Όπως το εθνικό θέμα, έτσι και η κυπριακή οικονομία πέρασε μέσα από πολλές συμπληγάδες, προτού φτάσει στα σημερινά επίπεδα του 2020.
Μέσα στην 60χρονη διαδρομή της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οικονομία άλλαξε πολλές φορές πρόσωπο, ταχύτητες, αλλά και στοχεύσεις. Αυτό οφείλεται στις πολλές αναταράξεις που βίωσε, είτε λόγω πολιτικο-στρατιωτικών εξελίξεων είτε λόγω εξωγενών παρενεργειών είτε φυσικά λόγω εσωτερικών κρίσεων.
Ξεκινώντας από την αρχή, να πούμε ότι η μικρή αγροτική οικονομία της Κύπρου μπήκε από νωρίς σε δύσκολα μονοπάτια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ενώ είχαμε ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 9% του ΑΕΠ, πλεονασματικό δημοσιονομικό ισοζύγιο και ανεργία της τάξης του 2.3%, ξέσπασε η τουρκο-ανταρσία, η οποία όχι μόνο ανέτρεψε τους σχεδιασμούς του νεοσύστατου κράτους, αλλά αναποδογύρισε ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα που άρχισε να δημιουργείται από το 1960.
Ενδεικτικό της ανατροπής που έφεραν τα γεγονότα του 1963-64 στην οικονομία είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε στο -9,5% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό ισοζύγιο παρουσίασε έλλειμμα της τάξης του 3,8% του ΑΕΠ και οι δραστηριότητες των πολιτών μειώθηκαν αισθητά. Το πρώτο χαστούκι που δέχθηκε η οικονομία ήταν μεν ισχυρό, αλλά όχι αρκετό για να ανακόψει την ανοδική πορεία του νέου κράτους. Όπως σ’ όλα τα ανάλογα περιστατικά στην παγκόσμια ιστορία, η Κύπρος μετά τη λήξη των ταραχών του 1963-64 εισήλθε σε μια πολύ δυναμική πορεία ανασύνταξης και ανάπτυξης.
Ο ρυθμός ανάπτυξης το 1965 εκτινάχθηκε στο +22,3% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό κατά 3,9% του ΑΕΠ και η ανεργία εξαφανίστηκε, αφού περιορίστηκε στο 1,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και παρά τις συχνές πολιτικές αναταράξεις, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με γενικά θετικό πρόσημο, ενώ σημαντικές και ορατές άρχισαν να γίνονται οι νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες που εμπλούτιζαν την παραγωγή της Κύπρου. Τα χρόνια αυτά, διαφάνηκαν και οι πρώτες θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη του τουρισμού και των παρεμφερών υπηρεσιών του. Η Κύπρος απέκτησε σύγχρονο αεροδρόμιο στη Λευκωσία και όλο και περισσότεροι άνθρωποι μεταπηδούσαν από τη γεωργία σε άλλους τομείς.
Η ανθηρή αυτή εικόνα διατηρήθηκε μέχρι το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και με τους δύο Αττίλες της έκοψε το νησί στη μέση. Το κτύπημα αυτό ήταν ακαριαίο, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά για όλους τους τομείς της Κύπρου. Η χώρα έχασε το 37,5% του εδάφους της, απώλεσε σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, βιομηχανίες, ξενοδοχεία και γενικά όλη την υποδομή που αποτελούσε την ατμομηχανή της οικονομίας. Ακόμα, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι λόγω της τουρκικής εισβολής πολλοί συμπατριώτες μας αναγκάστηκαν να ξενιτευθούν για να βρουν μια θέση εργασίας, ώστε να ζήσουν τις οικογένειές τους. Αυτό ήταν ακόμα ένα μείον στη μετέπειτα υπερπροσπάθεια για ανασυγκρότηση της χώρας.
Οι αριθμοί της οικονομίας μετατράπηκαν αμέσως σε “κόκκινους”, αφού η λαίλαπα της εισβολής δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ενδεικτική της μεγάλης καταστροφής η υποχώρηση του ΑΕΠ της χώρας στο -16,4% το 1974 και στο -19% το 1975. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε στο ποσοστό του 6,86 του ΑΕΠ το 1974 και στο 7,93% του ΑΕΠ το 1975, ενώ το δημόσιο χρέος από τα επίπεδα του 10-12% του ΑΕΠ λίγο πριν την εισβολή, εκτινάχθηκε στο 19,54% του ΑΕΠ το 1974 και στο 27,29% του ΑΕΠ το 1975. Η ανεργία, που έδειχνε και το τεράστιο κτύπημα που δέχθηκε η απασχόληση, έφτασε στο 10% το 1974 και στο 16,2% το 1975.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η οικονομία είχε σχεδόν διαλυθεί και κανένας δεν πίστευε ότι μπορούσε να ανακάμψει γρήγορα. Κι όμως, με τη μεγάλη ξένη βοήθεια, κυρίως από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, αλλά και τα έκτακτα σχέδια οικονομικής δράσης που εφαρμόστηκαν, η οικονομία άρχισε σιγά – σιγά να παρουσιάζει σημάδια ανασύνταξης και ανάκαμψης.
