Ένας από τους σημαντικούς τομείς τουρισμού που προωθείται τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, είναι αναμφίβολα ο λεγόμενος οινοτουρισμός, θεμέλιο του οποίου αποτελούν οι Δρόμοι του Κρασιού που επισταμένα προωθεί το υφυπουργείο Τουρισμού. Και οι Δρόμοι αυτοί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι διαδρομές τις οποίες μπορούν να ακολουθήσουν οινόφιλοι και άλλοι επισκέπτες σε αμπελώνες, τοπικά οινοποιεία, σημεία πώλησης κρασιού και άλλων τοπικών συναφών προϊόντων, σε συνδυασμό με επισκέψεις σε άλλα αξιοθέατα του τόπου, παραδοσιακά πατητήρια και μουσεία που συντηρήθηκαν σε διάφορες περιοχές.
 
Σ’ αυτές τις διαδρομές τη δική τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι περιοχές της κουμανδαρίας η οποία ως «βασιλιάς των κρασιών» και «κρασί των βασιλέων», αποτελεί πλέον τον καλύτερο πρεσβευτή της κυπριακής οινοπαραγωγής.
 
Το όνομά της ταυτισμένο με δεκάδες θρύλους αφού αποτέλεσε το ελιξίριο βασιλιάδων και ιπποτών αλλά και των απλών χωρικών που το έπιναν με την ίδια ευχαρίστηση. Η κουμανδαρία, κρασί μοναδικό στο είδος του, αποτελεί μια αποκλειστικότητα της Κύπρου, γεγονός που καθιστά το Κράτος αλλά και τα χωριά της παρασκευής υπευθύνους για τη διατήρηση και περαιτέρω διάδοση αυτής της σημαντικής αποκλειστικότητας.
 
Σήμερα, ως ο μοναδικός κυπριακός οίνος ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης, η κουμανδαρία έχει προοπτικές δυναμικής παρουσίας στη διεθνή αγορά κι αυτό πρώτοι φαίνεται να το έχουν αντιληφθεί όλοι οι εμπλεκόμενοι. 
 
Τα δεκατέσσερα Κουμανδαροχώρια (Λάνια, Δωρός, Μονάγρι, Συλίκου, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Μάμας, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Άγιος Παύλος, Λουβαράς, Ζωοπηγή, Άγιος Κωνσταντίνος, Αψιού και Γεράσα), που παράγουν το σπουδαίο αυτό τοπικό κρασί βρίσκονται σε υψόμετρο 500-900 μέτρων. Περιτριγυρίζονται από αμπελώνες των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών –Μαύρο και Ξυνιστέρι, ανάμεσα σε θαμνώδη άγρια βλάστηση και αραιό δάσος.
 
Όσοι βρεθούν στα Κουμανδαροχώρια αυτές τις μέρες του τρύγου, όπως αναφέρει ο εκπρόσωπος της Ομάδας Πρωτοβουλίας των δεκατεσσάρων Κουμανδαροχωριών, Ανδρέας Παναγίδης, έχουν την ευκαιρία, να γευτούν απεριόριστα την κουμανδαρία και άλλα παραδοσιακά εδέσματα.
 
Παράλληλα, θα έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά την πραγματοποίηση του τρύγου, του απλώματος και του αλέσματος των σταφυλιών, του ιδιαίτερου τρόπου παρασκευής του μοναδικού γλυκόπιοτου κυπριακού κρασιού.  
 
Ο κάθε επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί τα τοπικά οινοποιεία «Μέναργος» στην κοινότητα Mοναγρίου, «Καρσεράς» στην κοινότητα Δωρός, «Revekka» στην κοινότητα Αγίου Μάμμαντος, «Λινός» στην κοινότητα Λάνιας και το Ιστορικό Μουσείο Κουμανδαρίας που λειτουργεί στην κοινότητα Ζωοπηγής και το Μουσείο Κουμανδαρίας στην κοινότητα Συλίκου, να κάνει μια περιδιάβαση στα γραφικά σοκάκια των χωριών της περιοχής να γνωρίσει την πλούσια πολιτιστική τους κληρονομιά, τα αξιοθέατα τους, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων και βέβαια «τσιμπούσι» με το γλυκόπιοτο κρασί και παραδοσιακά εδέσματα στις παραδοσιακές ταβέρνες της περιοχής.
 
Η ιστορία άρχισε και συνεχίζεται σε 14 χωριά της Λεμεσού
 
Ποια όμως η διαφορετικότητα της Κουμανδαρίας από τα άλλα κρασιά, σε ότι αφορά τουλάχιστον την επιλογή των σταφυλιών και την όλη διαδικασία που ακολουθείται μέχρι τη στιγμή που η γεύση και το άρωμα του «κρασιού των βασιλέων» θα κυλήσει στον ουρανίσκο;
 
Το κρασί αυτό αποτελεί προϊόν «Ελεγχόμενης Ονομασίας Προέλευσης» αφού χαρακτηριστικά του όπως η γλυκύτητα, η μοναδική του γεύση και το ιδιαίτερο του άρωμα, μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται όπως η οινοποίηση από το ντόπιο Ξυνιστέρι αλλά και το επίσης ντόπιο Μαύρο προερχόμενα από άνυδρα αμπέλια της περιοχής.
 
Το μυστικό της βρίσκεται καλά φυλαγμένο στη γη των δεκατεσσάρων χωριών της επαρχίας Λεμεσού. Σε αυτά τα χωριά άρχισε η ιστορία της και σε αυτά συνεχίζεται.
 
Η παραγωγή της Κουμανδαρίας γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο όπως χιλιάδες χρόνια πριν. Χρησιμοποιούνται καλά ωριμασμένα σταφύλια από τις ποικιλίες Μαύρο και Ξυνιστέρι τα οποία αφήνονται στο αμπέλι να υπερωριμάσουν πριν τον τρύγο. Η όλη διαδικασία, όπως την περιγράφουν παλαιότεροι, αποτελεί πραγματική μυσταγωγία.
 
Ο τρύγος ξεκινά συνήθως την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη κι αφού προηγουμένως τα σταφύλια εγκριθούν για την ωριμότητα τους. Τα σταφύλια, μαύρο και ξυνιστέρι, απλώνονται στον ήλιο τουλάχιστον για δέκα μέρες με σκοπό να συμπυκνωθούν τα σάκχαρα τους και να αναπτύξουν τα αρώματα τους δίνοντας στο ποτό την ιδιαίτερη γλυκιά του γεύση. Το άπλωμα αυτό στον ήλιο είναι η «δρασιά», όπως τη λέγανε οι παλιότεροι αμπελουργοί. Στη συνέχεια, τα σταφύλια αλέθονται στη μηχανή για να περάσουν στο πιεστήριο όπου θα παραχθεί ο χυμός για να αποθηκευτεί στις στέρνες για την απαραίτητη ζύμωση.
 
Η διαδικασία της ζύμωσης γίνεται πολύ αργά και διαρκεί δυο μέχρι τρεις μήνες.
 
Με την ολοκλήρωση του καθορισμένου χρόνου ζύμωσης, δίνεται η άδεια για την τοποθέτηση της κουμανδαρίας σε ξύλινα βαρέλια για την παλαίωση που διαρκεί το λιγότερο δύο χρόνια. Ακολουθούν νέοι έλεγχοι από αρμόδια επιτροπή εμπειρογνωμόνων και αν το προϊόν δεν έχει αλλοιωθεί, δίνεται η άδεια για την εμφιάλωση.
 
Τα οινοποιεία για κουμανδαρία που λειτουργούν σήμερα, συνήθως, υπογράφουν συμβόλαια με τις μεγάλες οινοβιομηχανίες για την αγορά της κουμανδαρίας σαν ημιτελές προϊόν.
 
Στα παλιά χρόνια, όπως μας ανέφεραν ηλικιωμένοι αμπελουργοί της  περιοχής οι οποίοι σήμερα, έχουν παραδώσει τα ηνία στους νεότερους, κάθε αμπελουργός έφτιαχνε μόνος του ποσότητες κουμανδαρίας τις οποίες διέθετε σε έμπορους. Αργότερα όμως, τη δεκαετία του ‘60 δημιουργήθηκαν μικρές οινοποιητικές μονάδες που έδωσαν περαιτέρω ώθηση στο «προϊόν».
 
«Νάμα» του Ησίοδου και «κομανταρία» Σταυροφόρων
 
Την αρχαιότερη αναφορά στην κουμανδαρία την κάνει ο Ησίοδος γύρω στα 800 π.Χ. στο βιβλίο του «Έργα και Ημέραι» ο οποίος δίνει λεπτομερή αναφορά για το «κύπριο νάμα», εξηγώντας τον τρόπο παρασκευής του γνωστού κρασιού της εποχής που δεν έλειπε από τα συμπόσια των Φαραώ και των βασιλιάδων της Μεσογείου, ενώ ο βασιλιάς Σολομών στο «Άσμα Ασμάτων» αναφέρει την Κύπρο, τα σταφύλια και το κρασί της.
 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου, η κουμανδαρία αποτελεί σημείο αναφοράς στα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα. 
 
Η νεότερη ιστορία της κουμανδαρίας αρχίζει, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος περνώντας από την Κύπρο κατά την διάρκεια της τρίτης Σταυροφορίας, παντρεύτηκε τη Βερεγγάρια και στη γαμήλια τελετή, σερβιρίστηκε μόνο το γλυκόπιοτο κρασί της Κύπρου, αποκαλώντας το «το κρασί των βασιλιάδων και το βασιλιά των κρασιών».
 
Την αξία του γλυκόπιοτου κρασιού ξεχώρισαν και οι Ιωαννίτες Ιππότες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μετά την εκχώρηση του νησιού στους Λουζινιανούς, το 1192 μ.Χ.
 
Στους σταυροφόρους οφείλει το όνομα της η κουμανδαρία, καθώς το Τάγμα είχε τη στρατιωτική διοίκηση του «La Grande Commandaria», στην περιοχή γύρω από το Κολόσσι που καταλάμβανε  τεράστιες εκτάσεις με αμπέλια.
 
Το Τάγμα των Ιωαννιτών ανέδειξε και τελειοποίησε την κουμανδαρία, προάγοντας την στο πιο περιζήτητο κρασί της εποχής. Τέτοια ήταν η φήμη της κουμανδαρίας που κέρδισε το πρώτο καταγεγραμμένο διαγωνισμό γευσιγνωσίας –τη «Μάχη των οίνων»– η οποία έλαβε χώρα κατά τον 13ο αιώνα και πραγματοποιήθηκε από τον Γάλλο Βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο ο οποίος αποκάλεσε την κουμανδαρία «Απόστολο των κρασιών».
 
Μάλιστα, τόσο ξακουστή ήταν η κουμανδαρία, που λέγεται ότι προκάλεσε ακόμα και πόλεμο αφού ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ το 1570, όταν δοκίμασε το κρασί, διέταξε τους στρατηγούς να καταλάβουν την Κύπρο γιατί «εκεί βρίσκεται ένας θησαυρός που μόνο ο Βασιλιάς των Βασιλέων αξίζει να έχει».