Παρακολουθείτε για χρόνια τις εκλογικές αναμετρήσεις στην Κύπρο, βλέπετε να αλλάζει το κομματικό σκηνικό;
Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι μετά την κρίση που προκάλεσε στο κομματικό σύστημα η τελευταία οικονομική κρίση, βλέπουμε μια τάση εξισορρόπησης των πραγμάτων. Δεν συνεχίστηκαν οι αρνητικές τάσεις που εκφράστηκαν σε κάποιες εκλογές και αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο, όχι μόνο στην Κύπρο. Υπάρχει μία νέα ισορροπία στο κομματικό σύστημα.
Πρώτο από όλα δεν υπήρξε κατάρρευση του κομματικού συστήματος στην Κύπρο όπως έγινε για κάποιο διάστημα στην Ελλάδα ή ενδεχομένως στην Ιταλία και άλλες χώρες. Στην Κύπρο, παρότι υπήρξαν μεταβολές, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι τόσο ριζικές. Βεβαίως υπάρχει η εμφάνιση νέων κομμάτων, αλλά στην ουσία το παραδοσιακό τετρακομματικό σύστημα εξακολουθεί να υπάρχει. Τα δύο μεγάλα κόμματα παραμένουν ισχυρά και τα κόμματα του Kέντρου επίσης κατάφεραν να επιβιώσουν. Μάλιστα στις ευρωεκλογές έχουν άνοδο.
Το στοιχείο της απάθειας δεν είναι κυπριακή ιδιομορφία, υπάρχει απάθεια των πολιτών σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Ζούμε μια εποχή αποδυνάμωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και αυτό είναι ένα στοιχείο δομικό. Δεν είναι κυπριακή ιδιομορφία. Το εκλογικό σώμα στην Κύπρο έχει κάποια στοιχεία που θα μπορούσε κανείς να πει ότι υποδηλώνουν έναν συντηρητισμό ή μια μετριοπάθεια. Νομίζω, όμως, ότι σχετίζεται και με την κόπωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών που πέρασαν την κρίση επώδυνα και αυτό αφορά φυσικά και την Κύπρο και την Ελλάδα. Υπάρχει ένα στοιχείο κόπωσης επειδή η κρίση δεν ανέδειξε εναλλακτικές ριζοσπαστικές λύσεις, αντιθέτως, είδαμε πως υποχώρησε όλο αυτό το κύμα ριζοσπαστισμού, στην Ελλάδα με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, στην Ισπανία με την άνοδο των Ποδέμος και τώρα έχουμε μια αντίστροφη κίνηση με ενίσχυση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και βεβαίως της άκρας δεξιάς.
Υπάρχει μια υποχώρηση των δύο μεγαλύτερων κομματικών οικογενειών της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλδημοκρατών. Το καινούργιο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι πολύ πιο πολύχρωμο και κατακερματισμένο από ό,τι ήταν το προηγούμενο. Η κρίση των κομμάτων παραμένει. Η απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και η απάθεια είναι περισσότερο έντονο στοιχείο. Απλώς υπάρχει μια σταθεροποίηση σε χαμηλότερα επίπεδα ενασχόλησης με την πολιτική.
Ναι, υπάρχει μια σαφής συνεχιζόμενη άνοδος του ΕΛΑΜ την τελευταία 5ετία. Στις εκλογές του 2014 είχε πάρει περίπου 7 χιλιάδες ψήφους, ποσοστό 2,7% και στις τελευταίες εκλογές ξεπέρασε τις 23 χιλιάδες, ποσοστό 8,3%, δηλαδή έχει τριπλασιάσει την κοινωνική του επιρροή μέσα σε πέντε χρόνια.
Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά σημεία των τελευταίων ευρωεκλογών. Ενώ είχε διαφανεί η πιθανότητα, φαίνεται ότι προκλήθηκε μια οριζόντια συσπείρωση απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο και καταγράφηκε μια ψήφος τακτικής όχι «από τα πάνω», αλλά «από τα κάτω». Δηλαδή δεν ήταν θέμα πριμοδότησης ή κάποιας γραμμής επιτελείων, αλλά υπήρξε μια τάση από ψηφοφόρους όλων των πολιτικών χώρων να ανακόψουν αυτό το ενδεχόμενο, υπερψηφίζοντας την ΕΔΕΚ.
Διαφωνώ με αυτό τον όρο με την έννοια ότι δεν υπάρχει ιδιοκτησία ψηφοφόρων. Οι ψηφοφόροι δεν γεννιούνται με τα κόμματα καρφιτσωμένα στην πλάτη τους, αντιθέτως τα φαινόμενα της αποδέσμευσης των πολιτών, της εκλογικής ρευστότητας, των πολλαπλών μετακινήσεων χαρακτηρίζουν την τελευταία δεκαετία το εκλογικό σώμα. Οι μετακινήσεις γίνονται πολύ πιο εύκολα και πιο συχνά από ό,τι παλαιότερα και με αυτή την έννοια κανένα κόμμα δεν έχει διασφαλισμένους τους ψηφοφόρους του.
