Το ΔΗΚΟ ήταν πάντα ανοικτό σε συνεργασίες στη βάση κοινών προγραμματικών θέσεων και κοινών στόχων, δηλώνει χωρίς περιστροφές ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος, κληθείς να σχολιάσει το ενδεχόμενο συζήτησης συνεργασίας με το ΑΚΕΛ για τις προεδρικές εκλογές του 2023.
Τονίζει ότι αυτή τη στιγμή προέχει η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας έναντι της Κύπρου, την ίδια ώρα όμως υποδεικνύει ότι με το ΑΚΕΛ, παρά τις διαφωνίες που έχουν, τους συνδέει η κοινή αγωνία για τους χειρισμούς που γίνονται στο Κυπριακό. Προσθέτει, επίσης, ότι από τη στιγμή που συναντώνται με τον γγ του ΑΚΕΛ, προφανώς και υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας μεταξύ τους.
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος αναφέρεται επίσης στα κόμματα του ενδιάμεσου και τη συνεργασία που είχαν και απαντά για τη συνεργασία σε κοινοβουλευτικό επίπεδο με τον ΔΗΣΥ, υποδεικνύοντας ότι είναι το ΔΗΚΟ που ανάγκασε την Κυβέρνηση να υιοθετήσει εισηγήσεις του και ο ΔΗΣΥ ψήφιζε. Με αυτή τη στάση, το ΔΗΚΟ, όπως λέει, οδήγησε τη χώρα σε πορεία οικονομικής σταθερότητας.
– Η συνεργασία με το ΑΚΕΛ στις εκλογές για δήμαρχο Αμμοχώστου στέφθηκε με επιτυχία. Να αναμένουμε συνέχεια στη συνεργασία;
– Η συνεργασία με το ΑΚΕΛ στις εκλογές για την ανάδειξη του δημάρχου της Αμμοχώστου ήταν η φυσική και λογική συνέχεια της συνεργασίας στους κατεχόμενους δήμους στις δημοτικές εκλογές του 2016. Όπως θα θυμάστε, στηρίξαμε τότε στην Αμμόχωστο τον κ. Σίμο Ιωάννου, πιστεύοντας ότι θα ήταν ένας καλός δήμαρχος, κάτι που προφανώς πιστεύουμε και τώρα. Η στάση μας, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Σε ό,τι αφορά το μέλλον το ΔΗΚΟ έδειξε και απέδειξε πως είναι ανοικτό σε συνεργασίες, στη βάση πάντα κοινών προγραμματικών θέσεων και κοινών στόχων. Αυτό ισχύει και για το ενδεχόμενο συνεργασίας μας με το ΑΚΕΛ, αν και θα πρέπει να καταστήσω σαφές ότι δεν μας έχει απασχολήσει με οποιονδήποτε τρόπο το ενδεχόμενο συνεργασίας στις προεδρικές εκλογές του 2023, όπως λέγεται αγωνιωδώς από τον ΔΗΣΥ. Αντιλαμβάνομαι το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον των ΜΜΕ, όπως και την ανησυχία του κυβερνώντος ΔΗΣΥ για μια ενδεχόμενη συνεργασία ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, όμως, αυτή τη στιγμή προέχει η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας του ενδεχόμενου αδιεξόδου στο Κυπριακό και ασφαλώς των πολλών προβλημάτων της κυπριακής οικονομίας και κοινωνίας.
– Στις συναντήσεις που είχατε με τον Άντρο Κυπριανού, βλέπετε να υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας και προοπτική νέων συνεργασιών;
– Το μόνο θέμα που μας απασχόλησε ήταν το Κυπριακό. Πέρα από τις διαφωνίες που έχουμε με το ΑΚΕΛ σε ό,τι αφορά χειρισμούς στο Κυπριακό ή την ορθότητα και την επάρκεια του Πλαισίου Γκουτέρες ή άλλων παραμέτρων της διαπραγματευτικής διαδικασίας, έχουμε κοινή αγωνία –και αυτή πιστεύω είναι αγωνία όλων των πολιτικών δυνάμεων– ως προς την τροπή που παίρνει το εθνικό μας πρόβλημα και ως προς τους κινδύνους που υπάρχουν. Προφανώς, από τη στιγμή που συναντιόμαστε, υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που αναφέρατε, και επαναλαμβάνω και με αυτή την ευκαιρία ότι οι πολίτες θα πρέπει να χαίρονται όταν διαφορετικά κόμματα συζητούν και προσπαθούν να συνθέσουν κοινές θέσεις μέσα από τις διαφορετικές απόψεις τους. Και αυτό δεν αφορά μόνο στη σχέση ΔΗΚΟ-ΑΚΕΛ, αλλά αφορά στη σχέση κάθε κόμματος με τα υπόλοιπα.
