Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής σηματοδότησαν την επικύρωση της κυριαρχίας του Ταγίπ Ερντογάν. Ανεξάρτητα από το αν έγινε νοθεία ή όχι, ο Τούρκος πρόεδρος κέρδισε το στοίχημα, που ο ίδιος έθεσε. Έτσι, χάρη στο περσινό δημοψήφισμα συγκεντρώνει στα χέρια του όλες τις εξουσίες και μπορεί στην ουσία να κάνει ό,τι θέλει, αφού και από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση βγήκε κάτι περισσότερο από παντοδύναμος. Η νίκη του σημαίνει πως θα παραμείνει στην εξουσία τουλάχιστον ώς το 2023 όταν θα έχει συμπληρωθεί ένας αιώνας από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ και όπως υποσχέθηκε στους οπαδούς, αλλά και στους αντιπάλους του, θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τη χώρα στον δρόμο που εκείνος επέλεξε. «Αποκλείεται να γυρίσουμε προς τα πίσω, εδώ που έχουμε φτάσει», τόνισε, δίνοντας με αυτό τον τρόπο το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει.
Οι υπερεξουσίες του Ταγίπ Ερντογάν μετά τη νίκη του στις εκλογές θα τον ενισχύσουν στη σκληρή πολιτική γραμμή που έχει υιοθετήσει. Ενισχυμένος από τη νέα πολιτική νομιμοποίηση, θα εγκαθιδρύσει επιτέλους το προεδρικό καθεστώς που ονειρευόταν και θα ασκήσει μία πολιτική αυτοεπιβεβαίωσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ο Τούρκος πρόεδρος, δήλωσε στον «Φιλελεύθερο» ο διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης και διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, έχει επιβεβαιώσει την κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, έστω και αν ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές καθιστά το αποτέλεσμα αμφίβολο και τη διαδικασία διαβλητή. Τα επόμενα βήματα του «σουλτάνου» πάντως θα καθοριστούν από τη σχέση με το εθνικιστικό κόμμα MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. «Ο Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν ελέγχουν το κοινοβούλιο στον βαθμό που θα επιθυμούσε, δηλαδή να έχει 301 έδρες στις 600. Αυτό σημαίνει πως απαιτούνται να έχει συμμαχίες προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλίου και για αυτό στο μέλλον στο κάδρο ίσως χωρέσει και το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ», ανέφερε ο Έλληνας ειδικός.
Αυτό δεν προϋποθέτει πως ο Τούρκος πρόεδρος θα είναι όμηρος των συμμάχων του. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη πως το κεμαλικό CHP ή το φιλοκουρδικό HDP είναι εναντίον του και αυτό δεν προβλέπεται πως θα αλλάξει, η συμμαχία με τους εθνικιστές είναι σχεδόν μονόδρομος. «Αυτό σημαίνει πως ο Ερντογάν, πέρα του δικού του δόγματος, που υπηρετεί πιστά σε σχέση με τον ρόλο και της θέσης της Τουρκίας στον κόσμο έχει και μια επιπρόσθετη πίεση από ακροδεξιά, εθνικιστικά κινήματα, από τα οποία εξαρτά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Άρα είναι λογικό να μην δούμε κάποιες διαφοροποιήσεις, για παράδειγμα στο θέμα της Ελλάδας ή της Κύπρου, αφού οι θέσεις αυτών των κομμάτων είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη», ανέφερε ο δρ Φίλης. Το ΜΗΡ, με ρυθμιστικό πλέον ρόλο, θα επιχειρήσει να εξαργυρώσει με υπουργεία τις ψήφους που χάρισε στον Ταγίπ Ερντογάν ενώ ήδη φημολογείται ότι ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί θα διοριστεί είτε στη θέση του αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης είτε θα αναλάβει την προεδρία της τουρκικής εθνοσυνέλευσης.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2015, ο Ταγίπ Ερντογάν έδειξε το πιο σκληρό του πρόσωπο. Οι φυλακές είναι γεμάτες αμφισβητίες του, έχει απολύσει χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους και στρατιωτικούς, τα έβαλε με ακαδημαϊκούς και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Τούρκος πρόεδρος πολύ δύσκολα θα αλλάξει πολιτική αν και εξαιτίας της σκληρότητας του καθεστώτος υπάρχουν κάποια περιθώρια ελιγμών, χωρίς αυτό να σημαίνει σημαντικές διαφοροποιήσεις, επισήμανε ο Κωνσταντίνος Φίλης. «Δεν είναι εύκολο να πει κάποιος τι θέλει να κάνει ο Ταγίπ Ερντογάν στο εσωτερικό μέτωπο, όμως η σύμπραξη με τους εθνικιστικές δεν είναι καλά νέα. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει σε βάθος χρόνου, αν και στην παρούσα φάση μοιάζει εντελώς ανέλπιστο, θα ήταν να προσπαθήσει εκ νέου να ενεργοποιήσει εκ νέου την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους».