Το 1977, με τον θάνατο του Μακαρίου, η εικόνα ήταν ήδη αρκετά βελτιωμένη, ενώ στα χρόνια της διακυβέρνησης Σπύρου Κυπριανού πετύχαμε και το λεγόμενο οικονομικό θαύμα.
Η δεκαετία του 1980 ήταν αναμφίβολα πολύ παραγωγική, τέθηκαν νέες δομές, δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας, αναπτύχθηκε σημαντικά ο τουρισμός και οι πρώτες υποδομές του και γενικά υπήρξε μια σημαντική πρόοδος και ανάπτυξη.
Στα μέσα της δεκαετίας αυτής, η Κύπρος προχωρεί τους σχεδιασμούς της για να έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη και υπογράφει την Τελωνειακή Ένωση με την τότε ΕΟΚ.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να επηρέασε κάποιες βιομηχανίες της Κύπρου, αλλά έδωσε ώθηση συνολικά στην οικονομία, αφού τα ευρωπαϊκά προϊόντα εισάγονταν πλέον στην Κύπρο σε χαμηλότερες τιμές, λόγω μείωσης δασμών.
Εδώ, ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω των πολλών αναγκών που υπήρχαν για υποδομές, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε στα ύψη και έφτασε το 1987 στο 66,52% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν στο υψηλό επίπεδο του 5,74% του ΑΕΠ.
Τη δεκαετία του 1990 και ενώ η οικονομία άρχισε να αποκτά μια σταθερότητα και ωριμότητα, ξέσπασε η κρίση στον Περσικό Κόλπο, που προσωρινά ταρακούνησε την οικονομία μας, η οποία τότε είχε πολλές συναλλαγές και άρα εξάρτηση από τις αραβικές αγορές. Μάλιστα, λόγω της πολεμικής ατμόσφαιρας και της διεθνούς διάστασης που πήρε η κρίση στον Κόλπο, επηρεάστηκε και ο τουρισμός μας, αφού οι ξένοι επισκέπτες θεωρούσαν την Κύπρο ως πολύ κοντινή στο θέατρο του πολέμου.
Με σωστές και κυρίως γρήγορες κινήσεις, η Κυβέρνηση Βασιλείου κατάφερε να αλλάξει τα δεδομένα και έτσι από οριακή ανάπτυξη (0,7% του ΑΕΠ) το 1991, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 9,4% του ΑΕΠ το 1992.
Θετικότερα κινήθηκαν και τα μεγέθη του δημοσιονομικού ελλείμματος, του δημοσίου χρέους και της ανεργίας μετά τη λήξη του πολέμου στον Κόλπο.
Τον Ιούλιο του 1990 και μετά από αρκετές πιέσεις, ο Πρόεδρος Βασιλείου υπέβαλε την πολυπόθητη αίτηση ένταξης της Κύπρου στην τότε ΕΟΚ, διαγράφοντας μια νέα πορεία για την οικονομία μας.
Με την ανάληψη της Προεδρίας του κράτους από τον Γλαύκο Κληρίδη το 1993, η έμφαση δόθηκε στη σωστή διαχείριση της οικονομίας με στόχο τη συνέχιση της ανάπτυξής της. Πράγματι, οι περισσότεροι δείκτες συνέχισαν να είναι σχετικά καλοί, με μικρές αυξομειώσεις. Ο μόνος δείκτης που δεν κατέστη δυνατό να συγκρατηθεί ήταν αυτός του δημοσίου χρέους που συνέχισε την ανοδική του πορεία και έφτασε το 2003 (που άλλαξε η Κυβέρνηση) στο 69,72% του ΑΕΠ. Σημαντικό στοιχείο, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για το εθνικό θέμα, η επιτυχία των Κληρίδη – Σημίτη να δέσουν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που άνοιγε νέους ορίζοντες τόσο για το εθνικό θέμα όσο και για την οικονομία.