Φυσικά, είναι θετικό με την έννοια ότι οι ψηφοφόροι είναι πιο κριτικοί και αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει τα κόμματα. Γιατί αλλιώς, δεν θα μπορέσουν να ανακόψουν την τάση αποχώρησης από το εκλογικό σώμα και την απάθεια των ψηφοφόρων. Ο λόγος για την απομάκρυνση των πολιτών δεν είναι θέμα μόνο των πολιτών, είναι κατ’ εξοχή θέμα που αφορά τα πολιτικά κόμματα και θα πρέπει να αναρωτηθούν γιατί συμβαίνει αυτό. Τα πολιτικά κόμματα έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό το ζήτημα, δεν μπορεί να χρεώνουμε τους πολίτες ή να τους κατηγορούμε.
Οι συσπειρώσεις των κομμάτων δείχνουν ότι υπήρξε μια σημαντική υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος. Ο ΔΗΣΥ κατέγραψε μια αρκετά χαμηλή -για τα ιστορικά δεδομένα- συσπείρωση που με βάση τη δημοσκόπηση εξόδου του ΡΙΚ είναι 73%, με μεγαλύτερες διαρροές προς το ΕΛΑΜ και όχι μόνο. Αντιθέτως, το ΑΚΕΛ πέτυχε μια πολύ ψηλή συσπείρωση που με βάση τη δημοσκόπηση εξόδου προσέγγισε το 86% και ως αποτέλεσμα αυτής της αντίστροφης τάσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, έχουμε μια εξισορρόπηση του συσχετισμού δυνάμεων.
Προφανώς όπως έχει συζητηθεί αρκετά, ο ΔΗΣΥ έχει υποστεί φθορά από τη διακυβέρνηση, επίσης οι εξελίξεις στο εθνικό τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξαν ιδιαίτερα ελπιδοφόρες. Όλο αυτό το κλίμα έγινε αφορμή για να εκφραστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι ευρωεκλογές προσφέρονται για κάτι τέτοιο, διότι θεωρούνται εκλογές «δεύτερης τάξης».
Ήταν ένα βασικό στοιχείο αυτής της αναμέτρησης. Για πρώτη φορά ήταν αυξημένη η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, που όμως δεν ήταν εξ αρχής σαφές τι έκταση θα έπαιρνε. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά ψήφισαν 5.600 Τουρκοκύπριοι είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό γεγονός. Αυτή η αυξημένη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014, στην ουσία ωφέλησε το ΑΚΕΛ διότι περίπου οι 4.200 ψήφοι των Τουρκοκυπρίων -πάνω από το 70%- κατευθύνθηκαν στο ΑΚΕΛ.
Προφανώς είναι ένα μήνυμα, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι πάρα πολύ ισχυρό ούτε αφορά το σύνολο των ελληνοκυπριακών πολιτικών κομμάτων. Στην ουσία υπήρξε πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ.
Το ποσοστό της Δημοκρατικής Παράταξης ήταν έκπληξη μια που δεν είχε ανιχνευτεί στις δημοσκοπήσεις;
Είναι αλήθεια ότι το ποσοστό της Δημοκρατικής Παράταξης δεν είχε ανιχνευτεί από τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ήταν λόγω σκοπιμότητας. Στην περίπτωση της ΔΗΠΑ, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με νέα σχήματα τα οποία προέρχονται από διάσπαση κάποιου χώρου, υπήρξε το φαινόμενο της απόκρυψης της ψήφου, γι’ αυτό στις προεκλογικές έρευνες καταγραφόταν στο 1%-2%, το οποίο αποδείχτηκε μεγαλύτερο στις κάλπες. Δεν αποκλείεται να υπήρξε και ρεύμα της τελευταίας στιγμής, δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος 15%-20% αποφασίζει την τελευταία στιγμή ή και την ημέρα των εκλογών. Πιθανόν η Δημοκρατική Παράταξη να ωφελήθηκε από αυτό το ρεύμα. Τώρα αν σημαίνει κάτι, θα κριθεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Θυμίζω ότι στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες πολλά νεοπαγή κόμματα, τα οποία όμως δεν άντεξαν στον χρόνο και ακολούθησαν μια φθίνουσα πορεία. Αυτή την στιγμή είναι ένα νέο σχήμα, το οποίο θα κριθεί στον χρόνο πόσο θα αντέξει.
