Γενετιστής, γενετική, έρευνες, εργαστήρια, πειράματα, ευρήματα… αυτές είναι μερικές από τις λέξεις που ακούμε και ενώ πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε αρκετά γύρω από αυτές, δεν είναι λίγες οι φορές που αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να τις αναλύσουμε κι ενδεχομένως να τις κατανοήσουμε.
Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι από εμάς στο άκουσμα της λέξης «γενετιστής», φέρνουμε ίσως στο μυαλό μας έναν επιστήμονα, ο οποίος μάλλον είναι κλεισμένος στο εργαστήριο του και ασχολείται με πειράματα, DNA και γενετικούς κώδικες. Επιστημονικά πεδία που ενδεχομένως δεν κατανοούμε, όπως επίσης δεν κατανοούμε ακριβώς τη σημασία του επαγγέλματος και την ευρύτητα που καλύπτει αυτός ο τομέας. Και αυτό μπορεί να μην προβληματίζει και πολύ πέραν του τόσο όσο, αλλά τι γίνεται όταν ένα παιδί ανακοινώνει στην οικογένειά του ότι ενδιαφέρεται να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα; Πώς μπορεί η ίδια η οικογένεια να το συμβουλεύσει για κάτι που ούτε η ίδια γνωρίζει; Τι πρέπει να σπουδάσει ένας νέος ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με τη γενετική και ποιες είναι οι επαγγελματικές του προοπτικές σε αυτό το ενδιαφέρον – ομολογουμένως- επιστημονικό πεδίο; Αυτά – και αρκετά άλλα- είναι τα συνήθη ερωτήματα που θέτουν οι γονείς στο Γραφείο Εκπαίδευσης της Σχολής Μοριακής Ιατρικής Κύπρου (ΣΜΙΚ), της μεταπτυχιακής σχολής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ).
Για αυτά, λοιπόν, τα θέματα μας κατατόπισε η Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου, δίνοντάς μας ενδιαφέρουσες πληροφορίες, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος επιθυμεί να ακολουθήσει αυτή την επιστήμη. Παίρνοντας σαν παράδειγμα τους φοιτητές της Σχολής Μοριακής Ιατρικής Κύπρου, οι προπτυχιακές τους σπουδές περιστρέφονται γύρω από τον ευρύτερο τομέα της βιολογίας συμπεριλαμβανομένου της μοριακής ιατρικής, βιοϊατρικής έρευνας, μοριακής βιολογίας και γενετικής, των βιοϊατρικών και βιολογικών επιστημών καθώς και της χημείας και ιατρικής. Αφού αποκτήσει κάποιος το πρώτο σχετικό πτυχίο, μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Η Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου του ΙΝΓΚ σήμερα προσφέρει συνολικά επτά εγκεκριμένα προγράμματα επιπέδου μάστερ και διδακτορικού στους κλάδους: Μοριακής Ιατρικής, Ιατρικής Γενετικής, Νευροεπιστημών, Βιοϊατρικής Έρευνας.
Τα προγράμματα Μάστερ της ΣΜΙΚ έχουν διάρκεια 13 μήνες σε πλήρη φοίτηση και 24 μήνες σε μερική φοίτηση, ενώ τα διδακτορικά διαρκούν τέσσερα χρόνια. Όλα τα προγράμματα της Σχολής διδάσκονται στην Αγγλική γλώσσα και είναι ενδιαφέρον ότι οι φοιτητές της ενσωματώνονται αμέσως στις ερευνητικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου και παράλληλα παρακολουθούν διαλέξεις των μαθημάτων κοινού κορμού και των μαθημάτων επιλογής.
• Τομείς Απασχόλησης και Προοπτικές Εργασίας: Ποιοι είναι όμως οι τομείς απασχόλησης και ποιες είναι στην πράξη πλέον, οι προοπτικές εργασίας όσων επιλέγουν να ακολουθήσουν το δρόμο της Γενετικής; Σύμφωνα με τη ΣΜΙΚ, στους τομείς απασχόλησης συμπεριλαμβάνονται διαγνωστικά και ερευνητικά κέντρα όπως και το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, εταιρείες (βιοτεχνολογίας-φαρμακευτικής-τροφίμων -γεωργικών προϊόντων) δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτήρια, εργαστήρια, καθώς και ο τομέας της γενετικής συμβουλευτικής. Επίσης υπάρχουν πλέον και ευκαιρίες διδασκαλίας, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την πορεία αρκετών ερευνητών του ΙΝΓΚ, αφού εδώ και πέντε χρόνια διδάσκουν και καθοδηγούν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές της Σχολής του Ινστιτούτου. Πεδία, στα οποία μπορούν να απασχοληθούν και να αποκτήσουν συνάμα και στην πράξη όλες εκείνες τις γνώσεις και τις ικανότητες που απαιτεί το επάγγελμα και η επιστήμη τους.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της Σχολής www.cing.ac.cy/csmm/ για όλες τις σχετικές πληροφορίες. Οι αιτήσεις για τα προγράμματα Μάστερ συνεχίζονται. Οι αιτήσεις για τα Διδακτορικά προγράμματα έχουν ολοκληρωθεί.
