Τέσσερα αδέλφια, με καταγωγή από την κατεχόμενη Βατυλή της επαρχίας Αμμοχώστου, μαζί με τρεις άλλους συναδέλφους τους, δημιούργησαν μια παγκόσμια πρωτοποριακή μέθοδο «χαρτογράφησης» ασθενειών (διαβήτης, κολπική μαρμαρυγή, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, άσμα, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, αϋπνία, λευκοκυττάρωση, κοκκύτης, εγκεφαλικό επεισόδιο, φυματίωση, πνευμονία και άλλων) μέσω μιας προσωπικής συσκευής, της DxtER, όπως ονομάζεται.
Έως τώρα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση 34 διαφορετικών παθήσεων ή καταστάσεων που επηρεάζουν την υγεία, ενώ έως την ημέρα που θα κυκλοφορήσει στην αγορά υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τις 100. Η ιατρική αυτή συσκευή κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό XPRIZE. Η απονομή έγινε σε τελετή στο Λος Άντζελες και δόθηκε εκτενής προβολή από αμερικανικά ΜΜΕ, υπογραμμίζοντας την καινοτομία που επιφέρει στον τομέα της έγκαιρης διάγνωσης και συνεχής παρακολούθησης, σώζοντας ανθρώπινες ζωές.
Εκ μέρους της εφταμελούς επιστημονικής ομάδας μίλησε στον «Φ» ο επικεφαλής της, δρ Βασίλης Χάρης, τονίζοντας ότι «η συγκεκριμένη τεχνολογία, είτε πρόκειται για τη δική μας συσκευή είτε για κάτι παρόμοιο, ανοίγει καινούργιους ορίζοντες στην υγειονομική περίθαλψη, γιατί δίνει στους χρήστες τα εργαλεία που χρειάζονται για να παρακολουθούν την κατάσταση της υγείας τους, παρέχοντάς τους αξιόπιστα δεδομένα. Επίσης, κάθε άτομο, ειδικά σε υπο-εξυπηρετούμενες κοινότητες, που θα χρησιμοποιεί μια τέτοια συσκευή θα έχει οικονομικά προσιτή υγειονομική περίθαλψη, αποκτώντας τη δυνατότητα μόνος του –χωρίς να έχει ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις– να παρακολουθεί από το σπίτι του, το γραφείο του ή από οπουδήποτε αλλού την πορεία ασθενειών, με αποτέλεσμα να προλαβαίνει δυσάρεστες εξελίξεις και σοβαρές επιπλοκές».
Τα τέσσερα αδέλφια της ομάδας –προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς κλάδους– είναι:
• ο Βασίλης (Ιατρική),
• ο Γιώργος (Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές – Πληροφορική),
• ο Κώστας (Ιατρική) και
• η Τζούλια (Δημόσια Υγεία).
Η αδελφή τους η Μαρία που δεν είναι μέλος της ομάδας είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός.
Το αξιοπρόσεκτο στοιχείο της όλης εφεύρεσης είναι ότι η συσκευή τους στηρίζεται στο γνωστό «tricorder» της φημισμένης τηλεοπτικής σειράς επιστημονικής φαντασίας Star Trek.
Η συσκευή περιέχει εξωτερικούς ανιχνευτές (sensors) και συγκεντρώνει πληροφορίες, οι οποίες στη συνέχεια τυγχάνουν επεξεργασίας και σύνθεσης σε μια διαγνωστική εφαρμογή σε έξυπνο κινητό τηλέφωνο (smartphone) ή σε tablet. Σύμφωνα με τον δρα Χάρη, για να κυκλοφορήσει η συσκευή στην αγορά απαιτείται η έγκρισή της από την αρμόδια υπηρεσία των ΗΠΑ, όπως γίνεται με κάθε νέο προϊόν (φάρμακο και συσκευή) στον ιατρικό κλάδο.
Πρόκειται για μια σχετικά μακρά διαδικασία που θα χρειαστεί γύρω στα τρία με πέντε χρόνια. Η τιμή της κάθε συσκευής θα είναι περίπου διακόσια δολάρια. Η συσκευή συγκεντρώνει στοιχεία από το ιστορικό υγείας του ασθενούς, αλλά και της οικογένειάς του, τη φυσική κατάστασή του στη βάση σχετικής εξέτασης, καθώς και από τους διάφορους ανιχνευτές που περιλαμβάνει έτσι ώστε να προβεί σε μια άμεση και σωστή εκτίμηση. Η ομάδα του Βασίλη Χάρης κατασκεύασε τα συνολικά 65 κιτ που χρειάστηκαν για τις δοκιμές της συσκευής, χρησιμοποιώντας τρεις τρισδιάστατους εκτυπωτές (3D printers) στο γραφείο του σπιτιού του και με τη βοήθεια των τριών παιδιών του, ηλικίας από 11 έως 15 ετών.
