Ώρα μηδέν για τις εκλογές στην Τουρκία. Η τουρκική κοινωνία βαδίζει στις κάλπες, σε μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, της οποίας το διακύβευμα είναι το περιεχόμενο της ίδιας της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ο χαρακτήρας του κράτους. Για την πορεία προς τη «Νέα Τουρκία» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μίλησε στον «Φ», ο διεθνολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας.
Όπως επεσήμανε ο Δρ. Τζιάρρας, αναμένεται ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αναδειχθεί νικητής των εκλογών, ενδεχομένως και με τη χρήση καλπονοθείας, ενώ βασικός στόχος του αποτελεί η αποκαθήλωση του ιστορικού συμβόλου που ονομάζεται Μουσταφά Κεμάλ (και της ιδεολογίας του «Κεμαλισμού», που χτίστηκε πάνω στον όνομά του) και η μεταβολή του χαρακτήρα της Τουρκίας, προς μια ιδιότυπη «ερντογανικού» τύπου ισλαμική – τουρκική σύνθεση.
Ο διεθνολόγος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας, επισημαίνοντας ότι «οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο τρόπος που η χώρα τις προσλαμβάνει, αλλά και οι πολιτικές διαχείρισης που υιοθετεί, την έχουν καταστήσει ρυθμιστικό περιφερειακό παράγοντα».
Όσον αφορά τις εξελίξεις στο Κυπριακό, όπως υπογράμμισε, το πρόβλημα που μπορεί να προκύψει με την Άγκυρα είναι η περαιτέρω σκλήρυνση των θέσεων της, λόγω της συμμαχίας του ΑΚΡ με το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ.
Παράλληλα έστειλε και τα μηνύματά του στην κυπριακή πολιτική ηγεσία, τονίζοντας ότι η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, ανέκαθεν, χαρακτηρίζεται από λαϊκισμό, συναισθηματισμό και ανορθολογισμό, με αποτέλεσμα να λέμε «κάθε πέρσι και καλύτερα» και να μην αναλαμβάνουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης.
Σε ποια κατάσταση η τουρκική κοινωνία μεταβαίνει στις κάλπες και ποιο το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών;
Η Τουρκία βρίσκεται από το 2015 σε κατάσταση κοινωνικο-πολιτικής πόλωσης και οικονομικής κατρακύλας, δυναμικές που αναπτύχθηκαν από τις αυξανόμενα αυταρχικές πολιτικές του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Πρόκειται για πολιτικές που αποσκοπούν στη δημιουργία μιας «Νέας Τουρκίας», με ορόσημο το έτος 2023 και την επέτειο των 100 χρόνων από την εγκαθίδρυση του τουρκικού κράτους.
Η «Νέα Τουρκία» που οραματίζεται ο Ερντογάν έχει περισσότερα κοινά με το οθωμανικό παρελθόν της χώρας και την ισλαμική-τουρκική ταυτότητα, παρά με το όραμα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ για μια κοσμική, δυτικού τύπου και δυτικόστροφη δημοκρατία. Βασικός, μάλιστα, στόχος του είναι η αποκαθήλωση του ιστορικού συμβόλου που ονομάζεται Μουσταφά Κεμάλ (και της ιδεολογίας του «Κεμαλισμού», που χτίστηκε πάνω στον όνομά του) και η αντικατάστασή του από μια ιδιότυπη «ερντογανικού» τύπου ισλαμική-τουρκική σύνθεση.