Η Πιο κάτω μοιράζονται την πορεία τους στον «Φιλελεύθερο», τρεις μοριακοί-βιολόγοι γενετιστές, σε διάφορα στάδια της καριέρας τους με ένα κοινό σημείο – την αγάπη τους για τη γενετική, την οποία οριστικοποίησαν με την καθημερινή ενασχόληση τους στα εργαστήρια του πλέον εξειδικευμένου χώρου στην Κύπρο, του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Άννα Κεραυνού: Ένας λαβύρινθος γεμάτος εκπλήξεις
Μιλώντας στον «Φιλελεύθερο», η Άννα Κεραυνού, απόφοιτος Διδακτορικού στην Ιατρική Γενετική, ΣΜΙΚ, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια στο Τμήμα Καρδιαγγειακής Γενετικής και Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής μάς ανέφερε ότι τρεις είναι οι λέξεις που περιγράφουν το επάγγελμα του γενετιστή: Λαβύρινθος γεμάτος εκπλήξεις.
Πτυχίο Βιολογίας (Kαρκίνος του στομάχου), Πανεπιστήμιο Πατρών. Μεταπτυχιακό στον Καρκίνο και Μοριακή Βιολογία – Πανεπιστήμιο του Leicester, Αγγλία. Διδακτορικό στην Ιατρική Γενετική, Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου.
«Μια σχολή υψηλού επιπέδου με πολλές απαιτήσεις. Για αυτό χαίρομαι ιδιαίτερα που λόγω απόδοσης μπόρεσα να κερδίσω μια υποτροφία. Η διδακτορική μου διατριβή αφορούσε στην ανάπτυξη μιας καινοτόμου μεθόδου για τον μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο των εμβρύων. Η Σχολή Μοριακής Ιατρικής του ΙΝΓΚ μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχω σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα και συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο και στο εξωτερικό και να κάνω δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά», όπως ανέφερε.
Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη γενετική και γιατί επέλεξες αυτό τον κλάδο;
Το μάθημα της Βιολογίας με συνεπήρε από την πρώτη στιγμή. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό από πολύ νωρίς στο σχολείο, όταν αρχίσαμε να διδασκόμαστε την κληρονομικότητα των ειδών μέσα από τους νόμους του Μέντελ, και διαπίστωσα ότι μέσα από αυτή την επιστήμη θα μπορούσα να συμβάλω στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου από διάφορες σοβαρές ασθένειες και παθήσεις. Στη συνέχεια, στη διάρκεια των σπουδών μου, η απόκτηση θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων με οδήγησαν στην οριστικοποίηση της απόφασής μου να συνεχίσω τις σπουδές μου στο μέγιστο επίπεδο, συνεισφέροντας στον τομέα της υγείας μέσα από την έρευνα.
Πώς βρέθηκες στο ΙΝΓΚ;
Στο ΙΝΓΚ βρέθηκα το 2012 ως διδακτορική φοιτήτρια και παράλληλα με τις σπουδές μου εργαζόμουν ως βοηθός ερευνητής, σε ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα (ERC), με θέμα την έρευνα του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου. Από τη θέση του Βοηθού ερευνητή και μέσα από συλλογική δουλειά, συμμετείχα στην εκτέλεση πειραμάτων, ανάλυση ερευνητικών δεδομένων και αποτελεσμάτων καθώς και στην προετοιμασία ερευνητικών αναφορών και επιστημονικών δημοσιεύσεων. Επιπρόσθετα συμμετείχα σε παρουσιάσεις τόσο σε τοπικά όσο και διεθνή συνέδρια. Με την ολοκλήρωση του διδακτορικού μου, δίδαξα αμέσως μετά στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και εδώ και πέντε μήνες εργάζομαι στο ΙΝΓΚ ως Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια στο Τμήμα Καρδιαγγειακής Γενετικής και Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής. Η νέα έρευνά μου αφορά στην ανίχνευση νέων γονιδίων και βιοδεικτών που σχετίζονται με την ανίχνευση ανευρύσματος ανιούσας θωρακικής αορτής, κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Κύπρο.
