια της πόλωσης και να αντλήσει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας που υπάρχει στην εκλογική βάση του Ερντογάν. Το σχήμα αυτό λειτουργεί περίπου ως εξής: Ενώ από τη μια πληθαίνουν οι φωνές διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας εξαιτίας της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων αυτών μετακινείται προς ένα γκρίζο πεδίο αναποφάσιστων ή/και αρνούμενων να λάβουν μέρος στην ευρύτερη πολιτική διαδικασία. Η μετακίνηση προς το γκρίζο πεδίο δεν συνοδεύεται προς το παρόν από την απόφαση αυτών των στρωμάτων να κάνουν το ανατρεπτικό βήμα της αλλαγής προς την αντιπολίτευση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανομοιογένεια του αντιπολιτευτικού μπλοκ θεωρείται από πολλούς ως επιπλέον ανασταλτικός παράγοντας, αφού ακόμα διατηρούνται διαφωνίες ιδιαίτερα σε σχέση με τη θέση του κουρδικού κινήματος.
Συμπερασματικά, το επόμενο χρονικό διάστημα κρίνεται σημαντικό κυρίως για την αντιπολίτευση. Τα βασικό ερώτημα αφορά τόσο στην απουσία μιας εμβληματικής προσωπικότητας, αλλά πολύ περισσότερο στην ικανότητα και τις προοπτικές δημιουργίας ενός πολιτικού προγράμματος κοινών στόχων εκδημοκρατισμού που να μπορεί να συμβιβάσει τις ανησυχίες ενός ετερογενούς μετώπου όπως το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, το Καλό Κόμμα της Ακσιενερ, αλλά και των δύο νέων κομμάτων – διασπάσεων του ΑΚΡ από τους Μπαμπατζιάν και Νταβούτογλου.