Ο δήμιος σκοτώνει πάντα δύο φορές, τη δεύτερη με τη λήθη, έγραψε ο Elie Wiesel, Εβραίος συγγραφέας τιμημένος με το Νόμπελ Ειρήνης το 1986, που το 1944 στην εφηβεία του, είχε ζήσει την κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπούχενβαλντ. Η συμβολή της τέχνης στη διάδοση της μνήμης του Ολοκαυτώματος ήταν το θέμα συζήτησης που έφερε μαζί τον ιστορικό Λεόν Σαλτιέλ, τη χορογράφο Μάχη Δημητριάδου Λίνταλ και τη συγγραφέα Νάσια Διονυσίου σε μια ξεχωριστή εκδήλωση με σημείο αναφοράς το βιβλίο «Μη με ξεχάσετε.
Τρεις Εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης» που επιμελήθηκε κι εξέδωσε πρόσφατα ο Λεόν Σαλτιέλ. Τη συζήτηση που έγινε την Τρίτη 12 Απριλίου 2022 στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Στροβόλου διοργάνωσαν οι πρεσβείες του Ισραήλ και της Ελλάδας σε συνεργασία με τον Δήμο Στροβόλου και τη Διεύθυνση Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τον Αντισημιτισμό και το Ολοκαύτωμα. Τη συντόνισε διαδικτυακά η δημοσιογράφος Χρύστα Ντζάνη, ενώ σύντομο χαιρετισμό εκ μέρους του υπουργείου Παιδείας απηύθυνε η δρ Αντωνία Λοϊζου επιθεωρήτρια Μέσης Εκπαίδευσης και αναπληρώτρια επικεφαλής και εκπρόσωπος στην ομάδα εργασίας για την Εκπαίδευση της Διεθνούς Συμμαχίας Μνήμης Ολοκαυτώματος (International Holocaust Remembrance Alliance) της οποίας η Κύπρος είναι μέλος με το καθεστώς του Παρατηρητή από τον Ιούνιο 2021. Η δρ Λοϊζου αναφέρθηκε στο συγγραφικό έργο του Λεόν Σαλτιέλ και ειδικότερα στο προαναφερόμενο βιβλίο του και είπε μεταξύ άλλων ότι «θέματα και ερωτήματα που άπτονται της ρητορικής του μίσους, του αντισημιτισμού και των διακρίσεων απασχολούν έντονα και όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς, όταν καλούμαστε να απαντήσουμε και προπάντων να διδάξουμε τους μελλοντικούς πολίτες αυτού του τόπου. Χαιρόμαστε που τις δύο επόμενες μέρες ο δρ Σαλτιέλ θα βρίσκεται σε σχολεία της Κύπρου για να μιλήσει σε σημαντικό αριθμό μαθητών. Έχοντας κατά νου όλα αυτά τα ερωτήματα, συμβάλλουμε και εμείς ως υπουργείο Παιδείας στην εποικοδομητική αυτή συνεργασία με τον Δρα Σαλτιέλ και του ευχόμαστε καλή συνέχεια στο έργο που επιτελεί».
Η Κύπρος «ένα μακρινό και οικείο μέρος»
«Είναι μεγάλη τιμή που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας στην Κύπρο που είναι ταυτόχρονα μακρινό και οικείο μέρος» είπε ανοίγοντας τη συζήτηση ο Λεόν Σαλτιέλ και πρόσθεσε: «Εγώ ως απόγονος θυμάτων του Ολοκαυτώματος εντυπωσιάζομαι για το πώς αυτό συνεχίζει να είναι θέμα ενασχόλησης των τεχνών – της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, του χορού, του θεάτρου. Χαίρομαι όταν καλλιτέχνες εμπνέονται και δημιουργούν με βάση το Ολοκαύτωμα, που ναι πρέπει να το διαφυλάξουμε να το προστατεύσουμε, αλλά που τελικά δεν μας ανήκει!». Ο δρ Σαλτιέλ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι διδάκτορας Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας με επίκεντρο το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης το 1943. Εκείνο το χρόνο στο διάστημα από 15 Μαρτίου μέχρι 10 Αυγούστου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής μετέφεραν περίπου 43 χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης στο ναζιστικό στρατόπεδο του Άουσβιτς και από αυτούς λιγότεροι από χίλιους επέστρεψαν ζωντανοί. Όπως γράφει ο Σαλτιέλ στο βιβλίο, «ήταν ένα καταστροφικό πλήγμα για τον εβραϊκό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, σημαντικού εβραϊκού κέντρου στην Ευρώπη μετά το 1492 και την άφιξη των Σεφαραδιτών. Οι Εβραίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού – και κάποιες περιόδους ακόμα και την απόλυτη πλειοψηφία – σηματοδοτώντας τον χαρακτήρα της πόλης για αιώνες».