Το νέο «tricorder» της Final Frontier Medical Devices δημιουργεί τις προοπτικές για να φέρει τα πάνω κάτω στην κατ’ οίκον ιατρική φροντίδα. Μπορεί να διαγνώσει αν κάποιος πάσχει από πνευμονία ή διαβήτη ή άλλες παθήσεις και την ίδια ώρα να παρακολουθεί την πίεση του αίματος, τους παλμούς της καρδιάς και άλλες λειτουργίες ζωτικής σημασίας.
Επιπρόσθετα, όλες αυτές οι πληροφορίες μπορούν να είναι προσβάσιμες σε πραγματικό χρόνο από επαγγελματία γιατρό κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει εκατομμύρια ασθενείς. Η Final Frontier Medical Devices αποτελείται από τους: Βασίλη Χάρης, Γιώργο Χάρης, Άντριου Σίνγκερ, Έντουαρντ Χέπλερ, Φίλιπ Τσάρον, Κωνσταντίνο Χάρης και Τζούλια Χάρης. Μαζί με το πρώτο βραβείο για το DxtER η ομάδα έλαβε και μια επιταγή ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο διαγωνισμός XPRIZE χρηματοδοτείται από το Qualcomm Foundation, το οποίο ανήκει στην εταιρεία Qualcomm, έναν από τους κορυφαίους κατασκευαστές επεξεργαστών για έξυπνες συσκευές.
Έτσι ξεκίνησε η ιδέα
Αναφερόμενος στην ιδέα για την κατασκευή της «θαυματουργικής» αυτής ιατρικής συσκευής, ο ομογενής συμπατριώτης μας γιατρός Βασίλης Χάρης είπε ότι ίδρυσε την Basil Leaf Technologies με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Γιώργο, το 2013 και ακολούθως σχημάτισαν μια ομάδα, την Final Frontier Medical Devices, με σκοπό να συμμετάσχει στον διαγωνισμό Qualcomm Tricorder XPRIZE. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η μοναδική εφεύρεσή του ήταν μια μηχανή παρασκευής «μαλλιού της γριάς (παμπάτζιν)», που έφτιαξε με τα αδέρφια του στα σχολικά τους χρόνια.
Όπως μας είπε, «όταν πρωτοανέφερα την ιδέα για να φτιάξουμε μια τέτοια συσκευή, κανένας δεν με άκουγε, εκτός από τα αδέλφια μου, με τα οποία συνδυάσαμε γνώσεις και διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Χρειαστήκαμε πέντε χρόνια. Και η συσκευή είναι μόνο η αρχή. Πιστεύουμε ότι θα υπάρξει συνέχεια».
H αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού
Ο δρ Χάρης, όπως και τα τέσσερα αδέλφιά του, γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και βαπτίστηκε στη Βατυλή, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του, ενώ η μητέρα του γεννήθηκε στη Χίο, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών του χρόνων στη Βατυλή. Για τις σπουδές του ανέφερε ότι «οι πτυχιακοί και μεταπτυχιακοί μου τίτλοι είναι στη Μηχανική από το Πανεπιστήμιο Ντρέξελ στη Φιλαδέλφεια. Έχω διδακτορικό δίπλωμα, επίσης στη Μηχανική, από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στην Ιθάκη της Νέας Υόρκης και πτυχίο στην Ιατρική από το Πανεπιστήμιο Τόμας Τζέφερσον στη Φιλαδέλφεια».
Στην ερώτησή μας αν σκοπεύουν να προωθήσουν το προϊόν τους στην ευρωπαϊκή και ειδικότερα στην κυπριακή αγορά, απάντησε καταφατικά, τονίζοντας ότι «η Κύπρος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Είμαστε ενθουσιασμένοι για το γεγονός ότι η εφεύρεσή μας βρίσκεται στο προσκήνιο και πιστεύουμε ότι η απαραίτητη αυτή τεχνολογία θα βοηθήσει πάρα πολύ τον κόσμο στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Είναι η αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού».
Καταλήγοντας, σημείωσε ότι η οικογένειά τους είναι μέλη του Συλλόγου Κυπρίων Μείζονος Φιλαδέλφειας Μακάριος Γ΄, ενώ μιλώντας για την επίσκεψή τους στην κατεχόμενη Βατυλή, τόνισε ότι «ήταν μια τρομερή εμπειρία. Παρά το γεγονός ότι δεν έζησα εκεί, εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως ήμουν ένα κομμάτι αυτού του τόπου μέσα απ’ όλες τις αφηγήσεις των γονιών μας και των συγγενών μας για τη ζωή τους στη Βατυλή. Είναι μια συνεχόμενη τραγωδία».
Χαράλαμπος Χάρης: Η Βατυλή που γνώριζα
«Ήταν μια συγκινητική στιγμή για όλη την οικογένειά μας, μια δικαίωση πολύχρονων κόπων» δήλωσε στον «Φ» ο πατέρας των τεσσάρων Κυπρίων ομογενών της επταμελούς επιστημονικής ομάδας που δημιούργησε την ιατρική συσκευή, καθηγητής Χαράλαμπος Χάρης (Harry G. Harris), αναφερόμενος στην τελετή απονομής του βραβείου στο Λος Άντζελες.
«Ο ανταγωνισμός ήταν πολύ σκληρός, γιατί υπήρχαν αρκετές ευρηματικές παρουσιάσεις από ομάδες και ορισμένες είχαν πολύ μεγάλη οικονομική στήριξη», όπως επισήμανε. Μιλώντας για την ιατρική συσκευή των παιδιών του υπογράμμισε ότι ήταν και ένας από τους πρώτους ασθενείς που τη χρησιμοποίησε σε πειραματικό στάδιο, προσθέτοντας ότι «έτσι μπορώ να μιλήσω και με βάση τη δική μου εμπειρία. Επειδή είμαι διαβητικός και έχω ορισμένα άλλα προβλήματα υγείας, αυτό το μηχάνημα αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στη διάγνωση και τη θεραπευτική αγωγή».
Ο δρ Χάρης, ο οποίος για 30 χρόνια ήταν καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων του αμερικανικού Πανεπιστημίου Ντρέξελ στη Φιλαδέλφεια, είναι ο συγγραφέας ενός αξιόλογου βιβλίου που φέρει τον τίτλο: «Η Βατυλή που γνώριζα» και έχει εκδοθεί το 2009, στα ελληνικά και στα αγγλικά (The Vatili I Knew). Για το βιβλίο του και για τη γενικότερη προσφορά του στην Ομογένεια, την Κύπρο και στις Επιστήμες είχε τιμηθεί με το «Βραβείο Ηγεσίας» από τον Σύλλογο Κυπρίων Μείζονος Φιλαδέλφειας Μακάριος Γ΄, στον οποίο διετέλεσε πρόεδρος στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του. «Ένιωσα πολύ τυχερός που βρισκόμουν εκεί με τη δεύτερη σύζυγό μου και πολύ περήφανος για το επίτευγμα των παιδιών μου. Όταν παρέλαβαν το βραβείο και με κάλεσαν να φωτογραφηθώ μαζί τους πέρασαν μπροστά μου δεκάδες εικόνες για ένα μακρύ ταξίδι μέσα στο χρόνο, όπως το καταγράφω στο βιβλίο μου με διηγήσεις και φωτογραφίες» ανέφερε με συγκίνηση και νοσταλγική διάθεση.
Όσον αφορά τις καταβολές του, μεταξύ άλλων, είπε: «Όταν ο πατέρας μου μετανάστευσε στην Αμερική πέρασε από το Έλις Άιλαντ. Εκεί τον ρώτησαν πώς λέγεται και τους είπε: Γεώργιος Χατζηχαραλάμπους Χατζηφάνης. Τότε του είπαν ότι δεν μπορεί να έχεις αυτό το όνομα και του το έκαναν: George Harris. Ο πατέρας μου ήταν Βατυλιώτης και η μητέρα μου Χιώτισσα. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εργαζόταν στην Αμερική κι εγώ με τη μητέρα μου ζούσαμε στη Χίο. Ο πατέρας μου είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική και είχε υπηρετήσει μάλιστα στον αμερικανικό στρατό. Μετά τον πόλεμο, το 1945 επέστρεψε στη Χίο και το 1946 εγκατασταθήκαμε όλοι στη Βατυλή. Τότε ήμουν εννέα χρόνων. Φοίτησα τις υπόλοιπες τάξεις του Δημοτικού στο χωριό μου. Όταν τελείωσα το Δημοτικό και επειδή ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια, μεταναστεύσαμε όλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μείναμε για πέντε χρόνια. Φοίτησα λοιπόν τις πρώτες πέντε τάξεις του Γυμνασίου στην Αμερική και την τελευταία στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Μετά σπούδασα πολιτικός μηχανικός στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Όταν έγινε η τουρκική εισβολή ζούσα με την οικογένειά μου στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, όπου ήδη είχα ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές-διδακτορικές μου σπουδές και εργαζόμουν -προσωρινά- σε κάποια εταιρεία για να αποκτήσω επαγγελματική εμπειρία και με σκοπό να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην Κύπρο για να δημιουργήσω μια δική μου εταιρεία. Εκείνο το καλοκαίρι είχαμε προγραμματίσει να μεταβούμε οικογενειακώς στην πατρίδα, αλλά δεν προλάβαμε. Η σύζυγός μου ήταν επίσης από τη Βατυλή και δυστυχώς τη χάσαμε νωρίς, το 1985. Όταν έγινε η τουρκική εισβολή το 1974 είχαμε τέσσερα παιδιά, τη Μαρία, τον Γιώργο, τον Κωνσταντίνο και τον Βασίλη. Η μικρή μας κόρη Τζούλια γεννήθηκε το 1982».
