Μια προσωπική μαρτυρία για την ιστορία. Ο Γιαννάκης Ομήρου μοιράζεται με όλους εμάς, με τους συμπατριώτες του, αλλά και ευρύτερα, τη δική του καταγραφή των γεγονότων, όπως τα βίωσε. Ήταν διαμορφωτής και μάρτυρας. Ήταν πρωταγωνιστής και συμμέτοχος. Ο κ. Ομήρου έκανε αυτό που θα έπρεπε να πράττουν όλοι οι πολιτικοί με μακρά πρωταγωνιστική πορεία. Να γράψει, να καταγράψει και να παρουσιάσει. Δεν είναι τούτο σύνηθες μεταξύ των πολιτικών, οι οποίοι δεν γράφουν, δεν κρατάνε αρχείο. Κάποιοι το πράττουν, αλλά είναι λίγοι.
Είναι λάθος να μην καταθέτουν τη μαρτυρία, τις εμπειρίες τους, καθώς στερούν από τους πολίτες, τους ερευνητές, βασικά στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της ιστορίας αλλά και της πολιτικής.
Ο Γιαννάκης Ομήρου είναι πολυγραφέστατος, αλλά σίγουρα ένα είναι η αρθρογραφία και διαφορετικό η καταγραφή ιστορικών γεγονότων.
Ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής είχε εμπλοκή στη μάχιμη πολιτική από πολύ νωρίς. Οι εξελίξεις και τα ιστορικά γεγονότα στον τόπο είχαν ωριμάσει τους νέους στη δεκαετία του 60 και τους πολιτικοποίησε έντονα. Μάχιμος πάντα στους δημοκρατικούς και εθνικούς αγώνες μπήκε στην πολιτική από τα φοιτητικά του χρόνια —ακόμη και νωρίτερα— καθώς όντας μαθητής έζησε τα ταραγμένα χρόνια, τα πέτρινα χρόνια της Κύπρου. Δήλωσε παρών στον αντιχουντικό αγώνα, με την κινητοποίηση στη Νομική στην Αθήνα, προπομπός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Αλλά και στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 ήταν εκ των εκφωνητών του ελεύθερου ραδιοσταθμού της Πάφου, «ενός ταπεινού οχυρού ελευθερίας», όπως χαρακτηρίζει τον ραδιοσταθμό ο συγγραφέας. Ένα μετερίζι που στήριξε, ενίσχυσε το φρόνημα του λαού και μετέφερε τη φωνή του Μακάριου, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν ζωντανός.
Η πολιτική του πορεία είναι γνωστή: βουλευτής, στα 31 του χρόνια, Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, της Βουλής.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Γιαννάκης Ομήρου έχει γράψει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Είναι αλήθεια πως είναι εκ των πραγμάτων ο πρωταγωνιστής. Αυτό ενισχύει διά της προσωπικής μαρτυρίας την τεκμηρίωση. Είναι η δική του κατάθεση, ως πρωταγωνιστής, ως μέρος των γεγονότων.
Ο Γιαννάκης Ομήρου, λοιπόν, καταγράφει στο βιβλίο του ένα μικρό μέρος από τη μακρά πορεία του στον πολιτικό βίο και τη σημαντική του εμπειρία. Μυεί τον αναγνώστη σε άγνωστες λεπτομέρειες.
Δύο παραδείγματα:
Η γνωστή ιστορία με την αποστολή Κλίφορντ, όπου ο Αμερικανός απεσταλμένος ξεγέλασε τον πρόεδρο Μακάριο το 1977 για την κατάθεση χάρτη από την πλευρά μας για το εδαφικό. Ο Γιαννάκης Ομήρου μαζί με το Πολιτικό Γραφείο της ΕΔΕΚ είχαν κληθεί στην Αρχιεπισκοπή για να πεισθούν από τον Μακάριο, λόγω των αντιδράσεων του κόμματος. Μεσούσης της συνάντησης και ενώ ο Αρχιεπίσκοπος επιχειρηματολογούσε, δέχθηκε τηλέφωνο από τη Βιέννη. Ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Ο Μακάριος μίλησε ενώπιον των μελών της ηγεσίας της ΕΔΕΚ. Μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει πως η συσκευή του τηλεφώνου μεταφέρθηκε στον Μακάριο μέσα σε έναν ασημένιο δίσκο. Από τα όσα λέχθηκαν —αν και δεν άκουγαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο— έγινε αντιληπτό πως η ελληνική πλευρά κατέθεσε προτάσεις και χάρτη και η τουρκική πλευρά όχι. Ο Μακάριος απογοητεύθηκε και παρόλο που είπε στον συνομιλητή του να επιμένει, γνώριζε πως το παιχνίδι χάθηκε. Η αντιπροσωπεία της ΕΔΕΚ αποχώρησε μέσα σε αισθήματα «καταθλιπτικής αμηχανίας», όπως αναφέρει ο Γ. Ομήρου. Την επόμενη ημέρα, Κυριακή, στο Μετόχι του Κύκκου, ο Μακάριος στη διάρκεια της λειτουργίας υπέστη καρδιακό επεισόδιο.
Μια άλλη μαρτυρία αφορά την πολύκροτη υπόθεση της αγοράς και της μη εγκατάστασης του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-300. Δεν αποκαλύπτει κρατικά μυστικά, μυστικά που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Περιγράφει, όμως, με κάθε λεπτομέρεια την πορεία αυτής της υπόθεσης. Ενός πολιτικού φιάσκου, όπως εξελίχθηκε. Και εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ως αποτέλεσμα εκείνων των εξελίξεων, ο κ. Ομήρου παραιτήθηκε από υπουργός Άμυνας. Και πάλι μια σπάνια πολιτική πράξη, ξένη για την πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος, που μένει κολλημένο στην καρέκλα.