– Ζητούμενο μια συνεργασία να είναι στη βάση αρχών. Πόσο εφικτή, όμως, είναι μία συνεργασία με το ΑΚΕΛ σε προεδρικές εκλογές, δεδομένων των διαφορών που υπάρχουν στο Κυπριακό;
– Επαναλαμβάνω, δεν έχουμε συζητήσει καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο αυτή τη στιγμή. Και με το να το λέω αυτό, δεν εννοώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν κακό. Άλλωστε, κόμματα της αντιπολίτευσης είμαστε και τα δύο και προφανώς επιδιώκουμε την πολιτική αλλαγή. Όμως, είναι πολύ νωρίς για τέτοιες συζητήσεις. Το πόσο εφικτή ή ανέφικτη θα είναι μια τέτοια συνεργασία εξαρτάται από τις συνθήκες και τα δεδομένα που θα διαμορφωθούν στο μέλλον. Όπως είπα και σε άλλη συνέντευξή μου, η ιστορία στη σχέση των δύο κομμάτων περιλαμβάνει και περιόδους άριστης συνεργασίας, περιλαμβάνει και περιόδους έντονων διαφωνιών, πάντα όμως με σεβασμό στην αυτονομία και στην ανεξαρτησία του κάθε κόμματος.
– Εσείς θα είστε ξανά υποψήφιος το 2023 ή έκλεισε το κεφάλαιο αυτό; Θα συζητούσατε μία συνεργασία με το ΑΚΕΛ ή τον ΔΗΣΥ με στήριξη άλλου κοινού υποψηφίου;
– Δεν με απασχολούν αυτή τη στιγμή οι προεδρικές εκλογές του 2023.
– Επαφές με άλλα κόμματα έχετε; Και τι είδους επαφές έχετε;
– Ασφαλώς. Η επικοινωνία ή οι συναντήσεις με όλους τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, πλην του ΕΛΑΜ, εντός και εκτός της Βουλής είναι σχετικά συχνή. Θα προσθέσω μάλιστα ότι είναι και η επιβεβλημένη. Και θα πρέπει, ξαναλέω, να χαροποιεί τους πολίτες το γεγονός ότι υπάρχει στη χώρα μας ένα σχετικά υψηλό επίπεδο διαλόγου, επικοινωνίας και συνεννόησης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Άλλωστε, το ίδιο το πολίτευμά μας επιβάλλει αυτά τα θετικά χαρακτηριστικά, καθώς επιβάλλει τη συνεργασία νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και τη συνεργασία των πυλώνων της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή των κομμάτων, μεταξύ τους.
– Η συνεργασία με τα κόμματα του ενδιάμεσου δεν λειτούργησε…
– Διαφωνώ. Η συνεργασία λειτούργησε. Μπορεί να μην πέτυχε τον εκλογικό της στόχο, όμως λειτούργησε. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές συμφωνήσαμε σε κοινό υποψήφιο, συμφωνήσαμε σε κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης, το οποίο ήταν πλήρες και αναλυτικό και το οποίο, σημειώνω, δικαιώνεται καθημερινά σε πάρα πολλές πτυχές του, συμφωνήσαμε σε κοινή στάση στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Ήταν μια αρμονική και παραγωγική συνεργασία.
– Πόσο καθοριστικό για τις αποφάσεις που θα ληφθούν θα είναι το αποτέλεσμα των βουλευτικών του 2021;
– Απολύτως καθοριστικό. Και αυτό, αναπόφευκτα, ισχύει για κάθε αναμέτρηση βουλευτικών εκλογών στην Κύπρο, καθώς αυτές γίνονται πάντα 20 μήνες πριν από τις Προεδρικές Εκλογές. Πέρα από την αριθμητική σύνθεση της Βουλής, οι βουλευτικές εκλογές καθορίζουν ουσιαστικά και το πολιτικό εκτόπισμα κάθε κόμματος, αφού είναι οι κατ’ εξοχήν εκλογές των κομμάτων, και αποτελούν ένα είδος «βαρόμετρου» για το πώς το κάθε κόμμα θα πολιτευτεί ενόψει των προεδρικών εκλογών. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους θεωρώ πρόωρη οποιαδήποτε συζήτηση για τις προεδρικές εκλογές αυτή τη στιγμή.