Μια σύμπραξη χορού, αφήγησης και μουσικής
Στη διάρκεια της εκδήλωσης προβλήθηκαν αποσπάσματα από την παράσταση που εμπνεύστηκε, σκηνοθέτησε και χορογράφησε το 2020 η Μάχη Δημητριάδου Λίνταλ – είναι μια σύμπραξη σύγχρονου χορού, αφήγησης και κλασικής μουσικής από το έργο του Γερμανοεβραίου συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον βασισμένη στο βιβλίο «Μη με ξεχάσετε» και ιδιαίτερα στις επιστολές της Σαρίνας Σαλτιέλ, όπως είπε η κυρία Λίνταλ. «Αφορμή για τη δουλειά μου αυτή», ανέφερε, «ήταν η επιθυμία μου να κάνω ένα έργο για τη Θεσσαλονίκη την πατρίδα μου και ακόμα περισσότερο για τις αναμνήσεις της μητέρας μου – που ήταν τότε 14-15 χρόνων – από την περίοδο του πολέμου και τις συνομήλικες της Εβραιοπούλες φίλες της. Η τέχνη – πρόσθεσε – μπορεί να φέρει το φως στην εμπειρία γιατί συμπυκνώνει τη ζωή μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα (όσο διαρκεί π. χ. μια ταινία), μεταφέροντας συναισθήματα και προσωπικά βιώματα. Και είναι πολύ σημαντικό γιατί οι καλλιτέχνες παίρνουν το λόγο και με τον δικό τους τρόπο προσπαθούν να παρουσιάσουν αυτά τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας».
Η προσωπική ευθύνη να παραμένεις άνθρωπος…
Η Νάσια Διονυσίου συγγραφέας της νουβέλας «Τι είναι ένας κάμπος», μιας μυθιστορηματικής μεταφοράς της ζωής Εβραίων επιζώντων του Ολοκαυτώματος που την τριετία 1946-49 ανακόπτονταν στα ανοιχτά της Κύπρου από τους Βρετανούς αποικιοκράτες στο δρόμο τους προς την Παλαιστίνη και κρατούνταν σε συνθήκες εγκλεισμού σε στρατόπεδα «κάμπους» («camps») στον Καράολο Αμμοχώστου και στη Δεκέλεια-Ξυλοτύμπου, αναφέρθηκε στο «κενό» και στη «σιωπή» που όπως είπε υπάρχει στη λογοτεχνία της Ελλάδας για την εβραϊκή κοινότητα της χώρας και την εξολόθρευση της από τους ναζιστές, «πέρα από κάποια κείμενα του συγγραφέα Δημήτρη Χατζή, κάποιες αναφορές του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, κάποια ποιήματα του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου. Έζησα – πρόσθεσε – ως φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη και ένιωσα κι εγώ αυτή την «ενοχή», αφού ενώ σπούδασα Νομική και διδάχτηκα το Διεθνές Δίκαιο, δεν ήξερα ότι το Πανεπιστήμιο μου ήταν κτισμένο πάνω στο παλιό εβραϊκό κοιμητήριο που είχε καταστραφεί ουσιαστικά στις αρχές της γερμανικής κατοχής. Μετά συνειδητοποίησα ότι κρύβεται ένα μυστικό σε αυτή την πόλη… Εγώ αποφοίτησα το 2001 κι άρχισα να μαθαίνω περισσότερα για το παρελθόν της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα γύρω στο 2005-2006 που μεταφράστηκε στα ελληνικά το βιβλίο «Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων» του Βρετανού ιστορικού Mark Mazower»…Η Νάσια Διονυσίου είπε ότι «μέσα από τη λογοτεχνία επιδιώκει τη σύνδεση της ιστορίας με τον άνθρωπο και είμαστε τυχεροί γιατί τέτοια ντοκουμέντα όπως αυτά που μας έδωσε ο Λεόν Σαλτιέλ για τη Θεσσαλονίκη με το βιβλίο «Μη με ξεχάσετε» και η Βασιλική Σελιώτη για την Κύπρο με την ιστορική μελέτη «Βρετανικά Στρατόπεδα Εβραίων Προσφύγων στην Κύπρο (1946-1949)», αποτελούν την πρώτη ύλη για να κτίσουμε κι εμείς το δικό μας έργο και με κάποιο τρόπο να δώσουμε φωνή και να διατηρήσουμε ζωντανή αυτή τη μνήμη». Απαντώντας σε ερώτηση της Χρύστας Ντζάνη περίγραψε συνοπτικά το θέμα του βιβλίου της που έχει κεντρικό ήρωα ένα Ελληνοκύπριο δημοσιογράφο που καταγράφει την καθημερινότητα των βρετανικών «κάμπων». «Εγώ ως συγγραφέας στο δικό μου βιβλίο αναδεικνύω την προσωπική ευθύνη», υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Ανεξάρτητα από τις συνθήκες, από τις ιδεολογίες, από τους «χαρισματικούς» ηγέτες που «υπνωτίζουν» τους λαούς όπως έκανε τότε ο Χίτλερ στον πολιτισμένο λαό της Γερμανίας, εκείνο που απομένει είναι η ευθύνη του καθενός μας και νομίζω μπορούμε να διαφυλάξουμε την κρίση μας, τη συνείδηση μας και την ανθρωπιά μας. Η λογοτεχνία ακριβώς μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι το καλό και το κακό μπορεί να συνυπάρχει στον ίδιο άνθρωπο. Ότι υπάρχει μια συνεχόμενη πάλη για κάθε επιλογή μας, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη. Κι αυτό ήθελα να καταδείξω στο βιβλίο μου – ότι στο τέλος της ημέρας το να παραμένεις άνθρωπος είναι προσωπική σου επιλογή».
