Η Λαϊκή Γειτονιά στη Λευκωσία, αφήνεται να φθίνει, υποστηρίζουν βουλευτές, ζητώντας την ετοιμασία στρατηγικού σχεδιασμού για την αναζωογόνηση της περιοχής.
Τα μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ενημερώθηκαν χθες για τη διενέργεια μελέτης και την εκπόνηση σχεδίου ανάπτυξης της Λαϊκής Γειτονιάς και στις δηλώσεις τους μετά το πέρας της χθεσινής συνεδρίας τόνισαν την ανάγκη για επίσπευση των διαδικασιών.
Ο βουλευτής της Συνεργασίας Δημοκρατικών Δυνάμεων Μαρίνος Μουσιούττας, είπε πως το θέμα ενεγράφη προς συζήτηση «για να δούμε την εξέλιξη που υπήρξε από την προηγούμενη φορά που συζητήθηκε στη Βουλή, πριν από τέσσερα χρόνια».
Οι αρμόδιοι φορείς (υπουργείο Εσωτερικών, το υφυπουργείο Τουρισμού, ο Δήμος Λευκωσίας), πρόσθεσε, «με κονδύλια που δόθηκαν διενήργησαν μελέτες και άρχισε ο εξωραϊσμός της περιοχής, η οποία, φθίνει» και υπέδειξε ότι «η φθίνουσα πορεία καταδεικνύεται από το γεγονός ότι έμειναν μόνο 3 ένοικοι, από τους 28 που υπήρχαν στο παρελθόν». Ο κ. Μουσιούττας ανέφερε περαιτέρω ότι «η προσπάθεια της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εμπορίου είναι να συμβάλει ώστε το συντομότερο δυνατό να ληφθούν οι δέουσες αποφάσεις από τους αρμόδιους φορείς, με στόχο όταν ολοκληρωθούν τα έργα η περιοχή να αποκτήσει χαρακτήρα και ταυτότητα που θα την ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια».
Ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Μιχάλης Σοφοκλέους, είπε πως «μετά από δεκαετίες, όλοι οι Λευκωσιάτες νιώθουμε ότι όλα τα κρίσιμα έργα που θα καθορίσουν το μέλλον της πρωτεύουσας πρέπει να ολοκληρώνονται» και εξέφρασε την άποψη ότι «αυτή την ώρα πρέπει να επικεντρωθούμε στην οικιστική, εμπορική και τουριστική αναζωογόνηση του ιστορικού κέντρου και ευρύτερα του κέντρου της Λευκωσίας».
Συνεχίζοντας, είπε ότι «διαπιστώνουμε πως η Λαϊκή Γειτονία, που πριν 38 χρόνια καθόρισε το πρότυπο ανάπτυξης των ιστορικών κέντρων όλων των πόλεων της Κύπρου, έχει αποψιλωθεί σε σημείο που από τα 28 υποστατικά να βρίσκονται σε χρήση μόνο τα 3».
Πρόσθεσε ότι «αυτό συνιστά ένα πρόβλημα και ταυτόχρονα παρέχει ευκαιρία να προχωρήσουμε σε ένα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης του ιστορικού κέντρου, προβάλλοντας τον αυθεντικό κυπριακό χαρακτήρα και την παράδοση».
Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Κώστας Κώστας είπε ότι «ο Δήμος Λευκωσίας φέρει βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή καταθλιπτική κατάσταση στη Λαϊκή Γειτονιά», προσθέτοντας πως «επικρατεί εικόνα εγκατάλειψης μιας περιοχής που θα έπρεπε να ήταν το σημείο αναφοράς της πρωτεύουσας».
Είπε ακόμα ότι «ευθύνη για την αναζωογόνηση της περιοχής έχει και το υφυπουργείο Τουρισμού» και ανέφερε πως «η διαχειριστική επιτροπή ενοίκων Λαϊκής Γειτονιάς έχει υποβάλει συγκεκριμένη πρόταση στον υφυπουργό Τουρισμού, εκφράζοντας την ελπίδα ότι θα αξιοποιηθεί».
Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Κωστής Ευσταθίου αφού σημείωσε ότι «η Λαϊκή Γειτονία ποτέ δεν ήταν ξένο σώμα στην πρωτεύουσα, αλλά αποτελούσε και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του ιστορικού κέντρου με την υπόλοιπη εντός των τειχών πόλη», πρόσθεσε πως «ήταν η συνέχεια αυτού που οι παππούδες και οι πατεράδες μας ήξεραν ως το κέντρο της Λευκωσίας, όπου υπήρχαν οι τόποι περιπάτου, οι τόποι αναψυχής, τα μικρά μαγαζιά».
Ο κ. Ευσταθιού διατύπωσε τη θέση ότι «πρέπει να στηριχθούν οικονομικά όσοι τόλμησαν να παραμείνουν στον χώρο», επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως «οι τουρίστες που επισκέπτονται τη Λευκωσία πρέπει να παραμένουν με κίνητρα στη Λαϊκή Γειτονιά και να σταματήσει η πρακτόρευση και διοχέτευση των τουριστών και επισκεπτών της Λευκωσίας στα κατεχόμενα». «Αντί για τα κατεχόμενα θα πρέπει επιτέλους να στηρίξουμε τη Λαϊκή Γειτονιά», συμπλήρωσε.
Ο εκτελεστικός σύμβουλος του σωματείου των ενοίκων και φίλων υποστατικών της Λαϊκής Γειτονιάς του Δήμου Λευκωσίας Γιάννης Ιωαννίδης ανέφερε ότι «η συζήτηση που διεξήχθη πριν από 4 χρόνια στην Επιτροπή Εμπορίου της Βουλής ήταν ο καταλύτης για να ξεκινήσει η μελέτη για τη Λαϊκή Γειτονιά».
Πρόσθεσε πως πέρα από τις υποδομές και τα κτήρια, «πρώτα και κύρια μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος και ο κυπριακός πολιτισμός», λέγοντας ότι «40 χρόνια μετά την ίδρυση της Λαϊκής Γειτονίας, χρειάζεται να δοθεί ξανά στη νέα γενιά το στίγμα του κυπριακού πολιτισμού και της κυπριακής παράδοσης που έχει αποδυναμωθεί σημαντικά».
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος