Αυτόπτης μάρτυρας της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, ή έστω τμήματός της, είναι ο Γιαννάκης Ομήρου. Από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 και το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, μέχρι και σήμερα, με διάφορες ιδιότητες παρακολουθεί και καταγράφει τις ιστορικές διεργασίες που καθόρισαν την τύχη της Κύπρου. Σε πολλές φάσεις αυτής της ιστορικής πορείας, υπήρξε και ο ίδιος συμμέτοχος αφού τα πολιτικά και πολιτειακά αξιώματα που κατά καιρούς κατείχε, του ανέθεσαν τέτοιες ευθύνες.

Όλες αυτές τις πρωτογενείς μαρτυρίες που προνομιακά ο κ. Ομήρου κατέχει, θέλησε να τις μοιραστεί, με τους πολίτες, με όσους επιθυμούν να λάβουν γνώσιν των όσων συμβαίνουν πίσω από κουρτίνες και κλειστές πόρτες και τους αφορούν. Σ’ ένα καλαίσθητο βιβλίο 330 και πλέον σελίδων περιγράφει όσα έζησε και βίωσε την ταραχώδη τελευταία πενηνταετία. Με τον τίτλο «Καταγραφή» και επιμέλεια των εκδόσεων Καστανιώτη, το βιβλίο του πρώην προέδρου της Βουλής και πρώην προέδρου της ΕΔΕΚ, φωτίζει αρκετές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας.

Στο βιβλίο «Καταγραφή», του Γιαννάκη Ομήρου ο αναγνώστης, ο μελετητής, ο ιστορικός, θα βρει πλούσιο υλικό που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει γεγονότα και να αντιληφθεί εξελίξεις που προδιέγραψαν πολλά επεισόδια της ιστορίας που ακολούθησαν κι άλλα που έπονται. Τα όσα γράφει ο συγγραφέας, συνοδεύονται και τεκμηριώνονται με επιστολές, εκθέσεις, αναφορές, πρακτικά και άλλα έγγραφα, έτσι που να μην αφήνουν απορίες και αμφιβολίες ως προς τα γραφόμενα.

Μια από τις σελίδες της ιστορίας,  στην οποία ο Γιαννάκης Ομήρου έχει θέσει την προσωπική του σφραγίδα είναι η πολυσυζητημένη περιπέτεια, όπως εξελίχθηκε, με τους ρωσικούς πυραύλους οι οποίοι τελικά, όπως είναι γνωστό δεν ήρθαν ποτέ στην Κύπρο. Ο ίδιος από τη θέση του Υπουργού Άμυνας της Κύπρου έκανε το παν για να υλοποιηθεί η υπόσχεση προς τον κυπριακό λαό ότι η αμυντική θωράκιση της πατρίδας του θα ενισχυόταν με τους S300. Κι όταν αντιλήφθηκε την υπόσκαψη και την ανακολουθία δικών μας και ξένων, δεν δίστασε να υποβάλει την παραίτησή του.

Λεπτομερώς ο Γιαννάκης Ομήρου καταγράφει τι έγινε και πώς οδηγηθήκαμε στην ακύρωση έλευσης των πυραύλων. Περιγράφει τις αλλεπάλληλες επαφές, συναντήσεις, συζητήσεις και αντιδικίες της κυπριακής και ελλαδικής ηγεσίας για την τύχη των πυραύλων. Μέχρι την κρίσιμη σύσκεψη των Αθηνών στις 26 Νοεμβρίου 1998 όταν στην παρουσία του πρωθυπουργού Σημίτη και του προέδρου Κληρίδη πάρθηκε η απόφαση για μεταφορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος στην Κρήτη.

Στη σύσκεψη εκείνη είχε τεθεί περίπου διλημματικά το θέμα: είτε ακυρώνεται η έλευση του οπλικού συστήματος, είτε πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία. Τα γεγονότα είναι γνωστά και επιβεβαιώνονται και με τη μαρτυρία του κ. Ομήρου ο οποίος παραθέτει πρακτικά, αυτούσιους διαλόγους και άλλα τεκμήρια.

