Κατά την τελευταία δεκαετία, στον λεγόμενο δυτικό κόσμο έγιναν αισθητές μια σειρά από δυσμενείς επιπτώσεις για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ως απότοκο της παγκοσμιοποίησης όπως αυτή επήλθε μέσα από τη φιλελευθεροποίηση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών και του περιορισμού ή κατάργησης των εμποδίων στη διακίνηση κεφαλαίου. Η σταδιακή, από τη δεκαετία του 90, μεταφορά της παραγωγής από τις ανεπτυγμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες προς περιοχές της ασιατικής ηπείρου δημιούργησε μια τεράστια σε μέγεθος καταναλωτική μεσαία τάξη στην Κίνα, την Ινδία, το Μεξικό, την Βραζιλία και άλλα κράτη, με επωφελή επίδραση σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς αφού ταυτόχρονα περιόρισε την ακραία φτώχεια για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Την ίδια στιγμή, η μεταφορά μέσων παραγωγής , εισοδημάτων και πλούτου, δημιούργησε πρωτοφανείς αβεβαιότητες στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα μεγάλων δυτικών κρατών, με απώλειες θέσεων εργασίας, κατάργηση ή συρρίκνωση βιομηχανιών και διεύρυνση των εσωτερικών ανισοτήτων. Πέραν της διαρκούς αναζήτησης των οικονομικών οντοτήτων για αυξημένες κερδοφορίες, οι ραγδαίες εξελίξεις στους τομείς των τεχνολογιών επικοινωνίας και μεταφορών επιτάχυναν την οικονομική και πολιτική ενοποίηση και αλληλεξάρτηση των εθνικών και περιφερειακών οικονομικών συστημάτων.
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές έφεραν σε δυσχερή θέση μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης και για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες παγίωσαν αρνητικές προοπτικές για το μέλλον τους. Η δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων πολιτών αποτυπώθηκε κατ’ επανάληψη σε σειρά εκλογικών διαδικασιών σε σημαντικά ευρωπαϊκά κράτη και μετεξελίχθηκε σε αμφισβήτηση εμπεδωμένων αξιών και παραδοσιακών πολιτικών προσανατολισμών. Το 2016 κορυφώθηκε η αντίδραση, με την δια δημοψηφίσματος αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, μερικούς μήνες αργότερα δια της εκλογής Τραμπ, την επαναφορά μετά από ένα σχεδόν αιώνα, του απομονωτισμού ως πρόταση εξουσίας στη μεγαλύτερη δυτική Δημοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο, αμφισβητούνται πλέον ευθέως διεθνείς εμπορικές διευθετήσεις, διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα ζητήματα, η χρησιμότητα διεθνών οργανισμών και μακρόχρονες στρατηγικές διακρατικές συνεργασίες. Ουσιαστικά αμφισβητούνται οι αρχές, οι αξίες και οι δομές επί των οποίων οικοδομήθηκαν οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, το γεγονός ότι παραδοσιακοί πολιτικοί οργανισμοί, κόμματα που κυβέρνησαν επί δεκαετίες επιτυχημένα ευρωπαϊκά κράτη, με εκατομμύρια υποστηρικτών και με ιστορικές ηγεσίες παγκόσμιας εμβέλειας, βρέθηκαν υπό σκληρή αμφισβήτηση, έως και προ του φάσματος εκλογικής εξαφάνισης. Κλασικά παραδείγματα είναι το κεντροδεξιό γκωλικό κόμμα στη Γαλλία (UMP/Les Republicains), οι Γάλλοι Σοσιαλδημοκράτες (Le Parti socialiste), οι Γερμανοί του SPD, όπως και οι Ιταλοί κεντροδεξιοί. Αναφερόμαστε σε πολιτικούς οργανισμούς με καθοριστική συμβολή στη συμφιλίωση των λαών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αναφορές και επιρροές από τα σημαντικότερα ιδεολογικά ρεύματα της ευρωπαϊκής ηπείρου και ηγέτες που διαμόρφωσαν τα σύγχρονα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, δημόσιας υγείας, εργασιακών σχέσεων, εκπαιδευτικών συστημάτων και οικονομικής πολιτικής στην μεταπολεμική Ευρώπη.
Στην Κύπρο, τα τελευταία αυτά χρόνια, παρατηρούνται ανάλογες τάσεις οι οποίες έχουν παρόμοιες οικονομικές και κοινωνικές αφετηρίες. Η μεσαία πλειοψηφική τάξη ολοένα και διαπιστώνει τη σταδιακή διολίσθηση της αγοραστικής της δύναμης και ευημερίας, ενώ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού περιθωριοποιούνται, αδυνατώντας να μετέχουν ουσιαστικά της όποιας αναπτυξιακής εξέλιξης επισυμβαίνει και προβάλλεται ως επιτυχία από την άρχουσα πολιτική τάξη. Οι οικονομικές πιέσεις επί της μεσαίας τάξης και των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, η αύξηση του κόστους ζωής των ανθρώπων, η στασιμότητα στις απολαβές των μισθωτών, το βάρος του ιδιωτικού χρέους, το κόστος της εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την άρνηση ή την αποτυχία εφαρμογής πολιτικών που να αντιστρέφουν τη δυσχερή κατάσταση και να δημιουργούν θετικές προοπτικές, συνθέτουν ένα πλαίσιο απαξίωσης και απόρριψης των παραδοσιακών κομμάτων. Η αποτελμάτωση στο Κυπριακό Πρόβλημα και η σαφής απομάκρυνση από την προοπτική μιας συμφωνημένης λύσης ενίσχυσε την πεποίθηση πως ο τόπος και ο λαός δεν έχουν πια σε τίποτε καλύτερο να ελπίζουν. Τα αποτελέσματα των περσινών ευρωεκλογών κατέδειξαν ότι η Κύπρος πέρασε οριστικά το κατώφλι της ισχυρής αμφισβήτησης των παραδοσιακών πολιτικών επιλογών. Προάγγελος για το νέο πολιτικό σκηνικό υπήρξε και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2023.
