Ανεξάρτητα από τα όσα λέγονται στο εσωτερικό, πολλές φορές για εσωτερική κατανάλωση, η πλευρά μας στη Γενεύη και προηγούμενα, έδωσε μάχη σε δύο βασικούς πολιτικούς άξονες: 1) να διατηρηθούν ως βάση λύσης του κυπριακού τα ψηφίσματα του Σ.Α. που προνοούν για λύση διζωνικής και 2) να περιφρουρηθεί το κεκτημένο των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων το οποίο συνοψίζεται στη θέση «να επαναρχίσουν οι συνομιλίες από εκεί που σταμάτησαν».

Το πρώτο μάθημα είναι ότι είναι εύκολο στα λόγια να επικαλείσαι ιδανικές λύσεις ή να κατηγορείς άλλους για ηττοπαθή στάση αλλά την κρίσιμη ώρα, την ώρα που βρίσκεσαι ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, οι πράξεις διαφέρουν. Το ΕΛΑΜ για παράδειγμα το οποίο ουσιαστικά εξέλεξε τον κ. Χριστοδουλίδη μπορεί να αναφέρεται ακόμα και στο θλιβερό σύνθημα της «ένωσης», η αλήθεια όμως είναι ότι ο Πρόεδρος τον οποίο εξέλεξε υπερασπίζεται τόσο τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία όσο και το κεκτημένο των διαπραγματεύσεων. Το ΕΛΑΜ είναι το πιο ακραίο παράδειγμα (βεβαίως) αλλά αντίστοιχες αναλογίες μπορούμε να εντοπίσουμε και σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.

Το δεύτερο μάθημα είναι ότι ακόμα και η πιο μεγάλη πορεία ξεκινά με ένα πρώτο βήμα. Δεν επιτεύχθηκε προφανώς κάτι σπουδαίο στη Γενεύη αλλά ακόμη και η διατήρηση της διαδικασίας ζωντανής, μετά από οκτώ χρόνια παρατεταμένου αδιεξόδου είναι μια θετική εξέλιξη. Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στη μακρά ιστορία του κυπριακού έχουν διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο σε ότι αφορά ιδιαίτερα στη δημιουργία ενός θετικού κλίματος. Τέλος, ο διορισμός προσωπικού απεσταλμένου του Γκουτέρες, έστω και εάν υπολείπεται καταφανώς ενός απεσταλμένου του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο οποίος θα λογοδοτούσε πολιτικά σε αυτό και θα δεσμευόταν από τα ψηφίσματά του, σημαίνει ότι μέχρι την επόμενη άτυπη διάσκεψη θα γίνονται ζυμώσεις στο κυπριακό.

Το τρίτο μάθημα είναι ότι ακόμη περιμένουμε τον ισχυρό απεσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος θα διοριστεί για το κυπριακό. Αντί αυτού, η παρουσία μίας υπαλλήλου της ΕΕ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ικανοποιεί. Θετική η επιστολή των δύο κορυφαίων θεσμών της ΕΕ παρόλο που πρέπει να απαιτήσουμε περισσότερα. Έδαφος της ΕΕ βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή και ακόμη η ΕΕ αναβαθμίζει την Τουρκία, ενώ στην περίπτωση της Ουκρανίας απειλεί με ενέργειές της ακόμη και για παγκόσμια σύρραξη. Παρά την θετική παρέμβαση με αποστολή της επιστολής, διερωτούμαστε αν πρέπει να νιώθουμε και πλήρως ευχαριστημένοι.

Τέλος, οι φωνές και οι προβλέψεις στο εσωτερικό για την «ομοσπονδία που πέθανε», το «νέο ρεαλισμό» αποδοχής και συντήρησης της υφιστάμενης, απαράδεκτης κατάστασης, οι ευφάνταστες ιδέες για δύο κράτη, για ξεπούλημα ουσιαστικά της μισής μας πατρίδας στην Τουρκία, προς το παρόν έχουν διαψευστεί. Η ζημιά που έχει γίνει, από το 2017 μέχρι σήμερα, στην εθνική μας υπόθεση είναι ανυπολόγιστη. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα η ιστορία θα γράψει με αναθεματισμούς για τη συγκεκριμένη περίοδο. Μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την πλήρη αποενοχοποίηση της Τουρκίας, την εμβάθυνση της κατοχής, τις ιδέες για υιοθέτηση από την πλευρά μας του τουρκικού στρατηγικού στόχου για δύο κράτη στην Κύπρο και την άνοδο της ακροδεξιάς που δεν είναι καθόλου άσχετη με τις εξελίξεις. Ας ελπίσουμε ότι ο κ. Χριστοδουλίδης θα αφήσει πίσω το δικό του ενοχικό ρόλο σε αυτή την περίοδο, ως ΥΠΕΞ και ως στενότερος συνεργάτης του Αναστασιάδη, ότι δεν θα ενδώσει στις απειλές συγκυβερνώντων, ότι «θα τους βρει απέναντί του» και θα συνεχίσει με σταθερότητα όσα θεωρητικά διακηρύσσει.

Το πλέον καθοριστικό είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις να επιτρέψουν αλλαγή στην απαράδεκτη τουρκική στάση, σε εγκατάλειψη του στόχου της για δύο κράτη, και σε συνεργασία για την επίτευξη μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στη βάση των ψηφισμάτων του Σ.Α., στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στη λύτρωση δηλαδή της πατρίδας και του λαού μας.

 * Βουλευτής Λευκωσίας, ΑΚΕΛ