Ούτε και φέτος βρήκε ορθάνοιχτη την πόρτα της Επιδαύρου ο ΘΟΚ κι ίσως αυτό σημαίνει ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να εξεταστεί πιο σοβαρά αυτή η υπόθεση στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα.
Θυμίζω ότι πέρσι (και φέτος) ο Οργανισμός πήρε «χαρτάκι» με υποδείξεις από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για την επιλογή του σκηνοθέτη και των πρωταγωνιστών των «Περσών», αλλά με την επιτυχία της παράστασης και την παρουσία στο αργολικό θέατρο κατάπιαμε όλοι στο νησί το άκομψο του πράγματος. Πρόπερσι πάλι, στην «Αντιγόνη», ο Οργανισμός ενεπλάκη σε μια τριπλή συμπαραγωγή με τα δύο κρατικά θέατρα της Ελλάδας.
Για το 2019, ο ΘΟΚ είχε το «θράσος» να καταθέσει μια φρέσκια πρόταση με τις –ιστορικής σημασίας για το κυπριακό θέατρο– «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου και με πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Απερρίφθη.
Για το 2017 μια χαρά πήρε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος τη γενναία απόφαση να εμπιστευτεί έναν νέο και αδοκίμαστο στο είδος σκηνοθέτη, τον Άρη Μπινιάρη. Φέτος, γιατί «αναίρεσε» τον εαυτό του και υποχρέωσε τον ΘΟΚ ν’ αναζητήσει παράθυρα και συμπαραγωγές; Μπορεί ο Στάθης Λιβαθινός να συμφώνησε σε πιο ισορροπημένη σύνθεση για τη δημιουργική ομάδα, όμως η πικρή γεύση της «ευγενικής χυλόπιτας» παραμένει.
Γ. Σαβ