Παράλληλα, εδώ και καιρό ο Τούρκος ηγέτης καλλιεργεί μία νέα εθνική συνείδηση, συνδυάζοντας το πολιτικό Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό. Στόχος του δεν είναι να εντάξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε να ενστερνισθεί τις ιδέες και τις αξίες της. Μεθοδευμένα και με γρήγορα βήματα η Τουρκία εγκαταλείπει το κοσμικό κράτος και μετατρέπεται σε ένα ισλαμικό, αυταρχικό καθεστώς. Αποδείχτηκε πως οι προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια δεν έπιασαν τόπο και πως τελικά η εκκοσμίκευση της χώρας δεν ήταν ποτέ πλήρης. Τα επόμενα χρόνια θα δούμε την Τουρκία να γίνεται ακόμη πιο ισλαμική, αφού η θρησκεία αποδείχτηκε πως είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην εδραίωση της εξουσίας του Ταγίπ Ερντογάν.
Πλεονέκτημα η αδυναμία συνεννόησης της αντιπολίτευσης
Ένα μεγάλο ερώτημα αφορά στο μέλλον της αντιπολίτευσης. Ο υποψήφιος του CHP, ο Μουχαρέμ Ιντζέ, αποδείχτηκε το πρόσωπο της εκλογικής αναμέτρησης, αφού ενώ κανένας δεν τον υπολόγιζε, διεξήγαγε μια δυναμική προεκλογική εκστρατεία, χάρη στην οποία κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματός του. Και όλα αυτά μέσα σε ένα εχθρικό κλίμα, αφού τα ελεγχόμενα από τον Ταγίπ Ερντογάν μέσα ενημέρωσης τον αγνόησαν, ενώ πολύ δύσκολα έβρισκε χώρο για να προβάλει τις θέσεις του. Αντίθετα, η πορεία της Μεράλ Ακσενέρ του Καλού Κόμματος ήταν απογοητευτική και αποδείχτηκε πως η δυναμική της τελικά ήταν πολύ κατώτερη. Από την άλλη, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς από τις φυλακές κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του, αν και η σημαντικότερη επιτυχία είναι πως το φιλοκουρδικό HDP εισήλθε στη Βουλή.
Δυστυχώς, τονίζει ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης, πρόκειται για μια πρόσκαιρη επιτυχία, καθώς η αντιπολίτευση στην Τουρκία έχει ένα αντικειμενικό πρόβλημα και αυτό έγκειται στο ότι δεν μπορεί να βρει ένα πρόσωπο το οποίο θα κοιτάξει στα μάτια τον Ταγίπ Ερντογάν και το οποίο θα συγκεντρώσει γύρω του τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. «Το πρόσωπο αυτό θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, αλλά είδαμε την Ακσενέρ να αντιδρά σε αυτή την προοπτική και στην ουσία να θάβει την υποψηφιότητα του πρώην προέδρου. Όσο οι αντίπαλοι του Τούρκου προέδρου αδυνατούν να βρουν ένα πρόσωπο πολιτικό, γύρω από το οποίο θα στοιχηθούν, πιστεύω πως ο Ερντογάν έχει ακόμη και σήμερα σοβαρά περιθώρια διεμβολισμού της αντιπολίτευσης», επισήμανε.
Οι κοινές συνιστώσες ανάμεσα στο φιλοκουρδικό HDP και το Ρεπουμπλικανικό CHP όπως και το Καλό Κόμμα είναι ελάχιστες και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για τη συσπείρωση της αντιπολίτευσης. Έτσι είδαμε σε αυτές τις εκλογές πως προσπαθήσαν να βρουν έναν τρόπο συνεννόησης γύρω από τον Μουχαρέμ Ιντζέ, αλλά αυτό ήταν κάτι πρόσκαιρο. Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση απέχει πέντε χρόνια και σε αυτό το διάστημα, ο Έλληνας διεθνολόγος πιστεύει πως θα δούμε τις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων να δοκιμάζονται. «Πιθανότερο θεωρώ ο Τούρκος πρόεδρος να κάνει μια πιρουέτα και να φέρει πιο κοντά του την Ακσενέρ και ίσως στο απώτερο μέλλον και το φιλοκουρδικό κόμμα, ώστε να προσελκύσει τους Κούρδους ψηφοφόρους, άλλωστε αρκετοί από αυτούς τον ψήφισαν, παρά να δούμε την αντιπολίτευση και ειδικά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να καταφέρνει να συσπειρώνεται γύρω από ένα πρόσωπο, σε πέντε χρόνια από σήμερα απέναντι στον Ερντογάν», επισήμανε.