Πώς ήταν τα δεδομένα στο ξεκίνημα της καριέρας σου;
Το ξεκίνημα της καριέρας μου έχει περάσει από διάφορα στάδια όπου οι επιλογές άλλαζαν και διαφοροποιούνταν στην πορεία. Το ΙΝΓΚ ήταν ένας καθοριστικός σταθμός που συνέβαλε θετικά και δημιούργησε τις προοπτικές για μια επιστημονική καριέρα, στη βάση βέβαια μιας δύσκολης και απαιτητικής διαδρομής, όπου μόνιμος στόχος παραμένει η αριστεία. Η επιστημονική, επαγγελματική σταδιοδρομία είναι ένας ατελείωτος ανηφορικός δρόμος συσσώρευσης γνώσης και εμπειρίας, μέγιστης προσπάθειας και δέσμευσης στους στόχους. Προσφέρει όμως συγκινήσεις όταν επιτυγχάνονται οι στόχοι και αφάνταστη ικανοποίηση όταν τα αποτελέσματα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση ασθενειών που ταλαιπωρούν ανθρώπους.
Τι θα συμβούλευες κάποιον που ξεκινά τώρα να σπουδάζει σε αυτόν τον τομέα;
Να έχει υπομονή, να θέτει στόχους και να έχει πολλή θέληση και όρεξη για αυτό που κάνει. Οι σπουδές στον τομέα αυτό απαιτούν εντατική μελέτη και προσπάθεια, ενέργεια, επιμονή και δυνατότητα μετουσίωσης της γνώσης σε πράξη.
CARSTEN LEDERER: Επιμέλεια, επιμονή και ενδιαφέρον
Ο Carsten Lederer, εργαστηριακός επιστημονικός λειτουργός, στο Τμήμα Μοριακής Γενετικής Θαλασσαιμίας, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει το επάγγελμά του, αρκέστηκε στο τρίπτυχο: Επιμέλεια – Ενδιαφέρον – Επιμονή.
Σπουδές PhD (University of East Anglia, Norwich, UK), John Innes Foundation χορήγηση διδακτορικού. Πτυχίο Diplom (MSc) Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο της Βόννης, Γερμανία.
Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη γενετική και γιατί επέλεξες αυτό τον κλάδο;
Ενδιαφερόμουν για την πληροφορική και την ιατρική βιοτεχνολογία από την ηλικία των 14 χρονών. Στις προπτυχιακές σπουδές μου στη Βόννη τότε ξύπνησε το ενδιαφέρον μου για τη γενετική και τη δυνατότητα της μοριακής γενετικής να προσφέρει ριζικές και άμεσες λύσεις τόσο στην παραγωγή βελτιστοποιημένων τροφών όσο και στις ασθένειες.
Πώς βρέθηκες στο ΙΝΓΚ;
Σπούδασα στην Αγγλία όπου γνώρισα την Κύπρια γυναίκα μου, με την οποία μετακόμισα στην Κύπρο όταν τέλειωσε η πειραματική δουλειά του διδακτορικού μου. Ως υπάλληλος του ΙΝΓΚ ξεκίνησα σε θέση μεταδιδακτορικού ερευνητή το 2006, έγινα εργαστηριακός επιστημονικός λειτουργός (LSO) με μόνιμη θέση το 2008. Ασχολούμαι με την ψηφιακή πύλη ITHANET του τμήματός μας, η οποία προσφέρει τις πιο μεγάλες βάσεις δεδομένων στον τομέα της θαλασσαιμίας παγκοσμίως και η πρωτοποριακή δουλειά μας παρουσιάζεται σε επιστημονικά άρθρα και σε διεθνή συνέδρια. Με την ίδρυση της ΣΜΙΚ το 2012 ξεκίνησα ως λέκτορας, το 2013 έγινα συντονιστής του εισαγωγικού προγράμματος της ΣΜΙΚ και το 2017 έλαβα προαγωγή σε επίκουρος καθηγητής.
Πώς ήταν τα δεδομένα στο ξεκίνημα της καριέρας σου στην Κύπρο και πώς έχουν αλλάξει;
Κατά τη γνώμη μου, η πιο ουσιαστική αλλαγή στο ΙΝΓΚ έγινε με την ίδρυση της ΣΜΙΚ. Παρά την κρίση, προσέφερε προοπτική προσωπικής ανάπτυξης το 2012, μια αύξηση ερευνητικής δουλειάς και μια έμμεση αλλαγή όλου του επαγγελματικού περιβάλλοντος του ΙΝΓΚ. Σήμερα βρίσκονται φοιτητές και γίνονται πειράματα στα εργαστήρια του ΙΝΓΚ σχεδόν κάθε ώρα της ημέρας και νύχτας. Αυτό έχει αλλάξει σημαντικά και θετικά τη γενική αντίληψη της δουλειάς, την ένταση αλληλεπίδρασης μεταξύ των τμημάτων και επίσης την ερευνητική απόδοση του ΙΝΓΚ.