Από την υπόθεση αυτή θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει τον διάλογο Κληρίδη-Σημίτη στην ελλαδοκυπριακή σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου στις 27 Νοεμβρίου 1998.
Πρόεδρος Κληρίδης (Γλ.Κ.): Προτού μπούμε σε συζήτηση αυτών των θεμάτων, θέλω να κάμω τις εξής παρατηρήσεις. Στην Αθήνα οι εφημερίδες γράφουν ότι η ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε οι πύραυλοι να μεταφερθούν στην Κρήτη και το εμπόδιο είναι ο Κληρίδης. Εκφράζω τον φόβο ότι η ελληνική Κυβέρνηση θα παρουσιαστεί ως υποχωρήσασα και ότι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου και Ελλάδας θα υποστεί πλήγμα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, άλλωστε, ότι υπάρχουν και εκείνοι που το αμφισβητούν. Το 1967 μια άλλη ελληνική Κυβέρνηση, μη δημοκρατική, απέσυρε τη Μεραρχία από την Κύπρο και την άφησε γυμνή. Το 1974 μια άλλη Κυβέρνηση, δημοκρατική, εγκατέλειψε την Κύπρο ανυπεράσπιστη, στον δεύτερο Αττίλα. Δεν θέλω να πιστέψω ότι θα συμβεί και τώρα το ίδιο. Θέλω να υπογραμμίσω ότι κινδυνεύει το γόητρο και η υπόσταση του μετώπου Κύπρου και Ελλάδας, το οποίο κτίσαμε με κόπο και μόχθο. Προσωπικά δεν με ενοχλεί το πολιτικό κόστος, διότι δεν θα είμαι ξανά υποψήφιος για την προεδρία. Όμως με φοβίζει το κλίμα που θα δημιουργηθεί μέσα στον κυπριακό Ελληνισμό…
Στο σημείο αυτό και ενώ στη σύσκεψη επικρατούσε παγωμάρα, ο Πρωθυπουργός Σημίτης διέκοψε φανερά εκνευρισμένος τον Πρόεδρο Κληρίδη. Η σύσκεψη φαινόταν να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα.
Κ.Σ.: Κύριε Πρόεδρε, με εκπλήσσει ο τρόπος που μιλάτε. Είναι απαράδεκτος. Η Ελλάδα και αυτή η ελληνική Κυβέρνηση ουδέποτε θα εγκαταλείψουν την Κύπρο. Ένα τέτοιο θέμα δεν θα έπρεπε να το εγείρετε.
Πριν τη σύσκεψη και πριν ακόμη μεταβεί στην Αθήνα η κυπριακή αποστολή, είχε επισκεφθεί την Κύπρο ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαμάνης (15-16 Νοεμβρίου 1998), προσκεκλημένος του Κύπριου ομόλογού του, Σπύρου Κυπριανού. Σε μια τετ α τετ συνάντηση, Ομήρου- Κακλαμάνη, στο προαύλιο του ΓΕΕΦ, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής τού είπε χωρίς περιστροφές πως «Γιαννάκη, η Κύπρος δεν μπορεί να μετατρέπεται κάθε μερικά χρόνια σε κρεατομηχανή και να χάνονται άδικα χιλιάδες άνθρωποι…».
Το αποτέλεσμα γνωστό. Οι S-300, όπως έγραφαν οι αθηναϊκές εφημερίδες, αντί στην Κύπρο εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και παραμένουν εκεί.
Στο βιβλίο ο Γιαννάκης Ομήρου αφιερώνει σελίδες στους ανθρώπους που φαίνεται ότι η γνωριμία και οι σχέσεις μαζί τους τον επηρέασε. Σε αυτούς καταγράφονται, μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Βάσος Λυσσαρίδης που θεωρεί μέντορά του, ο Ιχσάν Αλή, ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης, ο Γιάννος Κρανιδιώτης και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το βιβλίο του Γ. Ομήρου είναι χρήσιμο και φέρνει στην επιφάνεια πολλά νέα ιστορικά γεγονότα, άγνωστα μέχρι σήμερα. Δεν είναι χρήσιμο μόνο για τους ερευνητές, μελετητές αλλά και για τους πολίτες, που ψάχνουν την ιστορική αλήθεια. Είναι σαφές πως οι πολιτικοί οφείλουν να καταθέτουν τις εμπειρίες και μαρτυρίες τους. Αυτό έπραξε ο κ. Ομήρου ως ακόμη μια συμβολή του στους αγώνες της Κύπρου και του λαού.
Επτά κεφάλαια, δύο παραρτήματα, 330 σελίδες
Το βιβλίο, έκτασης 330 σελίδων, κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ο συγγραφέας το χωρίζει σε επτά κεφάλαια και δύο παραρτήματα. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι το πραξικόπημα, την τουρκική εισβολή, τις εμπειρίες του από τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, την επιστροφή στην Κύπρο και την ανάμειξή του στην ΕΔΕΚ, την υπουργοποίησή του και την πολύκροτη υπόθεση των S-300, την πενταετή άσκηση των καθηκόντων της Προεδρίας της Βουλής. Στα δύο παραρτήματα ο συγγραφέας επιλέγει στο πρώτο να δημοσιεύσει ορισμένες ομιλίες, που έκανε στη μακρά πολιτική του διαδρομή και στο δεύτερο έξι έγγραφα: τα πρώτα πέντε από την εξέλιξη της παραγγελίας και την κατάληξη των S-300 και το τελευταίο από την τελευταία φάση του Σχεδίου Ανάν, με τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων, όπως τις παρουσίασαν οι εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών. Στο βιβλίο δημοσιεύονται αρκετές φωτογραφίες.