Μετά τις ευρωεκλογές όλη η Ελλάδα είναι μπλε, πόσο αυτό θα επηρεάσει τις πρόωρες εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου;
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αποκάλυψε μια συντριπτική ήττα του κυβερνώντος κόμματος. Στο επίπεδο των ευρωεκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε με διαφορά 9,5 μονάδων, η οποία είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές στην Ελλάδα από το 1981. Αλλά και στο επίπεδο των περιφερειών της χώρας δεν κατάφερε να εκλέξει κανέναν από τους 13 περιφερειάρχες. Μόνο στην Κρήτη όπου είχε υποστηρίξει τον περιφερειάρχη που προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ. Οι πολύ κακές επιδόσεις καταγράφηκαν και στις τοπικές κοινωνίες όπου από το σύνολο των 332 δήμων της Ελλάδας περιορίστηκε σε λιγότερο από μια δεκάδα. Άρα έχουμε μια σημαντική υποχώρηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης και αυτή η τάση φυσικά αναμένεται να εκφραστεί και στις βουλευτικές εκλογές.
Το αποτέλεσμα αυτό δεν διαμορφώθηκε σε μια βδομάδα, είναι αποτέλεσμα της 4ετίας και η ήττα του κυβερνώντος κόμματος παίρνει τέτοιες διαστάσεις που αναπτύσσει μια νέα δυναμική. Σε μεγάλο βαθμό προεξοφλείται το αποτέλεσμα των εκλογών. Θα υπάρξει νίκη της Νέας Δημοκρατίας και ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ξέρει κανείς τι παρενέργειες μπορεί να έχει κυρίως στη συμμετοχή.
Η Ελλάδα και όλες οι μεσογειακές χώρες πάνε διακοπές, ιδιαίτερα λόγω και των επιπτώσεων που έχουν οι κλιματικές αλλαγές στην περιοχή μας! Δεν έχουν γίνει ποτέ εκλογές το καλοκαίρι διότι δεν ενδείκνυται, αν κριτήριο του υπεύθυνου πολιτικού συστήματος είναι η διευκόλυνση και η εγγύηση του εκλογικού δικαιώματος των πολιτών.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα πολιτικό σφάλμα μεγάλων διαστάσεων. Ο Πρωθυπουργός στην ουσία εγκλωβίστηκε και αυτό οφείλεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης που αποδείχθηκε από το αποτέλεσμα. Το κυβερνητικό επιτελείο είχε συνολικά κάνει λάθος εκτίμηση των συσχετισμών δυνάμεων, περιμένοντας ότι θα χάσει με 2-3 μονάδες και ίσως να κέρδιζε τις εκλογές. Με αυτή την εκτίμηση προτίμησε να κάνει εκστρατεία εθνικών εκλογών στις ευρωεκλογές, ζητώντας μάλιστα ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή αλλάζοντας τον χαρακτήρα των ευρωεκλογών και θέτοντας τον πήχη πάρα πολύ ψηλά.
Στην Ελλάδα, η επίθεση της κυβέρνησης στις αρνητικές για αυτήν δημοσκοπήσεις τα τελευταία 2 χρόνια υπήρξε πρωτοφανής. Παρακολουθώ τις δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις 10ετίες και δεν θυμάμαι αντίστοιχο προηγούμενο τέτοιας απαξιωτικής επίθεσης, αυταρχικού και ταυτόχρονα σκοταδιστικού χαρακτήρα κατά των ερευνών κοινής γνώμης. Αποδείχτηκε βεβαίως ότι αυτή η επίθεση ήταν ολοκληρωτικά άδικη γιατί οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η κυβέρνηση υποχωρεί, τίποτα παραπάνω. Το θέμα της αυτοδυναμίας είναι ανοικτό.
Πού θα κριθούν οι εκλογές;
Κατά τη γνώμη μου οι εκλογές έχουν κριθεί εδώ και πολύ καιρό και έχουν κριθεί αμέσως μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Σεπτέμβριο του 2015. Κρίθηκαν αφενός λόγω του δημοψηφίσματος του 2015 όπου ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω από 400 χιλιάδες, απομακρύνθηκαν και δεν ψήφισαν τον Σεπτέμβριο στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Αυτό δεν έγινε πολύ σαφές τότε διότι λόγω της μειωμένης συμμετοχής ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε με πολύ λιγότερες ψήφους να κρατήσει το ποσοστό του. Στην ουσία περάσαμε 4 χρόνια χωρίς περίοδο χάριτος όπου προστέθηκε φέτος και το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Θυμίζω ότι το 75% της κοινής γνώμης στην Ελλάδα είναι κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Το καλοκαίρι υπάρχουν σοβαροί λόγοι που επηρεάζουν αρνητικά τη συμμετοχή στις εκλογές: Σταματά η εκπαιδευτική διαδικασία που αφορά εκατομμύρια γονείς, μαθητές, καθηγητές κ.λπ. γεγονός που συνιστά αυτονόητα μια σημαντική μεταβολή. Έχουμε ακόμη τις διακοπές των μισθωτών εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και βεβαίως έχουμε εποχική απασχόληση στις τουριστικές περιοχές όπου κυρίως οι νέοι μετακινούνται για να δουλέψουν το καλοκαίρι. Είναι σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, τα οποία φυσικά δεν φαίνεται να προβληματίζουν κανένα. Και όμως είναι η πρώτη φορά μετά από 144 χρόνια που έχουμε θερινές εκλογές.