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες της γυναικείας οπτικής
Το βιβλίο «Μη με ξεχάσετε» περιέχει τρεις συλλογές συνολικά 51 επιστολών που έστειλαν τρεις Εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, μερικές εβδομάδες ή μέρες πριν τον εκτοπισμό τους στο Άουσβιτς και τη θανάτωση τους. Όπως ανέφερε ο Λεόν Σαλτιέλ, η Ελλάδα το 1942-43 ήταν χωρισμένη σε τρεις ζώνες κατοχής μεταξύ των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων συμμάχων. Σχετική με την περίπτωση του βιβλίου είναι η συνοριακή γραμμή μεταξύ των γερμανικών και των ιταλικών ζωνών με τη Θεσσαλονίκη υπό γερμανική κατοχή και την Αθήνα υπό ιταλική. Καθώς οι Ιταλοί δεν ήθελαν να εφαρμόσουν αντισημιτικά μέτρα, οι περιοχές που ήλεγχαν έγιναν ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους. Έτσι αρκετές εκατοντάδες εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη για τις νότιες περιοχές της χώρας και ειδικότερα την Αθήνα. Οι τρεις γιοι ήταν μεταξύ αυτών που βρίσκονταν ήδη εκεί ή μετακόμισαν αμέσως μετά τα πρώτα ναζιστικά μέτρα κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Τα γράμματα στέλνονταν από τη Θεσσαλονίκη είτε μέσω απλού ταχυδρομείου, είτε μέσω διαφόρων Ελλήνων χριστιανών που πηγαινοέρχονταν μεταξύ των δύο ζωνών κατοχής και μπορούσαν να κυκλοφορήσουν σχετικά εύκολα. Ο εγκλεισμός των Εβραίων δεν εμπόδιζε τον ταχυδρόμο να προσεγγίζει το γκέτο και να παραδίδει τις επιστολές στους παραλήπτες τους. Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, οι συγκλονιστικές μαρτυρίες που παρουσιάζονται σε αυτό, «δίνουν μια μοναδική ματιά στη ζωή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή, που αριθμούσαν περίπου 50 χιλιάδες, μέσα από περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων. Δείχνουν πώς οι ίδιες οι μητέρες αντιλαμβάνονταν και ζούσαν τα γεγονότα, μέσω μιας γυναικείας οπτικής που τόσο συχνά απουσιάζει από την ιστοριογραφία. Αυτό το σπάνιο υλικό, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για όλη την Ευρώπη, ανοίγει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις των γεγονότων από τους μελετητές και μας επιτρέπει να φωτίσουμε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Οι τελευταίες επιστολές των τριών μητέρων, γεμάτες πόνο και δάκρυ, είναι μια πραγματική παρακαταθήκη γεμάτη συμβολισμούς και μηνύματα, από την καρδιά των θυμάτων της μεγαλύτερης τραγωδίας που γνώρισε η ανθρωπότητα».