Επί διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου, η οικονομία παρουσίασε περισσότερη βελτίωση και όλοι οι δείκτες, κινήθηκαν προς θετικότερη πορεία. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης την περίοδο 2003-2008 ήταν γύρω στο 4% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό ισοζύγιο κατάφερε να γίνει πλεονασματικό (+2,6% του ΑΕΠ το 2007), το δημόσιο χρέος να υποχωρήσει στο 58,80% του ΑΕΠ και η ανεργία να περιοριστεί στο 3,9%. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η βελτίωση των περισσότερων δεικτών οφείλεται στη φορολογική αμνηστία που έκανε η Κυβέρνηση καθώς και στη μεγάλη ανάπτυξη της κτηματαγοράς.
Τα χρόνια αυτά υπήρξαν και σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες όμως δεν επηρέασαν αισθητά την οικονομία. Αναφερόμαστε στο δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Ανάν, όπου ο λαός με ποσοστό 74% απέρριψε τη συγκεκριμένη πρόταση λύσης του Κυπριακού, τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων και την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών προς τα κατεχόμενα, την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην Ε. Ένωση το 2004 και την εισδοχή της χώρας μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης και την καθιέρωση του ευρώ στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2008.
Η συνέχεια για την κυπριακή οικονομία δεν ήταν η καλύτερη. Η διεθνής κρίση που ξέσπασε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και επεκτάθηκε σιγά – σιγά στην Ευρώπη άρχισε να δημιουργεί αρνητικές αντανακλάσεις και στη μικρή, ευάλωτη και εξωστρεφή κυπριακή οικονομία.
Η Κυβέρνηση Χριστόφια αρχικά αδιαφόρησε για τη διεθνή κρίση, θεωρώντας ότι δεν θα μεταφερόταν και στην Κύπρο, όμως οι μετέπειτα εξελίξεις διέψευσαν αυτή την εκτίμηση. Τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και οι τράπεζες άρχισαν να παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα και αδυναμίες, οι οποίες κορυφώθηκαν μέσα στο 2011.
Στη διόγκωση των προβλημάτων συνέβαλε και η τραγική έκρηξη στο Μαρί, που πέραν της απώλειας της ζωής 13 αθώων συνανθρώπων μας, προκάλεσε τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία.
Ενόψει αυτών των δεδομένων, η Κυβέρνηση Χριστόφια αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τον Μηχανισμό Στήριξης της Ε. Ένωσης και έτσι τον Ιούλιο του 2012 έφτασε στην Κύπρο η Τρόικα. Ο Δημήτρης Χριστόφιας, παρά τις πολλές συνομιλίες με την Τρόικα και τις επαφές με την Ευρώπη, αρνήθηκε να υπογράψει Μνημόνιο Στήριξης της κυπριακής οικονομίας από την Ε. Ένωση. Με αιτιολογικό ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την πρόταση των Τροϊκανών για ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών, την κατάργηση της ΑΤΑ και άλλα μέτρα, άφησε το θέμα ανοικτό. Στο μεταξύ, οι τράπεζες, μετά την απομείωση των ελληνικών ομολόγων (PSI) παρουσίασαν τεράστιες ανάγκες για κεφαλαιακή ενίσχυση, γεγονός που έκανε όλους τους οίκους αξιολόγησης να υποβαθμίζουν την οικονομία μέχρι που την έριξαν στην κατηγορία σκουπίδια.
Αρνητικότατη πορεία πήραν αυτή την περίοδο και οι δείκτες, αφού η ανάπτυξη το 2012 ήταν στο -2,4% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο -6,03%, το δημόσιο χρέος στο 85,81% του ΑΕΠ και η ανεργία στο 11,8%.
Με την ανάληψη της Προεδρίας του, ο Νίκος Αναστασιάδης κλήθηκε πρώτιστα να διαχειριστεί την οικονομία και συγκεκριμένα το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας. Σε διαπραγματεύσεις που είχε στο Eurogroup στις Βρυξέλλες, του έβαλαν, όπως είπε ο ίδιος, το πιστόλι στον κρόταφο και του ζήτησαν κούρεμα καταθέσεων για να μας χρηματοδοτήσουν με ένα ποσό της τάξης των 10 δισ. ευρώ. Στη συνεδρία 15-16 Μαρτίου 2013, ο κ. Αναστασιάδης συμφώνησε με το Eurogroup τη στήριξη της Κύπρου με κούρεμα κατά 6,7% για καταθέσεις μέχρι 100,000 ευρώ και 9,9% για καταθέσεις πάνω από 100,000 ευρώ.
Στις 19 Μαρτίου η Βουλή της Κύπρου απέρριψε την εν λόγω συμφωνία και έτσι άρχισαν νέες μεσολαβήσεις για να βρεθεί λύση. Μάλιστα, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη στην προσπάθεια της να εξεύρει σχέδιο Β’ έστειλε στη Ρωσία κυπριακή αποστολή, υπό την αιγίδα του υπουργού Οικονομικών Μιχάλη Σαρρή, για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση από τη Μόσχα. Η προσπάθεια απέτυχε με τον κ. Σαρρή να δηλώνει ότι οι Ρώσοι επενδυτές δεν επέδειξαν ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Κύπρου.