Ο απώτατος αυτός στόχος που έθεσε ο Ερντογάν, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ενυπάρχει ως παραδοσιακός στόχος στο πολιτικό-ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας, τουλάχιστον από τα μέσα του 20ου αιώνα, δημιούργησε μια κοινωνική και πολιτική σύγκρουση εντός της χώρας. H αυταρχικοποίηση της κυβέρνησης αποδυνάμωσε το ΑΚΡ εκλογικά και αποξένωσε τους πιο δημοκρατικούς υποστηρικτές του. Αυτό ανάγκασε τον Τούρκο ηγέτη να μετακινηθεί προς τα δεξιά, ενσωματώνοντας, εν τέλει, την ακροδεξιά ρητορική και πολιτική του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) και κεφαλαιοποιώντας τον φόβο της αστάθειας που ο ίδιος δημιουργούσε, παράγοντας και αναπαράγοντας κρίσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Συνεπώς, το βασικό διακύβευμα των εκλογών είναι το περιεχόμενο της ίδιας της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ο χαρακτήρας του κράτους. Αν ο Ερντογάν επανεκλεγεί, θα μιλάμε για μια πολύ διαφορετική Τουρκία.
Ποια τα επικρατέστερα σενάρια για την επόμενη μέρα των εκλογών;
Σε ό,τι αφορά τις προεδρικές εκλογές, όλα δείχνουν ότι θα έχουμε μια διαδικασία δύο γύρων. Πιθανότεροι ανταγωνιστές στον δεύτερο γύρο θα είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Μουρραχέμ Ιντζέ (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, CHP). Φαίνεται ότι η μάχη θα κριθεί οριακά με διαφορά 1-3 ποσοστιαίων μονάδων, αλλά αναμένεται ότι ο Ερντογάν θα αναδειχθεί νικητής, ενδεχομένως και με τη χρήση καλπονοθείας. Στην κυβέρνηση που θα σχηματιστεί βασικό ρόλο θα έχει και ο σύμμαχος του ΑΚΡ, το MHP, με τον πρόεδρό του, Ντεβλέτ Μπαχτσελί να αποκτά σημαντική θέση, ίσως αυτή του αντιπροέδρου ή κάποιο άλλο πολιτικό αξιώμα.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα, καθώς η συμμαχία των αντιπολιτευτικών κομμάτων (MHP, CHP, Καλό Κόμμα, και Δημοκρατικό Κόμμα), σε συνάρτηση με την πιθανότητα εισδοχής στη βουλή και του φιλο-κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), είναι πολύ πιθανόν να στερήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τη συμμαχία AKP-MHP. Σε μεγάλο βαθμό ο Ερντογάν θα μπορέσει να μετριάσει αυτή την απώλεια, καθώς θα έχει τη δυνατότητα να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα. Ωστόσο ενδέχεται να επιθυμήσει και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πράγμα που σημαίνει ότι το σενάριο επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών δεν πρέπει να αποκλειστεί.
Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχουμε παρατηρήσει ότι η χώρα το τελευταίο διάστημα καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, προωθώντας τις επιδιώξεις της. Θεωρείτε ότι αποτελεί προσωπικό επίτευγμα του Τούρκου προέδρου ή οφείλεται αποκλειστικά στα γεωστρατηγικά συμφέροντα; Είναι τελικά τόσο σημαντική η Τουρκία στους Αμερικανούς και γιατί;
Ονομάζω αυτό τον ρόλο που προσπαθεί να παίξει η Άγκυρα (που δεν είναι ίδιος με παρόμοιες προσπάθειες που έκανε στο παρελθόν) «τρίτο πόλο» μεταξύ του δυτικού και φιλο-ρωσικού στρατοπέδου. Προφανώς τα γεωστρατηγικά συμφέροντα παίζουν βασικό ρόλο. Τα συμφέροντα, όμως, διαμορφώνονται ή χρησιμοποιούνται ανάλογα και με τις προθέσεις της ηγεσίας ενός κράτους. Από αυτή την άποψη, η εξωστρέφεια και το ρίσκο που χαρακτηρίζουν την εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ έχουν επιτρέψει στην Τουρκία να διαδραματίσει αυτό τον ρόλο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πόλων ισχύος.