Κρατήσαμε τη χώρα σε πορεία σταθερότητας
– Μέχρι στιγμής πάντως, η αντίληψη που υπάρχει είναι ότι ακόμη τα «βρίσκετε» στα θέματα της οικονομίας με τον Αβέρωφ Νεοφύτου και ότι υπάρχει συνεργασία σε κοινοβουλευτικό επίπεδο… Πώς το σχολιάζετε;
– Πρόκειται για μια εντελώς λανθασμένη ανάγνωση της υπευθυνότητας του ΔΗΚΟ, σε αντίθεση με την ανευθυνότητα της Κυβέρνησης του ΔΗΣΥ. Η σωστή ανάγνωση της στάσης μας είναι ότι με συνέπεια και σταθερότητα στηρίζουμε τους πολίτες, τα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, την αναγκαία δημοσιονομική σταθερότητα. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι ότι αναγκάζουμε την Κυβέρνηση Αναστασιάδη να αποδεχτεί και τον ΔΗΣΥ να ψηφίσει συγκεκριμένες προτάσεις μας, προτάσεις τις οποίες, αρχικά, δεν είχε καμία πρόθεση να αποδεχτεί. Και περηφανεύομαι για το γεγονός ότι το ΔΗΚΟ αναγνωρίζεται από εχθρούς και φίλους ότι κράτησε τη χώρα σε μια πορεία σταθερότητας, σε κρίσιμες στιγμές, χωρίς να λάβει υπόψη του το πρόσκαιρο πολιτικό όφελος από μια κίνηση πρόσκαιρου εντυπωσιασμού.
Κακοί όροι αναφοράς οδηγούν σε κακή λύση
– Ποια η εκτίμησή σας σε σχέση με τις εξελίξεις στο Κυπριακό;
– Αναπόφευκτα δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος. Οι δηλώσεις της τουρκικής πλευράς και η δράση της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά και στην κυπριακή τουρκοκρατούμενη περιοχή δεν επιτρέπουν την παραμικρή αισιοδοξία. Είναι προφανές ότι η Τουρκία αξιοποίησε και αξιοποιεί την αποτυχημένη πολιτική της ελληνοκυπριακής κοινότητας των τελευταίων χρόνων, εκμεταλλεύεται τη ρευστή κατάσταση σε ολόκληρη την περιοχή και την αδυναμία ή την απροθυμία του διεθνούς παράγοντα να την ελέγξει, περιφρονεί κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας και επιχειρεί να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα, να επιβάλει τη δική της ατζέντα και να πετύχει τους στόχους της για έλεγχο της Κύπρου και της ανατολικής Μεσογείου. Είναι για αυτό τον λόγο που εμείς επιμένουμε ότι πρώτον πρέπει να γίνει μια σε βάθος, συνολική και συλλογική αξιολόγηση της κατάστασης και να εφαρμοστεί μια συνεπής και μεθοδική πολιτική δημιουργίας πολιτικού, διπλωματικού και οικονομικού κόστους στην Τουρκία, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, προκειμένου να αλλάξει στάση. Δεύτερον, πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρξει μια σωστή βάση επανέναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας –τονίζω τον όρο «σωστή βάση»– και όχι μια συγκεκαλυμμένη ή μυστική αποδοχή της τουρκικής ατζέντας. Οι δύο αυτές εισηγήσεις μας στηρίζονται σε ισάριθμες εκτιμήσεις, οι οποίες είναι και ρεαλιστικές, είναι και σωστές: Πρώτον, χωρίς αλλαγή της τουρκικής στάσης δεν πρόκειται να προκύψει σωστή και αποδεκτή –από τους Ελληνοκύπριους– λύση και, δεύτερον, κακή βάση διαπραγμάτευσης, ή κακοί όροι αναφοράς, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κακή λύση αλλά, παράλληλα, οδηγούν και σε περαιτέρω υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναβάθμιση του κατοχικού ψευδοκράτους και απενοχοποίηση της Τουρκίας.