Η Σάρα Σαλτιέλ, η Νεάμα Καζές, η Ματίλντα Μπαρούχ
Όπως περιγράφει ο Λεόν Σαλτιέλ στο βιβλίο, οι τρεις μητέρες επιστολογράφοι είναι η Σάρα Σαλτιέλ, η Νεάμα Καζές και η Ματίλντα Μπαρούχ. Στο διάστημα από 17 Μαϊου 1942 μέχρι 21 Μαρτίου 1943 η Σάρα (Σαρίνα) Σερρέρο Σαλτιέλ (1902-1943) έστειλε 28 επιστολές στον γιο της Μωρίς που βρισκόταν στην Αθήνα. Η Νεάμα Τζιβρέ-Καζές (1889-1943) έστειλε 12 επιστολές πρώτα στον ένα της γιο Μωρίς και έπειτα και στους δύο, Μωρίς και Μπέρτο από 30 Ιανουαρίου μέχρι 10 Απριλίου 1943. Η Ματίλντα Μπαρούχ (1883-1943) έστειλε 11 επιστολές στον γιο της Φρέντυ από 28 Φεβρουαρίου μέχρι 19 Απριλίου 1943. Η μεγαλύτερη συλλογή είναι της Σάρας Σαλτιέλ που καλύπτει μια περίοδο περίπου 10 μηνών. Επιπλέον είναι μάλλον σίγουρο ότι οι τρεις μητέρες δεν ήταν σε απευθείας επαφή η μια με την άλλη. Οι επιστολές στους γιους τους αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της συλλογής. Μαζί με αυτές βρέθηκαν και ορισμένες ακόμη από άλλα μέλη της οικογένειας ή φίλους, σωσμένες μέχρι τις μέρες μας και έχουν συμπεριληφθεί σε αυτό τον τόμο. Οι τρεις γυναίκες 40, 54 και 60 χρόνων αντίστοιχα, είχαν γιους ηλικίας 20 έως και 35 χρόνων. Ήταν από οικογένειες της μεσαίας τάξης, αν και ο πόλεμος είχε επηρεάσει πολύ αρνητικά το βιοτικό τους επίπεδο. Η οικογένεια Σαλτιέλ φαίνεται να είναι η πιο ευκατάστατη αν κρίνει κανείς από τον τρόπο ζωής της και τις εμπορικές αναφορές στα γράμματα. Οι άλλες δύο οικογένειες ανήκαν στην κατώτερη μεσαία τάξη. Δεν φαίνεται να έχουν επαφές με την ηγεσία ή τους προύχοντες της Ισραηλιτικής Κοινότητας που είχαν αποκτήσει σημαντικούς ρόλους εκείνη την περίοδο. Ό,τι γράφουν είναι αυτό που οι ίδιες είδαν, άκουσαν ή βίωσαν. Όλες οι επιστολές είναι γραμμένες στα γαλλικά που υποδηλώνει ότι οι τρεις γυναίκες κατάγονταν από οικογένειες της μεσαίας τάξης που είχαν την οικονομική δυνατότητα να παρέχουν γυμνασιακή εκπαίδευση στις κόρες τους. Οι τρεις μητέρες με τις οικογένειες και τους φίλους εκτοπίσθηκαν και εξοντώθηκαν στο Άουσβιτς. Έμεναν ήδη στο γκέτο όταν τα πρώτα τρένα ξεκίνησαν με προορισμό την Πολωνία μεταφέροντας κυρίως τους Εβραίους των φτωχών εργατικών συνοικισμών κοντά στον σταθμό. Θα πρέπει να μεταφέρθηκαν και αυτές προς τον άγνωστο προορισμό λίγες μέρες αφότου έστειλαν το τελευταίο γράμμα προς τα παιδιά τους. Στις επιστολές τους περιγράφουν τη διαδικασία του εκτοπισμού με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τις αντιδράσεις του κόσμου την ώρα της αναχώρησης που συγκλονίζουν. Οι τρεις μητέρες βλέποντας με τα ίδια τους τα μάτια τι γινόταν γύρω τους, λίγες αμφιβολίες είχαν για το τι θα συνέβαινε και στις ίδιες. Χρησιμοποιούν όρους όπως «θάνατος», «εξόντωση», «τελευταία ώρα», «μοιραία στιγμή» και «καταδικασμένοι σε θανατική ποινή». Τα ίδια τα γεγονότα δεν άφηναν περιθώρια για ελπίδα, αισιοδοξία ή θάρρος. Μπροστά σε αυτές τις δυσκολίες – και πιθανώς προβλέποντας το άμεσο μέλλον τους – οι τρεις μητέρες προσπάθησαν να βρουν τρόπο διαφυγής. Το να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και να καταφύγουν στην Αθήνα όπου βρίσκονταν οι γιοι τους ήταν η πιο λογική λύση. Κάποιοι από τους γιους προσπάθησαν να βγάλουν άδεια για να μπορέσουν οι μητέρες τους να ταξιδέψουν στην Αθήνα. Δεν τα κατάφεραν και οι γερμανικές αρχές στη Θεσσαλονίκη δεν δέχονταν παρόμοια έγγραφα. Δυστυχώς δεν γλίτωσαν τελικά από τον εκτοπισμό και το θάνατο στο Άουσβιτς…