Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης θεωρεί πως η Ανάσταση του Κυρίου αποδεικνύει περίτρανα τη θεότητά Του, αφού κατά τον πατέρα αυτό της Ορθοδοξίας «ου γαρ ην δυνατόν κρατείσθαι υπό του θανάτου τον πάντα λόγον κρατούντα», δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει ο θάνατος Εκείνον που κρατεί τα πάντα με τον λόγο Του. Έτσι, λοιπόν, κατά τη θεολογία του ιερού πατρός, «όπως η Θεοτόκος Μαρία δεν δοκίμασε παρθενικές ωδίνες κόρης ανύμφευτης, αλλά με τη θέληση του Θεού γέννησε τον δημιουργό των αιώνων, τον Θεό Λόγον του Θεού. Έτσι και η γη από τις λαγόνες της, αποφεύγοντας τις ωδίνες του θανάτου, άφησε ελεύθερο τον Κύριο, όταν διατάχθηκε τον Κύριο των Ιουδαίων, γιατί δεν μπορούσε να κατέχει ένα σώμα που είχε γίνει φορέας αθανασίας».
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, ο Χριστός με τη σταυρική θυσία Του «εξεπολιόρκησε τας αντικειμένας δυνάμεις», δηλαδή με τον σταυρό Του υποδούλωσε τις αντίπαλες δυνάμεις του σκότους, ενώ δια της Αναστάσεως «ο Ασώματος νίκησε τους δαίμονες».
Από την πλευρά τη δική του ο ιερός Φώτιος αναφέρει πως «η λαμπρή και περιφανής και με όλα τα έργα Ανάσταση του Χριστού, επιβεβαιωμένη από το κένωμα των τάφων από τόσους νεκρούς, που έγιναν από μόνοι τους μάρτυρες της Ανάστασης, από τους Αγγέλους, επιβεβαιωμένη ακόμα και από αυτόν τον Κύριο, που φανερώθηκε σε διάφορους τόπους και διάφορα πρόσωπα, συνέτεινε, ώστε οι μαθητές του Χριστού να διαλαλούν περίτρανα την Ανάστασή Του Κυρίου αυτήν».
Έτσι λοιπόν, κατά τη θεολογία, του ιερού Φωτίου, η ανάσταση του Χριστού αιτιολογεί και το μαρτύριο του αίματος και το μαρτύριο της συνειδήσεως. Τον καιρό των διωγμών οι πρώτοι Χριστιανοί, εδραιωμένοι στην πίστη για την ανάσταση του Χριστού, μαρτύρησαν το μαρτύριο του αίματος, γιατί διακήρυτταν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε ένδοξα. Δεν φοβόντουσαν τον θάνατο, γιατί πίστευαν ότι δε ήταν το τέλος και γιατί πίστευαν στη δική τους προσωπική ανάσταση. Το ίδιο και αυτοί που μαρτύρησαν και μαρτυρούν το μαρτύριο της συνειδήσεως, αγωνιζόμενοι δια της νήψεως και τη ασκήσεως κατά των παθών, το πράττουν γιατί πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και τη δική τους ανάσταση και ανταπόδοση από τον Χριστό των πνευματικών τους αγώνων.
Έτσι λοιπόν, κατά τον ιερό Φώτιο, «ο τον Άδη σκυλεύσας και τον θάνατον νεκρώσας ημάς εαυτός συνήντησε, Χριστός ο Θεός ημών». Δηλαδή με τη λαμπροφόρα ανάστασή Του, ο Χριστός ξευτέλισε τον Άδη και θανάτωσε τον θάνατον και ανάστησε μαζί Του κι εμάς.
Εξάλλου, ο ιερός Χρυσόστομος από την πλευρά τη δική του, αφορμώμενος από το γεγονός της Αναστάσεως, σε μια ομιλία του «Περί της των νεκρών αναστάσεως», θεωρεί ότι ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού και επομένως ούτε στη δική του προσωπική ανάσταση, δεν φροντίζει καθόλου για την αρετή. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο ιερός πατήρ: «Ο μη προσδοκών αναστήσεσθαι, αλλά νομίζων μέχρι του παρόντος βίου τα ημέτερα στήσασθαι, ούτος ούτε αρετής επιμελείται».
Μεγάλο λοιπόν το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνοντας τις σωτηριολογικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος επί του ανθρώπινου προσώπου επισημαίνει: «Πάσχα ευαγγελικόν εστί η εκ θανάτου προς ζωήν και εκ φθοράς προς αφθαρσίαν διάβασις». Δηλαδή το ευαγγελικό Πάσχα ουσιαστικά είναι η διάβαση από τον θάνατο στη ζωή και από τον φθορά στην αφθαρσία.
Ακριβώς μέσα σε αυτό το πνεύμα κινούμενος και ο Μέγας Αθανάσιος διακηρύττει πως δεν υπάρχει θάνατος. Είναι απλά μια άλλη στάση ζωής. Επισημαίνει συγκεκριμένα ο ιερός πατήρ: «ει εν δικαιοσύνη πορεύει εν τη ζωή πεπόρευσαι και θάνατος ου μη αψηταί σου, ου γαρ εστί θάνατος τοις δικαίοις, αλλά απλώς μετάθεσις».
Η Ανάσταση του Χριστού βοηθά τον άνθρωπο να κάνει υπέρβαση του υπαρξιακού προβλήματος του θανάτου. Υπογραμμίζει για αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «όπως ο Χριστός πέθανε, αλλά αναστήθηκε ένδοξα, έτσι και όσοι πιστεύουν σε Αυτόν θα πεθάνουν, αλλά θα αναστηθούν και θα πάρουν σώμα άφθαρτο και ένδοξο, όπως ο Χριστός με την ένδοξη Ανάστασή Του».
Το γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου συνέχει την Εκκλησία. Συγκλονισμένος από αυτό το γεγονός ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς διακηρύττει: «όλο το ευαγγέλιο συνοψίζεται σε τέσσερεις μόνο λέξεις “Χριστός ανέστη-Αληθώς ανέστη”.»