Αναφερόμενος στη μεταπολεμική περίοδο, τόνισε ότι «όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βατυλή, οι γονείς μου ζούσαν εκεί και αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν και να ζήσουν για λίγο καιρό στη Λευκωσία. Μετά, όμως, τους έφερα στην Αμερική. Πέθαναν εδώ, χωρίς να μπορέσουν ποτέ να ξαναδούν το χωριό τους. Μαζί με τη σύζυγό μου και τα παιδιά μας είχαμε επισκεφθεί την Κύπρο το 1980, αλλά τότε δεν μπορούσαμε να πάμε στη Βατυλή, όπου για πρώτη φορά πήγαμε όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003». Για τον δρα Χάρης, η Βατυλή είναι «σημείο αναφοράς» για το παρελθόν και το μέλλον. «Έκανα οκτώ χρόνια για να ετοιμάσω το βιβλίο. Στην αρχή, ξεκίνησα με την ιστορία της οικογένειάς μου, αλλά στην πορεία συμπεριέλαβα και άλλες ιστορίες συγγενών και συγχωριανών μου, καθώς και ιστορικά, πολιτιστικά, εκκλησιαστικά και λαογραφικά στοιχεία του χωριού μας, βιώματα και ελπίδες μιας περασμένης εποχής, με αποκορύφωμα την προδοσία και τον όλεθρο του ’74. Η ιδέα του βιβλίου, το οποίο είχε παρουσιαστεί σε συνεστίαση των Βατυλιωτών στην Κύπρο, ξεκίνησε από την ανάγκη ότι ήθελα να αφήσω κάτι στα παιδιά και στα εγγόνια μου για το οικογενειακό μας δέντρο, αλλά παράλληλα για να καταγραφούν ανθρώπινες ιστορίες που σηματοδότησαν τη ζωή στη Βατυλή, που ήταν κωμόπολη και θεωρείτο η πρωτεύουσα της Μεσαορίας. Και όπως συνηθίζεται, το ένα πράγμα φέρνει το άλλο, με αποτέλεσμα στο τέλος να συμπεριλάβω στο βιβλίο και ιστορίες άλλων οικογενειών. Όταν συνταξιοδοτήθηκα από το Πανεπιστήμιο Ντρέξελ, είχα περισσότερο χρόνο και έτσι ξεκίνησα την έρευνά μου για το βιβλίο. Επισκέφθηκα αρκετές φορές τη Βατυλή, που σήμερα είναι σχεδόν αγνώριστη, για να συγκεντρώσω στοιχεία και να βγάλω πολλές φωτογραφίες. Όταν πρωτοπήγα ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Το πατρικό μου σπίτι έχει κατεδαφιστεί, όπως και άλλα σπίτια, καθώς και δυο ξωκλήσια, ενώ η εκκλησία είναι ετοιμόρροπη. Οι περισσότεροι που διαμένουν τώρα είναι έποικοι. Το χωριό μας ήταν μικτό και με τους Τουρκοκύπριους είχαμε πάντα πολύ καλές σχέσεις. Πολλοί συγχωριανοί μας Τουρκοκύπριοι ούτε καν θέλουν να έχουν επαφές με τους έποικους. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τη Βατυλή και άλλα σκλαβωμένα μέρη του νησιού μας νιώθω μια απέραντη θλίψη. Οι κατακτητές προσπαθούν να διαγράψουν καθετί ελληνικό. Εμείς μπορεί να ζούμε στην Αμερική, αλλά ουδέποτε λησμονούμε νεκρούς και ζωντανούς που συμπορεύονται με τις μνήμες και τον τόπο μας».