Τελικά, στο νέο Eurogroup που έγινε στις 25 Μαρτίου 2013 υπήρξε νέα συμφωνία, χειρότερη της πρώτης, που προέβλεπε κούρεμα των καταθέσεων που υπερέβαιναν τις 100.000 ευρώ και απορρόφηση της Λαϊκής Τράπεζας από την Τράπεζα Κύπρου.
Η συμφωνία αυτή προκάλεσε τεράστια αναταραχή στους πολίτες, πολλοί από τους οποίους είδαν τις καταθέσεις τους να εξανεμίζονται εν μια νυκτί. Οι τράπεζες είχαν κλείσει και όλοι έψαχναν για ρευστό χρήμα.
Τα όσα ακολούθησαν είναι τραγικά και αναφερόμαστε στην ίδρυση κοινωνικών παντοπωλείων, αύξηση της ανεργίας, απώλεια εργασιών για τις επιχειρήσεις, περιορισμούς στις συναλλαγές και πολλά άλλα.
Το πολιτικό σκηνικό πήρε φωτιά και η αντιπολίτευση ζητούσε ευθύνες από την Κυβέρνηση Αναστασιάδη. Ο ίδιος ο Πρόεδρος με διαγγέλματα και δηλώσεις του εξηγούσε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση για σωτηρία της οικονομίας και της χώρας και αντέστρεψε τα πυρά για ευθύνες στον πρώην Πρόεδρο Χριστόφια για τη διαχείριση που έκανε στην οικονομία τα προηγούμενα χρόνια.
Την περίοδο αυτή, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν στο -7,9% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο -8,7% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος στο 109,2% του ΑΕΠ και η ανεργία στο 16,1%.
Σε συνεργασία με τους θεσμούς της Ευρώπης και σειρά μέτρων που έλαβε, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να οδηγήσει την οικονομία σε ανάκαμψη και στη συνέχεια σε ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι έμειναν έκπληκτοι από τη γρήγορη ανάρρωση της κυπριακής οικονομίας και μιλούσαν για success story. Η Κύπρος κατάφερε τον Ιούνιο του 2014 να επανέλθει στις αγορές και να εξέλθει του Μνημονίου, ενώ δεν χρειάστηκε όλο το ποσό των €10δισ. της χρηματοδότησης της Ε. Ένωσης (μόνο €7,5 δισ. απορρόφησε).
Σήμερα, η οικονομία μας βρίσκεται ενώπιον μίας νέας μεγάλης πρόκλησης που λέγεται πανδημία. Ήδη, η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο συρρίκνωσης με τις προβλέψεις να μιλούν για ύφεση 5-7% του ΑΕΠ το 2020. Πολλές επιχειρήσεις (κυρίως του τουριστικού τομέα) παραμένουν κλειστές, άλλες αδυνατούν να ανταποκριθούν σε τραπεζικές υποχρεώσεις τους και άλλες έχουν μεγάλα προβλήματα ρευστότητας. Το κράτος για να στηρίξει τις επιχειρήσεις και να αποτρέψει κύμα απολύσεων εφαρμόζει από τον Μάρτιο 2020 ειδικά Σχέδια Στήριξης, αλλά αυτή η βοήθεια δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Όντως, είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος και όλοι αισθάνονται και πάλι τα δόντια μιας νέας κρίσης να πλησιάζουν. Την ίδια ώρα, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη και με τις προκλήσεις και απειλές της Τουρκίας, η οποία εμποδίζει το ενεργειακό πρόγραμμα για έρευνες και αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ μας.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν αυξημένες ευθύνες στην Κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να διαχειριστεί υγειονομικά την πανδημία, να προστατεύσει την οικονομία και να προχωρήσει το ενεργειακό πρόγραμμα για διεύρυνση των προοπτικών της οικονομίας.
Και όλα αυτά, σε μια στιγμή που ο Ερντογάν και ο νέος εγκάθετός του στα κατεχόμενα επιχειρούν νέα τετελεσμένα στο Βαρώσι και προώθηση των πάγιων διχοτομικών σχεδίων τους στο Κυπριακό.
Το επόμενο διάστημα, η ατζέντα προβλέπεται πολύ καυτή. Κυπριακό, ενέργεια, οικονομία και πανδημία θα είναι το νέο σταυρόλεξο που πρέπει να λύσει η Κύπρος. Θα τα καταφέρουμε;
Του Ιωσήφ Ιωσήφ (δημοσιογράφος)