Για να υπάρχει όμως πλήρης εικόνα του ζητήματος, στο βιβλίο ο συγγραφέας παραθέτει επιπρόσθετες μαρτυρίες από τις οποίες φαίνεται ότι δεν είναι μόνο η Τουρκία που εργαζόταν, πίεζε και απειλούσε να μην έρθουν οι πύραυλοι στην Κύπρο. Ο Γιαννάκης Ομήρου «καταγγέλλει» μεταξύ άλλων ότι και η Ιταλία συντάχθηκε με εκείνους που βυσσοδομούσαν κατά της έλευσης των πυραύλων. Στη σελ. 138 και κάτω από τον τίτλο «Ένας ωμός εκβιασμός από την Ιταλία», αναφέρεται στη σύναψη συμφωνίας Λευκωσίας-Ρώμης για αγορά εκ μέρους της Κύπρου από ιταλο-ελβετική κοινοπραξία εκτοξευτών και αντιαεροπορικών πυραύλων που σε συνδυασμό με τους S300 θα ενίσχυαν την άμυνα της χώρας μας. Αντί  η ιταλική πλευρά να υλοποιήσει και να τιμήσει τη δέσμευσή της, έκανε κάτι άλλο. Και το καταγράφει στο βιβλίο του ο κ. Ομήρου:

«Σε μια απροκάλυπτη προσπάθεια άσκησης πίεσης προς την κυπριακή Κυβέρνηση, ώστε να μην προχωρήσει στην εισαγωγή και εγκατάσταση στην Κύπρο του ρωσικού πυραυλικού συστήματος, η ιταλική Κυβέρνηση αρνήθηκε να εκδώσει την αναγκαία άδεια εξαγωγής. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να καταστεί αδύνατη η ενεργοποίηση των συμβάσεων και συνεπώς τα απολύτως αναγκαία για την αεράμυνα της Κύπρου συστήματα να μην αφιχθούν στο νησί εντός του 1998 όπως ήταν προγραμματισμένο.»

Αλλά κι άλλες χώρες, με προεξάρχουσα τη Βρετανία, είχαν επιδοθεί σε εκστρατεία πιέσεων και εκβιασμών για να ματαιώσουν την εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων στην Κύπρο. Όπως ο κ. Ομήρου σημειώνει στο βιβλίο του στη σελ. 98, στόχος ήταν η τουριστική βιομηχανία και κατ’ επέκταση η κυπριακή οικονομία, «με μια συντονισμένη προσπάθεια να παρουσιαστεί η κατάσταση στην Κύπρο ως επικίνδυνη και ευρισκόμενη στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης».

Σε τρεις ολόκληρες σελίδες του βιβλίου, 98-100, καταγράφονται, με πηγή εκθέσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Κύπρου, συγκεκριμένες κατασκοπευτικές ενέργειες ξένων υπηρεσιών για συλλογή πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με τους πυραύλους. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο σχετικό απόσπασμα που περιέχει το βιβλίο «Καταγραφή», και έχει ημερομηνία 13.8.1998: «Μέλη ξένων Μυστικών Υπηρεσιών, επιβαίνοντας αυτοκινήτων ενοικιάσεως ή ακόμα και διπλωματικών, οργώνουν κυριολεκτικά τα βουνά και τις παραλίες  μας, με στόχο να συλλέξουν πληροφορίες στρατιωτικής φύσεως ή να εντοπίσουν ευαίσθητους στρατιωτικούς χώρους, κυρίως το σημείο εγκατάστασης του πυραυλικού συστήματος S300.»

Η στάση αυτή φίλων και «φίλων» χωρών δεν διαφέρει και πολύ απ’ όσα ζούμε και σήμερα, μια 25ετία μετά. Μόλις προχθές στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισπράξαμε άλλη μια φορά την απογοήτευση από τους λεγόμενους εταίρους μας. Επιβεβαιώνεται ότι στη διεθνή πολιτική σκηνή πρωταγωνιστούν τα μεγάλα εθνικά και οικονομικά συμφέρονται  και παραμερίζονται αρχές και ηθική που μόνο στα λόγια και στις διακηρύξεις βρίσκουν οπαδούς. Κάτι που επισήμανε, με άλλες λέξεις και ο Γιαννάκης Ομήρου στο μήνυμά του προς τους αξιωματικούς και οπλίτες της Εθνικής Φρουράς, εξηγώντας τους λόγους της αποχώρησής  του από τη θέση του Υπουργού Άμυνας:

«Η παραίτησή μου αποτελεί πράξη διαμαρτυρίας και καταγγελίας κατά της αναλγησίας και της κυνικότητας εκείνων των ξένων που υποκριτικά συμπεριφερόμενοι, άσκησαν πιέσεις για τη μείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ανέχονται κατ’ εξακολούθηση την τουρκική κατοχή της πατρίδας μας». («Καταγραφή» σελ.146). Όλα αυτά αρχές Ιανουαρίου 1999. Δυο δεκαετίες μετά αν άλλαξε κάτι είναι προς το χειρότερο.