Στο κυπριακό πλαίσιο, φαίνεται ότι οι λαϊκιστές πολιτευτές τυγχάνουν ευνοϊκής απήχησης από σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας και, τελικά, του εκλογικού σώματος. Ο λόγος τους είναι καταγγελτικός, προσβλητικός και οξύς, με ισοπεδωτικές προσεγγίσεις και απλοϊκές προτάσεις. Ένας λόγος εύπεπτος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που δεν αποσκοπεί στη συμβολή για επίλυση προβλημάτων αλλά στην τροφοδότηση του θυμού και του φόβου των ανθρώπων. Οι κατεξοχήν πολιτικές δυνάμεις της δημαγωγίας διακρίνονται σήμερα αφενός στο αμιγώς εθνικιστικό, μισαλλόδοξο τμήμα και στο τμήμα της ιαβερικής, εμμονικής διωκτικής διάθεσης. Παρόλο που οι ηγεσίες τους εκκινούν από διαφορετικές προσωπικές αφετηρίες, τα μηνύματα τους παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: προβάλλουν ότι oι πολιτειακοί θεσμοί είναι ανάξιοι της εμπιστοσύνης των πολιτών, παρουσιάζουν τον αυταρχισμό ως αναγκαίο εργαλείο διαχείρισης δημόσιων ζητημάτων, αποπνέουν ηγεμονισμό και περιφρόνηση της διαφορετικής άποψης, καλλιεργούν τον διχασμό και αναδεικνύουν εαυτούς ως αποκλειστικούς κατόχους της απόλυτης αλήθειας.
Το πιθανότερο είναι πως, σε ένα χρόνο από σήμερα, στην κυπριακή Βουλή θα έχουν ενισχυμένη και συγκροτημένη παρουσία αυτά τα σχήματα. Τα πρώτα θύματα αυτής της ενδεχόμενης εκλογικής εξέλιξης φαίνεται ότι θα είναι τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία από το 2023 συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Ήδη στην ΔΗΠΑ και στην ΕΔΕΚ συνειδητοποιούν ότι διατρέχουν υπαρξιακό κίνδυνο, ενώ για το ΔΗΚΟ οι προοπτικές είναι σαφώς αρνητικές. Τα 3 κυβερνητικά κόμματα ενδέχεται, συνολικά, να απωλέσουν από 7 έως 10 έδρες στη Βουλή. Το ΑΚΕΛ φαίνεται ότι θα υποστεί μια πίεση από τουλάχιστον δυο νέα κομματικά σχήματα ενώ ο Δημοκρατικός Συναγερμός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να επιχειρήσει να πείσει το εκλογικό σώμα ότι αποτελεί το μοναδικό ανάχωμα σταθερότητας, ορθολογισμού και παραγωγής πρακτικών λύσεων προκειμένου να διατηρήσει τις δυνάμεις του και τη θέση του στο πολιτικό σύστημα ως κόμμα εξουσίας.
Σε πρακτικό επίπεδο, το πρόβλημα μάλλον θα μετατοπισθεί στην κυβέρνηση. Με τα κυβερνητικά κόμματα αποδεκατισμένα, τα μεγάλα κόμματα σε υποχρεωτική στάση αυτοσυντήρησης και με τη δυναμική παρουσία κοινοβουλευτικών ομάδων ακραίων δημαγωγών, θα καταστεί εξαιρετικά δύσκολη η αναζήτηση διαλόγου και συνεννόησης που θα επιχειρούν καθηκόντως οι υπουργοί για την ψήφιση νομοσχεδίων σε ένα ευρύτατο φάσμα πεδίων πολιτικής. Υπό αυτή την έννοια, δεν αποκλείεται η Κύπρος να περάσει μια περίοδο εσωτερικής αποσταθεροποίησης με σοβαρές δυσκολίες σε σχέση με την κάλυψη ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων ή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Το κάθε θέμα για την παιδεία, την υγεία, την πρόνοια, την ενέργεια θα ανάγεται είτε σε ζήτημα εθνικής συνείδησης είτε σε πεδίο αναζήτησης απατεώνων, χωρίς δυνατότητες συναινέσεων και δημιουργικών καταλήξεων. Προφανώς, αυτή η προοπτική δεν συνυπολογίζεται στην τρέχουσα, βραχυπρόθεσμη πολιτική τακτική της κυβέρνησης, εξ ου και πρόσωπα που στηρίζουν ενεργά τον Πρόεδρο είναι υποψήφιοι ή δηλώνουν ανοικτά τη στήριξη τους προς το ακροδεξιό τμήμα του λαϊκίστικου ρεύματος. Φρονώ πως η κυβέρνηση, σχετικά σύντομα, θα βρεθεί ενώπιον νέων πολιτικών διλημμάτων που ενδέχεται να περιλαμβάνουν και θέματα που άπτονται του Κυπριακού και γενικότερα της διεθνούς θέσης της χώρας.
Διευθυντής Γραφείου της Προέδρου της Βουλής