Και ναι, η Τουρκία έχει εξέχουσα γεωστρατηγική σημασία για τρείς λόγους: γεωγραφική θέση, εθνική ισχύς, εξωτερική δράση. Επιπλέον, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο τρόπος που η Τουρκία τις προσλαμβάνει αλλά και οι πολιτικές αντιμετώπισης ή διαχείρισής που υιοθετεί, την έχουν καταστήσει ρυθμιστικό περιφερειακό παράγοντα, χωρίς τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις δύσκολα μπορούν να εφαρμόσουν τις δικές τους πολιτικές και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
O ανταγωνισμός Ρωσίας-ΗΠΑ αφενός, και οι σχετικά καλές σχέσεις που έχει η Τουρκία και με τις δύο αφετέρου, δημιουργούν την ανάγκη αλλά και την ευκαιρία σε αυτές τις μεγάλες δυνάμεις να κεφαλαιοποιήσουν τη σχέση τους με την Άγκυρα (μέσα από ένα «πάρε-δώσε») για να δημιουργήσουν κόστος στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Πώς θεωρείτε ότι θα ασκηθεί η εξωτερική πολιτική της χώρας από εδώ και στο εξής; Ποιοι οι πρωταρχικοί στόχοι;
Εάν και εφόσον επανεκλεγεί ο Ερντογάν, η εξωτερική πολιτική της χώρας θα συνεχίσει να κινείται σύμφωνα με το ίδιο αναθεωρητικό και εξωστρεφές γεωπολιτικό όραμα, στη βάση μιας γεωπολιτισμικής αντίληψης για τη Μέση Ανατολή, αλλά και τον ισλαμικό κόσμο ευρύτερα.
Βασικοί στόχοι είναι: α) η αύξηση της συνολικής υλικής ισχύος της χώρας, β) η διασφάλιση των συνόρων της, γ) η προβολή περισσότερης ισχύος και επιρροής στο εξωτερικό, είτε με τον έμμεσο/άμεσο έλεγχο εδαφών είτε διαμέσου εθνικών/θρησκευτικών ομάδων φίλα προσκείμενων στην Τουρκία, δ) η απόκτηση ρυθμιστικού ρόλου στην γεωπολιτική ατζέντα της περιοχής και η επί ίσοις όροις διαπραγμάτευση με τις μεγάλες δυνάμεις, και ε) η απόκτηση κεντρικού ρόλου στην διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής με στόχο να καταστεί διαμετακομιστικός κόμβος ενέργειας από την Ανατολή προς τη Δύση.
Όλοι οι παραπάνω στόχοι συγκλίνουν με τον ευρύτερο υψηλό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας να καταστεί υπερ-περιφερειακή υπερδύναμη και ηγεμονία.
Θεωρείτε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στο Κυπριακό; Οι επιδιώξεις της χώρας στο Κυπριακό επηρεάζονται από την ταυτότητα της ηγεσίας ή είναι διαχρονικές και ανεξάρτητες από αυτό;
Οι τουρκικές εκλογές δε θα επηρεάσουν σε αυτή τη φάση τις εξελίξεις στο Κυπριακό, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τη βούληση των δύο ηγετών να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. H Tουρκία ούτως ή άλλως δεν έχει το Kυπριακό ως προτεραιότητα. Aν οι δύο ηγέτες αποφασίσουν να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες, η Άγκυρα θα παίξει το παιχνίδι, δεν πρόκειται να βάλει εμπόδιο, καθώς είναι πάγια προσέγγισή της. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, το πρόβλημα που μπορεί να προκύψει με την Τουρκία είναι η περαιτέρω σκλήρυνση των θέσεων της στο Κυπριακό, λόγω της συμμαχίας του ΑΚΡ με το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ.
Οι επιδιώξεις της χώρας στο Κυπριακό έχουν μια διαχρονικότητα αλλά ταυτόχρονα έχουν επιδεχθεί και αλλαγές επί διακυβέρνησης ΑΚΡ, λόγω και της πολιτικής που έχει ακολουθήσει το τελευταίο στην κατεχόμενη Κύπρο.
Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία θέλει παρουσία μέσω και διαμέσου της Κύπρου. Το ζητούμενο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ήταν στην ουσία ανέκαθεν το κατά πόσο κάποια συμφέροντα της Τουρκίας μπορούν να διασφαλιστούν χωρίς να απειλούνται τα συμφέροντα των Κυπρίων. Όσο περνάει ο καιρός, η πιθανότητα επίτευξης αυτής της ισορροπίας καθίσταται πιο δύσκολη, για τον λόγο ότι ο τουρκικός έλεγχος εδραιώνεται στα κατεχόμενα εδάφη, κάτι που επιτρέπει στην Τουρκία να εξετάζει σενάρια αναγνώρισης του ψευδοκράτους ή «βελούδινου διαζυγίου».
Αν είχατε απέναντι σας την κυπριακή ηγεσία ποια είναι τα κυριότερα σημεία και παραλήψεις που θα επεσημάνατε για την αντιμετώπιση της Τουρκίας;
Τα ουσιώδη που χρειάζεται να αναφερθούν, δε θα έπρεπε να ειπωθούν δημόσια. Υπάρχουν, εντούτοις, πολλά προφανή ζητήματα που πρέπει να τύχουν αντιμετώπισης. Για να μπορέσουμε, καταρχάς, να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα, πρέπει πρώτα να το γνωρίζουμε και να το αντιλαμβανόμαστε σωστά.
Όπως είπα και στο παρελθόν, πιστεύω ότι λόγω του Κυπριακού προβλήματος, αλλά και λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, έπρεπε να είχαμε περιφερειακή πρωτιά στην κατανόηση και ανάλυση της Τουρκίας. Αντ’ αυτού, παρατηρούνται σοβαρότατες θεσμικές αδυναμίες σε αυτό τον τομέα, που πρέπει να τύχουν της αναγκαίας προσοχής.
Φαίνεται, επίσης, ότι υπάρχει αδυναμία σχεδιασμού στην εξωτερική πολιτική – οι κινήσεις μας είναι περισσότερο ad hoc, σπασμωδικές και αντιδραστικές, αντί να εμπίπτουν σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο.
Έχουμε στο μυαλό μας, εδώ και δεκαετίες, αναγάγει τον ρόλο των διεθνών συμμαχιών και ξένων δυνάμεων (πότε με τις ΗΠΑ, πότε με τη Ρωσία, πότε με την ΕΕ) σε σωτήριο για την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ έχουμε αμελήσει να εξετάσουμε τι βρίσκεται εντός των δικών μας δυνατοτήτων.
Για παράδειγμα, η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, ανέκαθεν, χαρακτηρίζεται από λαϊκισμό, συναισθηματισμό και ανορθολογισμό, με αποτέλεσμα να λέμε «κάθε πέρσι και καλύτερα», να φταίμε πάντοτε τους άλλους και να μην αναλαμβάνουμε το δικό μας μερίδιο της ευθύνης.
Έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος λαϊκισμού και φοβίας για το πολιτικό κόστος (από τις πολιτικές ελίτ) που δεν μας επιτρέπει να κάνουμε τολμηρά βήματα. Η ευθύνη της Τουρκίας, που σαφώς υπάρχει και ιεραρχείται πρώτη, μας έχει βολέψει, αλλά κυρίως μας έχει παραλύσει. Επιπλέον, το τουρκοκυπριακό στοιχείο δεν εντάχθηκε ποτέ με σοβαρό τρόπο στην στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού, με αποτέλεσμα σήμερα να οδηγείται εξ ανάγκης στην αγκαλιά της Τουρκίας.
Θα έρθει η μέρα, που θα αντιληφθούμε ότι το Διεθνές Δίκαιο και το ηθικό μας δίκαιο, μαζί με τον – κατά τα άλλα δικαιολογημένο – συναισθηματισμό και ευσεβοποθισμό μας, δεν ήταν αρκετά για να λύσουν το Κυπριακό. Ας ελπίσουμε ότι δε θα είναι πολύ αργά.