Τι θα συμβούλευες κάποιον που ξεκινά τώρα να σπουδάζει σε αυτό τον τομέα;
Να μιλήσει σε άτομα που ασχολούνται στον τομέα ώστε να μάθει για το γενικό περιβάλλον, για την πιθανή προοπτική απασχόλησης και αν όντως θα του άρεσε η καθημερινή δουλειά. Να απολαμβάνει την αναζωογόνηση που προκαλούν νέες ανακαλύψεις, αλλά να είναι προετοιμασμένος επίσης για πιθανόν πολλές ώρες εργασίας, για πολλή γραφειοκρατία, για πολλές πειραματικές αποτυχίες, για διά βίου μάθηση και για συνεχή ανάπτυξη των εργαλείων της δουλειάς όσο προχωρά η καριέρα του. Να έχει, όσο πιο σύντομα γίνεται, πλήρη κατανόηση και κατανοητό γράψιμο της αγγλικής γλώσσας. Να αποκτήσει γερή βάση γνώσεων της πληροφορικής και στατιστικής και να έχει επίγνωση εμπορικοποίησης και ευρεσιτεχνίας στη μοριακή γενετική και ιατρική. Στην ακαδημία να είναι προετοιμασμένος για μέτριο ίσως μισθό, πολλά ενδιαφέροντα ταξίδια και συνέδρια, διδασκαλία και επίβλεψη φοιτητών και την καθημερινή και λεπτομερή συζήτηση της δουλειάς και των αποτελεσμάτων του.
ΚΥΠΡΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Προσφορά, χαρά, λύπη
Η Κυπρούλα Χριστοδούλου, επικεφαλής Τμήματος Νευρογενετικής του ΙΝΓΚ, Υπεύθυνη Προγράμματος Ιατρικής Γενετικής, ΣΜΙΚ, μας περιγράφει το επάγγελμά της κι επιλέγει να χρησιμοποιήσει τις τρεις λέξεις: Προσφορά, Χαρά και Λύπη.
Σπουδές: Πτυχίο Γενετικής, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Μεταπτυχιακό Εφαρμοσμένης Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Διδακτορικό, Ιατρική Γενετική, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη Γενετική και γιατί επέλεξες αυτό τον κλάδο;
Με ενθουσίασε η Γενετική από τα μαθήματα Βιολογίας του Λυκείου. Όταν μου προσφέρθηκαν θέσεις για σπουδές και είχα επιλογή μεταξύ Οδοντιατρικής στη Θεσσαλονίκη και Γενετικής στο Λονδίνο, επέλεξα τη Γενετική.
Πως βρέθηκες στο ΙΝΓΚ;
Καλέστηκα να εργαστώ στη Νευρομυϊκή Μονάδα που λειτουργούσε τότε στο Μακάριο Νοσοκομείο από το Διευθυντή Δρ. Λεύκο Μίττλετον, όταν γνωριστήκαμε στο Νοσοκομείο St. Mary’s του Λονδίνου το 1988. Δούλεψα αφιλοκερδώς μέχρι τον Ιανουάριο του 1989 οπότε και προσλήφθηκα με μισθό στη θέση του επιστημονικού συνεργάτη. Πολύ περιληπτικά, από τότε μέχρι σήμερα εκπόνησα το διδακτορικό μου, διορίστηκα στη θέση του Ανώτερου Επιστήμονα, ίδρυσα το Τμήμα Νευρογενετικής του ΙΝΓΚ, συμμετείχα στη δημιουργία και λειτουργία της Σχολής Μοριακής Ιατρικής Κύπρου και από το 2012 έχω την ακαδημαϊκή θέση
της Καθηγήτριας.
Πώς ήταν τα δεδομένα στο ξεκίνημα της καριέρας σου στην Κύπρο και πώς έχουν αλλάξει;
To 1988 η έρευνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Κύπρο. Δουλέψαμε πολύ σκληρά για να παράγουμε έργο και να πείσουμε ότι η έρευνα έχει μέλλον και στη δική μας χώρα. Στο επίπεδο της μοριακής γενετικής διάγνωσης δεν υπήρχε κανένα εργαστήριο στην Κύπρο που να μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες. Για την πιο συχνή πάθηση, τη μεσογειακή αναιμία, αποστέλλονταν δείγματα στο εξωτερικό. Σιγά σιγά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το ΙΝΓΚ που τώρα προσφέρει μέσα από πολλές άλλες υπηρεσίες και υψηλού επιπέδου μοριακή γενετική διάγνωση για ένα μεγάλο φάσμα γενετικών παθήσεων, υψηλού επιπέδου ερευνητικά προγράμματα και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στον τομέα των Βιοϊατρικών Επιστημών.
Τι θα συμβούλευες κάποιον που ξεκινά τώρα να σπουδάζει σε αυτό τον τομέα;
Να είναι αφοσιωμένος και να καταβάλλει όλες του τις δυνάμεις για να γίνει σωστός επαγγελματίας.