Μου έχουν στείλει ένα άρθρο από «τα Νέα» της Μεγάλης Δευτέρας, με αποσπάσματα από τα ημερολόγια του Σεφέρη, που αναφέρονται σε κάποιους επιτάφιους της ζωής του. Το 1932, στο Λονδίνο όπου βρισκόταν, περιγράφει πως βίωσε τον πιο «καθωσπρέπει» επιτάφιο που είχε δει ποτέ του, με φράκα, άσπρα γάντια, λευκά ροδοπέταλα, όλα τόσο περιποιημένα, «που έμοιαζαν από celluloid». Τον συγκρίνει με τον ωραιότερο και τον πιο αληθινό που είχε δει ποτέ, στον Αϊ-Δημήτρη τον Λουμπαδιάρη, που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα. Κι αφού έψαξα τη λέξη «κλαπαδόρα» και είδα ότι σημαίνει «θορυβώδες χάλκινο πνευστό της οικογένειας της κορνέτας», προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν τότε, εκείνη την αδιευκρίνιστη χρονιά πριν από το 1932. Αφού μεσολαβούν κάποια αποσπάσματα από τον πόλεμο και την κατοχή, να σου και πάλι ο Αϊ-Δημήτρης ο Λουμπαδιάρης το 1964, στους πρόποδες του Φιλοπάππου, με «μια ευωδιά από θυμάρι» και την Ακρόπολη όχι φωταγωγημένη -«ευτυχώς», κατά τον ποιητή. Αυτή τη φορά, όμως, βρίσκει τους ανθρώπους «χαλασμένους» και αναρωτιέται γιατί ήρθαν και μιλάνε μεταξύ τους όπως κάνουν στον καφενέ. Συμπεραίνει ότι «ήρθαν από συνήθεια που γίνεται ολοένα χωρίς περιεχόμενο». Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι τον βρήκε και πάλι ωραίο, ίσως όμως, όχι τόσο αληθινό πια.
Το άρθρο έγινε η αφορμή να αποφασίσω να παρευρεθώ στη λειτουργία του Επιτάφιου Θρήνου, καθώς βρίσκομαι στην Αθήνα και είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ το συγκεκριμένο εκκλησάκι. Είχα αρκετά χρόνια να πάω στον Επιτάφιο και χαίρομαι που το έζησα, γιατί μάλλον είναι το ωραιότερο σημείο της πόλης για τη συγκεκριμένη λειτουργία. Ο Αϊ-Δημήτρης είναι ένα μικρό εκκλησάκι στους πρόποδες του Φιλοπάππου, σε ένα ήσυχο και καταπράσινο μέρος, κάτω από τον λόφο της Ακρόπολης. Η περιφορά κατέληξε κάτω από τον φωταγωγημένο Παρθενώνα. Φαντάστηκα τα κόκκαλα του ποιητή να τρίζουν, όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για τους παρακάτω λόγους. Ο κόσμος που ήρθε ήταν πολύς. Πολλοί έβγαζαν βίντεο και φωτογραφίες, ανάμεσά τους και εγώ. Πολλοί μιλούσαν μεταξύ τους. Ήταν μια κοσμική σύναξη ανάμεσα σε δύο ελληνικά ιερά μέρη που δε συμβαδίζουν μεταξύ τους, που αλληλοακυρώνονται, το ένα ελληνορθόδοξο, το άλλο αρχαιοελληνικό. Από την άλλη, ίσως, ήταν και μια ένδειξη ότι η συνύπαρξή τους έχει περάσει στο DNA των Ελλήνων και ότι μπορεί και να αλληλοσυμπληρώνονται πια.
Σε έναν άλλο Επιτάφιο, το 1940, είχε ενοχλήσει τον ποιητή που έθαβαν τον Χριστό σαν απόστρατο συνταγματάρχη, κάτω από μεσίστιες σημαίες και με τη συνοδεία του νεκρώσιμου εμβατηρίου του Chopin. Όμως, παραδέχεται ότι δεν αξίζει τον κόπο να αντιδρά κανείς στις αδέξιες χειρονομίες των ανθρώπων. Με το πέρασμα κάποιων δεκαετιών από τότε, μάλλον γίνεται όλο και πιο εμφανές, όπως είχε προβλέψει κι ο ποιητής, το πώς αυτές οι ιεροτελεστίες διατηρούν την τελετουργικότητα και την τυπικότητά τους, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το περιεχόμενο. Τίθεται το ερώτημα αν οι πιστοί ακολουθούν λόγω πίστης ή λόγω συνήθειας. Αν σκοπό έχουν να τιμήσουν τη θυσία του Χριστού για την ανθρωπότητα ή αν ο Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής είναι μια κοινωνική υποχρέωση περασμένη στο ετήσιο ημερολόγιο.
Θα έλεγα ότι συμμερίζομαι τις απόψεις του μεγάλου ποιητή. Ο Επιτάφιος στον Αϊ-Δημήτρη τον Λουμπαδιάρη είναι όντως ωραίος. Τώρα αν είναι αληθινός; Εναπόκειται στον καθένα να το ζήσει με τον δικό του τρόπο. Άμα πας κοντά στις στολισμένες εικόνες, την ώρα που σταματούν κάτω από τον Παρθενώνα, μπορεί και να αναριγήσεις ακούγοντας τις μελωδικές ψαλμωδίες. Όμως, θα πρέπει να εισχωρήσεις σκουντώντας μέχρι εκεί και αν έχεις μακριά μαλλιά να προσέχεις από τα αναμμένα κεριά τριγύρω. Σε γενικές γραμμές, όμως, όπως σε όλες τις εκκλησίες, είναι μια αναπαράσταση με πρόσθετες «φανφάρες» για εντυπωσιασμό, που έχει χάσει το νόημά της. Στο μυαλό μου περιφέρεται μια πιθανή εξαίρεση, γιατί τρέχει στην κατεχόμενη Κύπρο και στους εγκλωβισμένους εκεί Ελληνοκύπριους. Για εκείνους ο χρόνος σταμάτησε το ’74. Ζουν σε μια άλλη εποχή, όπου οι άνθρωποι αισθάνονταν την «αγιότητα» αυτών των ημερών. Για εκείνους, αυτές οι μέρες πιστεύω έχουν ακόμα μια σημασία βαθύτερη από ότι για εμάς. Διακυβεύονται πολλά για αυτούς, πράγματα που εμείς θεωρούμε δεδομένα, όπως η ταυτότητά τους και το δικαίωμά τους να υπάρχουν και να αλληλοστηρίζονται. Ο θρήνος είναι θρήνος και η Ανάσταση Ανάσταση, με ένα ερωτηματικό στο τέλος. Ίσως το «η ζωή εν τάφω» εκεί να αποκτά περιεχόμενο και μετά το «Χριστός Ανέστη» να αιρωρείται ένα παράπονο, γιατί η δική τους Ανάσταση, έτσι όπως την είχαν φανταστεί, μάλλον δε θα ‘ρθει ποτέ.
Με μια αίσθηση βαριάς ευθύνης ως προς το «χαμένο» περιεχόμενο, εύχομαι Καλή Ανάσταση, με ένα δειλό θαυμαστικό στο τέλος, γιατί αυτό απαιτεί η λέξη.