– Το ΔΗΚΟ θεωρεί καταστροφικές τις πρόνοιες του πλαισίου Γκουτέρες. Η εναλλακτική ποια είναι; Πισωγύρισμα δεν σημαίνει πλήρη απενοχοποίηση της Τουρκίας;
– Θεωρούμε κάκιστη βάση το Πλαίσιο Γκουτέρες γιατί, όπως έχουμε εξηγήσει πολλές φορές και όπως προκύπτει μέσα από μια απλή ανάγνωσή του, το Πλαίσιο αυτό «κλειδώνει» σε πολύ μεγάλο βαθμό τις επικίνδυνες υποχωρήσεις Αναστασιάδη σε σχέση με την εκ περιτροπής προεδρία, την παραχώρηση στους χρήστες πρώτου λόγου επί των περιουσιών των προσφύγων, την ίση μεταχείριση Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων, τα θέματα των βέτο ή της αριθμητικής ισότητας και την ίδια ώρα είναι κακό ή ανεπαρκές στο εδαφικό και στα κρίσιμα ζητήματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, αφού παραπέμπει το θέμα «των στρατευμάτων», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στους πρωθυπουργούς των εγγυητριών δυνάμεων, και κάνει λόγο για ένα νέο σύστημα εγγυήσεων, με ρόλο στις εγγυήτριες δυνάμεις. Αυτά όλα τα αρνητικά στοιχεία του Πλαισίου Γκουτέρες, όπως αντιλαμβάνεστε, ακυρώνουν τη μόνη θετική αναφορά του Πλαισίου, που είναι η αναγνώριση ότι το μονομερές επεμβατικό δικαίωμα είναι «μη-βιώσιμο». Η εναλλακτική είναι μια σωστή βάση διαπραγμάτευσης, η οποία δεν θα επιχειρεί να δώσει στην τουρκική πλευρά όσα ζητά, πριν καν αρχίσει διαπραγμάτευση και χωρίς μάλιστα κανένα αντάλλαγμα. Οι συμφωνίες 1977, 1979 και 2006, καθώς και τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι μια καλή βάση, η οποία κακώς εγκαταλείφθηκε από την ελληνοκυπριακή κοινότητα τα τελευταία δέκα χρόνια. Άρα, πραγματικό πισωγύρισμα, αλλά και απενοχοποίηση της Τουρκίας είναι ακριβώς οι λανθασμένες βάσεις πάνω στις οποίες γίνονται οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες επιτρέπουν στην Τουρκία να μην παίρνει θέση για κρίσιμες πτυχές και επιβάλλουν την εξαντλητική συζήτηση μόνο των συνταγματικών πτυχών, στις οποίες μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να δώσει. Επιπρόσθετα, θέλω να σας θυμίσω ότι η πλήρης απενοχοποίηση της Τουρκίας, διά στόματος Γκουτέρες και ενώπιον Ερντογάν, μάς προέκυψε λίγες μόνο μέρες μετά τη διαδικασία του Κραν Μοντάνα, η οποία ήταν το επιστέγασμα ουσιαστικά της ακολουθούμενης –και αποτυχημένης– πολιτικής Αναστασιάδη.
