Αν τα κόκαλα του Γιατρού που τρίζουν είχαν στόμα, θα φώναζαν με λόγια βαριά, γεμάτα πόνο και οργή. Όχι μονάχα για την αδιαφορία του σήμερα, αλλά για τη λήθη που εγκαταστάθηκε στις συνειδήσεις μας. Μια λήθη που σβήνει, αλλοιώνει ή εργαλειοποιεί τις θυσίες εκείνων που πάλεψαν για να υπάρχουμε σήμερα ελεύθεροι. Κι αν δεν έχουμε τη δύναμη να αναμετρηθούμε με την αλήθεια, ας σταθούμε τουλάχιστον σιωπηλοί απέναντί της, με σεβασμό.

Η πρόσφατη παραίτηση του προέδρου της ΕΔΕΚ υπήρξε αφορμή για προβληματισμό, όχι μόνο για την πορεία ενός κόμματος, αλλά για την ευρύτερη αποσύνθεση των ιδεολογικών κινημάτων. Το σοσιαλιστικό όραμα στην Κύπρο και αλλού ήταν κάποτε φάρος δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και κοινωνικής ισότητας. Σήμερα, μοιάζει περισσότερο με κέλυφος – άδειο από ουσία, κατακερματισμένο από συμφωνίες εξουσίας και προσωπικές φιλοδοξίες. Οι αξίες που κάποτε κινούσαν τα κινήματα αυτά έχουν ξεθωριάσει. Όσοι αγνοί ιδεολόγοι απέμειναν, συχνά φιμώνονται ή περιθωριοποιούνται.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο κυπριακό. Η μετανεωτερική εποχή χαρακτηρίζεται από διάχυτη δυσπιστία προς τις μεγάλες ιδέες. Στον δημόσιο διάλογο, η ιδεολογία θεωρείται εμπόδιο στον ρεαλισμό. Η πολιτική έχει μετατοπιστεί σε επίπεδα διαχείρισης, εικόνας και επικοινωνίας. Η ισχύς μετριέται πια σε ψήφους, όχι σε αξίες. Οι πολίτες, κουρασμένοι από διαψεύσεις, στρέφονται στον ατομισμό, την ιδιώτευση ή την κυνική αποδοχή του «τίποτα δεν αλλάζει».

Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με αξίες· είναι ότι το σύστημα δεν τους αντέχει. Η αγνότητα της σκέψης θεωρείται αφέλεια. Η συνέπεια ηθικής και πράξης αντιμετωπίζεται ως πολιτικό μειονέκτημα. Οι κομματικοί μηχανισμοί, κυρίως σε κόμματα που ξεκίνησαν ως κινήματα, έχουν εξελιχθεί σε μηχανισμούς αυτοσυντήρησης, αποκομμένους από την κοινωνική πραγματικότητα και τις ρίζες τους.

Κι όμως, χωρίς ιδέες, χωρίς ήθος και όραμα, η πολιτική χάνει την ψυχή της. Όπως και η κοινωνία. Κι όταν πεθάνει η ιδεολογία, δεν μένει ούτε το πάθος, ούτε η ελπίδα· μόνο διαχείριση και συμφέρον. Κι όταν αυτό γίνει κανονικότητα, τότε η σιωπή δεν είναι αδιαφορία. Είναι το τελευταίο καταφύγιο αξιοπρέπειας. Μια πράξη που μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε τη φωνή της Ιστορίας – όχι για να αναπολήσουμε το παρελθόν με νοσταλγία, αλλά για να θυμηθούμε ότι κάποτε υπήρχαν άνθρωποι που πίστεψαν, πάλεψαν και έπεσαν για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους.

Ας μην τους προδώσουμε εντελώς. Όχι άλλο.