Αυτό που χρειάζεται το CHP, κατέληξε ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης, είναι έναν υποψήφιο με τα χαρακτηριστικά του Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Μουχαρέμ Ιντζέ τα πήγε πάρα πολύ καλά, ανέβασε τα ποσοστά του κόμματος, έδειξε ένα λαϊκό προφίλ, αλλά μόνο μία υποψηφιότητα με τα χαρακτηριστικά του Γκιουλ μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν.
Μια βαθιά διαιρεμένη χώρα
Οι εκλογές τελείωσαν. Τα φώτα έσβησαν και ο πλέον πανίσχυρος Ταγίπ Ερντογάν υποσχέθηκε να οδηγήσει τη χώρα του σε μια νέα εποχή. Ένα από τα πλέον σοβαρά θέματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι οι βαθιές διαιρέσεις που υπάρχουν μέσα στην Τουρκία, κάτι που ανέδειξε άλλωστε και το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα. Τα παράλια και οι μεγάλες πόλεις κοιτάζουν προς τη Δύση και η υπόλοιπη χώρα προς την Ανατολή. Η τουρκική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη και η πόλωση δεν εντοπίζεται μόνο σε ένα ρήγμα. Θεοσεβείς εναντίον κοσμικών, σουνίτες εναντίον αλεβιτών, Τούρκοι εναντίον Κούρδων, ερντογανικοί εναντίον του υπόλοιπου πληθυσμού. Η πόλωση κυριαρχεί σχεδόν παντού και αυτό χάρη στην πολιτική που ακολούθησε ο ίδιος ο άκρως διχαστικός Τούρκος πρόεδρος. Υπό κανονικές συνθήκες ένα από τα κύρια μελήματά του θα ήταν να αναζητήσει να βρει τρόπους να ενώσει την κοινωνία και να κλείσει τις πληγές που άφησε πίσω της η προεκλογική εκστρατεία. Ο Τούρκος ηγέτης, όμως, δεν νοιάζεται καθόλου για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, από τις πρώτες κιόλας κινήσεις στις οποίες προέβη, έδειξε πως θα συνεχίσει με την ίδια πολιτική, καθώς φαίνεται να πιστεύει πως ο διχασμός εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά του.
Ο λαβύρινθος της τουρκικής οικονομίας
Το 2023 η τουρκική Δημοκρατία θα γιορτάσει τα 100 χρόνια της και η οικονομία της χώρας θα είναι, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του Ταγίπ Ερντογάν, μέσα στις 10 μεγαλύτερες του κόσμου. Όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, καθώς μετά από μια εντυπωσιακή πορεία, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλά μεγάλα προβλήματα. Με 453,2 δισεκατομμύρια δολάρια εξωτερικό χρέος το 2017 η χώρα πορεύεται μόνη σε τοπίο με ομίχλη ενώ το εθνικό της νόμισμα απαξιώνεται θεαματικά από το 2014. Επίσης, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού διπλασιάστηκε το 2017 σε σχέση με το 2016, βαίνοντας αυξανόμενο ώς το 2019. Η αποπληρωμή των τόκων δανεισμού του κράτους παρουσιάζει εκρηκτική άνοδο από το 2016 ώς το 2020. Ο μέσος μηνιαίος μισθός, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόλις ξεπερνά τα 400 ευρώ. Το ποσοστό φτώχειας έπεσε μεν στο 21,2%, το πιο χαμηλό από το 2011, αλλά η σοβαρή υποτίμηση της λίρας δεν επιτρέπει αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων του πληθυσμού των αστικών κέντρων.
Το μεγάλο στοίχημα του Ταγίπ Ερντογάν είναι η διάσωση της οικονομίας. Οι κινήσεις όμως που κάνει δεν δείχνουν ικανές να σταματήσουν τον κατήφορο. Ακόμη και βραχυπρόθεσμα, οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Σε δήλωσή του στο Bloomberg ο οικονομολόγος Ινάν Ντεμίρ, ο οποίος εκπροσωπεί οικονομικό ινστιτούτο του Λονδίνου, σημείωσε: «Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν λύνει το βασικό ερώτημα που ταλανίζει την τουρκική οικονομία, το πώς δηλαδή θα αποφύγει μια χρεοκοπία».