Η Τουρκία θέλει να διχάσει τους Ελληνοκύπριους
– Πόσο ανησυχητικές θεωρείτε τις εξελίξεις με την Αμμόχωστο; Πώς μπορεί η δική μας πλευρά να αντιδράσει σε αυτές τις ενέργειες;
– Πολύ ανησυχητικές, αλλά και πολύ ενδεικτικές των κάκιστων τουρκικών προθέσεων. Και μου δίνετε την ευκαιρία να σημειώσω ότι είναι λάθος να προσπαθούμε να αποσυνδέσουμε τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων από αυτές τις παράλληλες τουρκικές ενέργειες και να πιστεύουμε, αφελώς, ότι η Τουρκία θα φερθεί διαφορετικά σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με βολική, για την ίδια, βάση. Προφανώς, η αντίδρασή μας μπορεί να είναι μόνο διπλωματική, όμως, από διπλωματική άποψη, ειδικά για την περίκλειστη κατεχόμενη Αμμόχωστο, έχουμε και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, έχουμε και τη συμφωνία 1977 ανάμεσα στον Σπύρο Κυπριανού και τον Ραούφ Ντενκτάς. Επομένως, πρόκειται για μια εμφανή περιφρόνηση και παραβίαση ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και για μια εμφανή περιφρόνηση και παραβίαση μιας συμφωνίας που έχει την υπογραφή της τουρκικής πλευράς. Όμως, θα ήθελα με την ευκαιρία να απευθύνω και μια έκκληση για ενότητα ανάμεσα στον προσφυγικό κόσμο. Οι τουρκικές ενέργειες έχουν και πρόσθετο στόχο να διχάσουν τους Ελληνοκύπριους και δεν πρέπει να κάνουμε τέτοιο δώρο στην τουρκική πλευρά. Η μισή μας πατρίδα είναι κατεχόμενη και είναι έγκλημα αν αρχίσει να προσεγγίζεται το Κυπριακό από τη σκοπιά της κάθε κατεχόμενης πόλης ή της κάθε κατεχόμενης κοινότητας, χωριστά. Όπως είναι λάθος να καλλιεργείται ο μύθος περί «χαμένων ευκαιριών». «Χαμένες ευκαιρίες» αυτά τα 45 χρόνια ήταν μόνο οι ευκαιρίες που είχε η Τουρκία να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο της και να νομιμοποιήσει τον ρόλο και την παρουσία της στο νησί. Και που ευτυχώς δεν αφέθηκε να τις αξιοποιήσει.
– Με αφορμή τις δηλώσεις Τσαβούσογλου καλέσατε τον Πρόεδρο να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Δεν το έχει πράξει; Δεν σας πείθει με τα όσα έχει δηλώσει;
– Κάθε φορά που η τουρκική πλευρά λέει κάτι που δεν ισχύει και μάλιστα με τόσο επίσημο τρόπο και από τόσο επίσημα χείλη, πρέπει να διαψεύδεται. Πάντα και άμεσα. Αλλιώς αφήνονται σκιές, δημιουργούνται εντυπώσεις και κτίζεται σταδιακά μια εντελώς λανθασμένη και επιζήμια εικόνα. Το σχόλιο «μα δεν θα διαψεύδουμε ό,τι λέει η τουρκική πλευρά κάθε φορά» είναι απολύτως επικίνδυνο και ζημιογόνο. Εμείς λέμε ότι πρέπει να διαψεύδουμε κάτι που δεν ισχύει. Κάθε φορά. Διότι, με δεδομένη και την ισχύ της τουρκικής διπλωματίας διεθνώς, θα βρεθούμε ενώπιον ακόμα πιο αρνητικών εξελίξεων. Και θέλω και με αυτή την ευκαιρία να πω πως φέρει ευθύνη ο Πρόεδρος Αναστασιάδης για το ότι ο κίνδυνος των δύο κρατών «ανακυκλώνεται» όλο και συχνότερα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Και να επαναλάβω ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν μπορεί να αποδεχτεί λύση δύο κρατών.
– Πώς σχολιάζετε τη σύσταση της ομάδας πρωτοβουλίας «Απόφαση Ειρήνης» για το Κυπριακό;
– Καλοδεχούμενη κάθε πρωτοβουλία που προάγει τον δημόσιο διάλογο και ενθαρρύνει τον προβληματισμό της κοινωνίας. Ασχέτως αν διαφωνούμε με κάποιες εκτιμήσεις ή αναλύσεις ομάδων πολιτών ή πολιτευτών ή βετεράνων αξιωματούχων, η πολυφωνία και ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Ειδικά μάλιστα, όταν αυτά γίνονται δημόσια, σε συνθήκες διαφάνειας και ελεύθερης κριτικής από τους πολίτες. Ξέρετε πολύ καλά ότι εμείς, ως ΔΗΚΟ, ενθαρρύνουμε, επιδιώκουμε και απαιτούμε να υπάρχει διαφάνεια σε σχέση με το Κυπριακό. Και, ακριβώς, επειδή πιστεύουμε στην ορθότητα των όσων εμείς υποστηρίζουμε, χαιρόμαστε όταν η κοινωνία δείχνει ενδιαφέρον. Αυτό που μας ενοχλεί είναι η κοροϊδία και η αντιφατικότητα που υπήρξε και υπάρχει από την πλευρά της Κυβέρνησης του ΔΗΣΥ, είτε γιατί θέλουν να ικανοποιούν τα αφτιά του εκάστοτε ακροατηρίου τους είτε γιατί θέλουν να είναι αρεστοί στον εκάστοτε συνομιλητή τους.