Η καθημερινότητα κυλά με ρυθμούς βραδύποδα, τα οκτάωρα στο γραφείο σε βρίσκουν πάνω στην ίδια γκρι καρέκλα με τα μαύρα τροχάκια, το βλέμμα αποχωρίζεται την οθόνη του υπολογιστή για να μην αφήσει παραπονεμένο το smartphone και η διαδρομή σπίτι-δουλειά-σπίτι κατά διαστήματα σπάει με βόλτες σε mall, λούνα παρκ και στην καλύτερη κάνα πάρκο. Είναι άνοιξη και η ζωή στην (κυπριακή) πρωτεύουσα κάνει ένα ταξίδι να φαντάζει τόσο αναγκαίο, όσο είναι και οι δόσεις καφεΐνης που θα σε κρατήσουν ξύπνιο μια ολόκληρη ημέρα ή οι καλοκαιρινές διακοπές τον Αύγουστο που θα σε βοηθήσουν να φορτώσεις μπαταρίες για να βγάλεις την επόμενη σεζόν. Όταν το αεροπλάνο προσγειώνεται στην Αθήνα, τα πάντα μοιάζουν να ανήκουν σε ένα σύμπαν παράλληλο. Το τετράχρονο που κλαίει για να γλιτώσει το σχολείο και τα deadlines ένα βήμα πριν το τυπογραφείο αποτελούν μια ανάμνηση και το μοναδικό πράγμα που έχεις στο μυαλό είναι το λεωφορείο που θα σε πάει στον Πειραιά, όπου βρίσκεται σταθμευμένο το κρουαζιερόπλοιο Celestyal Olympia, που θα γίνει το σπίτι σου για τις επόμενες τρεις ημέρες.
Floating Paradise
Με το που πατάω το πόδι μου στο πλοίο, κάθε ίχνος κούρασης σε άκρα και βλέφαρα εξαφανίζεται. Κι ενώ οι υπόλοιποι ανακτούν δυνάμεις στις καμπίνες, εγώ έχω βαλθεί να ανακαλύψω κάθε γωνιά του πολυώροφου αυτού πλοίου. Στο ισόγειο η είσοδος, στον τέταρτο ένα απ’ τα εστιατόρια, η ρεσεψιόν και τα καταστήματα, στον πέμπτο οι καφετερίες, τα μπαρ, το καζίνο, το σπα και μερικά ακόμα μαγαζιά, από τα οποία εφοδιάζομαι με βασικά είδη που δεν φάνταζαν και τόσο απαραίτητα όταν ετοίμαζα τη βαλίτσα. Ανεβαίνοντας στον όγδοο όροφο συναντώ ένα ακόμη εστιατόριο κι άλλα δυο μπαρ, τα οποία αν και αποφεύγεις στα πολλά μποφόρ, με το που καλοκαιριάζει βάζεις μαγιό, απλώνεις αντηλιακή και αράζεις στις ξαπλώστρες με ένα κοκτέιλ απ’ τα παλιά (Tequila Sunrise, κανείς;) και το κλαμπ σάντουιτς με τις πατάτες τηγανητές. Κοιτάζοντας προς τον ουρανό, εντοπίζω το Horizons Bar, που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο και στο πιο ψηλό σημείο του πλοίου, το οποίο το βράδυ παίζει δυνατά μουσική και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα lounge bars σε κάποια μαρίνα.
Πρώτη στάση: Μύκονος
Όσες φορές κι αν πας στο νησί των ανέμων, δεν είναι αρκετές. Η ανεπιτήδευτη πολυτέλεια που ξεπηδά από κάθε σοκάκι, η προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια στους χώρους εστίασης και η κυκλαδίτικη ομορφιά της Χώρας και της Μικρής Βενετίας, με τα πολύχρωμα μπαλκόνια που ξεπροβάλλουν απ’ τη θάλασσα, σε κάνουν πάντα να επιστρέφεις. Να βγάζεις όλο και καλύτερες φωτογραφίες, να ανακαλύπτεις συνεχώς καινούρια στέκια, να χαζεύεις τους περαστικούς και να ρίχνεις μια ματιά στις βιτρίνες των ιταλικών οίκων μόδας, με τις νέες συλλογές που μυρίζουν καλοκαίρι στα ιταλικά παράλια. Απολαμβάνοντας ένα παγωμένο Negroni στο Caprice of Mykonos (Μικρή Βενετία, Χώρα Μυκόνου), οι κοινωνικές συζητήσεις διαδέχονται τις πολιτικές και τα επαγγελματικά αδιέξοδα, τα προσωπικά μέχρι που τα βήματά μας μας οδηγούν σε ένα κουκλίστικο εστιατόριο Roca (Παλιό Λιμάνι, Μύκονος), όπου απολαμβάνουμε καλομαγειρεμένο σολομό, κόκκινο κρέας με σάλτσα φέτας και για επιδόρπιο τραγανούς λουκουμάδες με παγωτό βανίλια και φρέσκες φράουλες.
Το επόμενο πρωί με βρίσκει στο κρεβάτι, να κρατώ το κινητό και να ψάχνω με αγωνία για σήμα. Με το που κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο, βλέπω την τουρκική σημαία και αντιλαμβάνομαι πως πιο πιθανό είναι να χτυπήσει το σταθερό τηλέφωνο της καμπίνας, παρά να πάρει ο σύζυγος απ’ το σπίτι. Από το μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου, βλέπω το «Νησί των Περιστεριών» με το χαρακτηριστικό φρούριο που ενώνεται μέσω ενός μόλου με τη στεριά και ακριβώς απέναντι την επιγραφή «Kuşadası» σε χολιγουντιανό στυλ. Το λεωφορείο με τον ξεναγό μας μεταφέρει στην αρχαία Έφεσο, διασχίζοντας λεωφόρους, παραλιακούς δρόμους, πάρκα και ξενοδοχεία πέντε αστέρων. Περπατώντας ανάμεσα στις μαρμάρινες κιονοστοιχίες, συνειδητοποιώ πως αποτελεί είναι ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μνημεία της ιστορίας. Ο Ναός του Αδριανού, η Κρήνη του Τραϊανού και το Μεγάλο Θέατρο που είναι σκαλισμένο στην πλευρά του βουνού Πίον σε γυρίζουν πίσω στο χρόνο, στις ένδοξες εκείνες μέρες, που η Έφεσος αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του αρχαίου κόσμου. Επιστρέφοντας στη σημερινή εποχή, η βόλτα στην αγορά ολοκληρώνεται με το γεύμα στο εστιατόριο 4 Brothers (Kahramanlar Cad. 2, απέναντι από την παλιά Πύλη), όπου πίνουμε τουρκικό καφέ, που σερβίρεται με λουκούμια, σε μεταλλικό δίσκο και σερβίτσια, με ένα σφηνάκι νερό, τρώμε λουκούλλειο πρόγευμα (από ομελέτες μέχρι πίτσες και τηγανίτες) και πληρώνουμε κάτι λιγότερο από 5 ευρώ.
Τρίτη Στάση: Πάτμος
Το πλοίο πλησιάζει στη στεριά, το κινητό αρχίζει να χτυπά και εσύ λησμονείς ήδη εκείνες τις ώρες της απόλυτης σιωπής και της γεμάτης μπαταρίας. Το λεωφορείο περιμένει και πάλι στο λιμάνι, για να μας μεταφέρει ψηλά στην πανέμορφη Χώρα, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη και στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, που είναι αναγνωρισμένα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Επιστρέφοντας στο λιμάνι κάνουμε μια δίωρη στάση στη Σκάλα και τον εμπορικό πεζόδρομο που οδηγεί από το λιμάνι και την κεντρική πλατεία. Επιλέγουμε το Καφέ Μόστρα (Σκάλα, Πάτμος) για την όμορφη αισθητική, το μπλε-άσπρο και –αμαρτία εξομολογημένη- το δωρεάν wifi. Παραγγέλνουμε κρασί και μια πορτοκαλόπιτα, που έχει φέρει απ’ το σπίτι η κόρη του ιδιοκτήτη και είναι ολόφρεσκη. Λίγο πριν την αναχώρηση από το λιμάνι, σταματάμε σε ένα από τα ζαχαροπλαστεία της πλατείας για να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό γλυκό του νησιού, το «πουγκί», που αποτελείται από αμύγδαλο, καρύδια και μέλι. Και είναι τόσο απολαυστικό όσο μαρτυρούν τα συστατικά του!
Τέταρτη Στάση: Ηράκλειο
Τι πιο όμορφο για το πρωινό της Κυριακής από ένα ζεστό καπουτσίνο και μια μπουγάτσα στο κέντρο του Ηρακλείου; Παρόλο που τα καταστήματα είναι κλειστά, οι δρόμοι στην πρωτεύουσα της Κρήτης είναι γεμάτοι ζωή. Νεαροί με τις στολές μιας τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου, γυναικοπαρέες, χαριτωμένα ζευγάρια και οικογένειες με τα παιδιά σε ποδήλατα και πατίνια δίνουν την αίσθηση της μεγαλούπολης, που ξεφεύγει από το ήρεμο και ανέμελο κλίμα των υπόλοιπων νησιών. Η μπουγάτσα στην κεντρική πλατεία των λιονταριών αποτελεί μια αγαπημένη συνήθεια, όπως αποδεικνύεται, των ντόπιων. Επιλέγουμε τις Φυλλοσοφίες (Πλατεία Λιονταριών 33, Ηράκλειο Κρήτης), που διαθέτει τραπέζια έξω στην πλατεία, στον εσωτερικό χώρο αλλά και στον πιο cosy πάνω όροφο με τη χαριτωμένη βεράντα. Η μπουγάτσα με κρέμα, ζάχαρη άχνη και ανατολίτικη κανέλα, προσγειώνεται στο τραπέζι και εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ, για να αντικατασταθεί με μια νέα, εξίσου ζεστή και νόστιμη, που περιείχε όμως παραδοσιακή μυζήθρα, θυμαρίσιο μέλι Κρήτης και καρύδια.
Πέμπτη Στάση: Σαντορίνη
Όλα τα κλισέ κι αν συμπεριλάβεις σε μια παράγραφο, δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν τα συναισθήματα που νιώθεις όταν αντικρίζεις αυτό το μέρος. Την Καλντέρα, το σεληνιακό θέαμα του ηφαιστείου, τα υπόσκαφα σπίτια, τα απότομα βράχια, τα μαύρα και κόκκινα πετρώματα, τα στενά, ανηφορικά δρομάκια, τα πέτρινα σκαλοπάτια και τα εκκλησάκια με τον γαλάζιο τρούλο. Η ξεναγός μάς περιμένει στο λιμάνι για να μας συνοδεύσει στο Οινοποιείο Βενετσάνου (Καλντέρα, Μεγαλοχώρι, venetsanoswinery.com), διανθίζοντας τη βόλτα με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία του νησιού, τις αλλεπάλληλες καταστροφές, την ηφαιστειακή δραστηριότητα και το εύφορο έδαφος που ευνοεί τις καλλιέργειες. Με θέα το απόκοσμο τοπίο, δοκιμάζουμε το εξαιρετικό Nykteri του 2017 και το παλιωμένο Liastos του 2001, που συνδυάζουμε με φάβα Σαντορίνης, κάπαρη, ντοματίνια, ντολμαδάκια, τυριά, αλλαντικά, κριτσίνια και ελιές. Ακολουθεί μια βόλτα στην Οία, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Περπατώντας στα στενά, εντοπίζω το διάσημο βιβλιοπωλείο Ατλαντίς (Οδός Νομικού, Οία ) που η Guardian έχει χαρακτηρίσει ως το ομορφότερο του κόσμου. Αγοράζω δύο παιδικά βιβλία με θέμα την ιστορία του νησιού και μετά ξανά, στα Φηρά, όπου το τελεφερίκ θα μας οδηγούσε κάτω, στο παλιό λιμάνι.
Στο βάθος, Παρθενώνας
Επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά και ο κόμπος στομάχι που το long weekend φτάνει στο τέλος του εξαφανίζεται με το που κατεβαίνουμε στο Σύνταγμα, περπατάμε την Ερμού και αντικρίζουμε απέναντι τον Παρθενώνα. Το 360 Cocktail bar (Ηφαίστου 2, Αθήνα) στο Μοναστηράκι είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για πειστούμε πως πριν το αεροπλάνο προσγειωθεί στο νησί, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Παγωμένος καφές, θέα στην Ακρόπολη, η ίδια, υπέροχη παρέα και όλα αυτά που κάνουν την Αθήνα μια πόλη ζωντανή, με κατοίκους που δεν γνωρίζουν αργίες, Δευτέρες ή ώρες εργάσιμες. Κι ενώ ο ήλιος δίνει τη θέση του στα σύννεφα, περπατάμε μέχρι τον γειτονικό Θανάση (Μητροπόλεως 69, Αθήνα) και παραγγέλνουμε το θρυλικό κεμπάπ, μια ποικιλία με κρεατικά, τζατζίκι, χωριάτικη σαλάτα, τυροκαυτερή, σαγανάκι και χύμα λευκό κρασί στη μεταλλική κανάτα. Στο δρόμο προς το αεροδρόμιο αρχίζει να βρέχει, αλλά τι σημασία έχει; Το ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Ένα τριήμερο γεμάτο από εικόνες κι εμπειρίες, με το απέραντο γαλάζιο να κάνει σκόνη το άγχος της καθημερινότητας και να μας αφήνει συντροφιά με αναμνήσεις. Αλλά και μια γλυκιά ζαλάδα, που θα μας κάνει να χαμογελάμε, θυμίζοντάς μας τα γέλια, τις ξεκαρδιστικές ατάκες, τις γκάφες, τις αναποδιές και τις υπόλοιπες μοναδικές στιγμές που ζήσαμε σε αυτή την κρουαζιέρα, στο πλωτό μας σπίτι, με φόντο το Αιγαίο…
INFO: Περισσότερες πληροφορίες για τις κρουαζιέρες της Celestyal Cruises στο τηλέφωνο 22-413500, στο celestyalcruises.com και στον ταξιδιωτικό σας πράκτορα.