Η επικείμενη Πενταμερής της Γενεύης αποτελεί ορόσημο στις προσπάθειες της πλευράς μας για αναθέρμανση του Κυπριακού. Η Δημοκρατική Παράταξη στηρίζει τους χειρισμούς του Προέδρου Χριστοδουλίδη στο Κυπριακό, όπου πέτυχε να στρέψει την προσοχή και το ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα στη χώρα μας, δια μέσου μιας εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι το «κλειδί» για τις όποιες εξελίξεις στο Κυπριακό, είναι η στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας. Η προηγούμενη περίοδος κατέδειξε τη μεθοδευμένη στροφή της Άγκυρας προς τη συνομοσπονδία, αποκηρύσσοντας το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης της ΔΔΟ και εισάγοντας τον καινοφανή όρο «κυριαρχική ισότητα». Η νέα αυτή θέση κρίνουμε ότι επιδιώκει τη διεθνή αναγνώριση μιας ανεξάρτητης οντότητας, που στην πραγματικότητα θα είναι προσαρτημένη στην Τουρκία, την ίδια ώρα που επιδιώκει να διατηρήσει δέσμια την Κυπριακή Δημοκρατία στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και φυσικά επιβαρυμένη με τη Συνθήκη Εγγυήσεων.
Πραγματικός στόχος της Άγκυρας είναι αφενός να ασκεί πλήρη κυριαρχία στα εδάφη που είναι σήμερα κατεχόμενα και αφετέρου, μέσω μίας συνομοσπονδιακής δομής, να ελέγχει ταυτόχρονα ολόκληρο το νησί, δηλαδή “αφέντης στον βορρά και συνέταιρος στον νότο”, όπως επιγραμματικά το συνόψισε ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος.
Την ίδια ώρα, διαπιστώνουμε μια ανησυχητική αναφορά στα τελευταία Ψηφίσματα του ΣΑ ΟΗΕ, περί ανάγκης επίδειξης ευελιξίας και συμβιβασμού για την εξεύρεση κοινού εδάφους, παρά την αναφορά περί λύσης ΔΔΟ. Με πολύ απλά λόγια, το ΣΑ καλεί τις πλευρές να συμβιβαστούν στη βάση επί της οποίας θα διεξαχθούν απευθείας διαπραγματεύσεις, που δυνατό να ερμηνευθεί ότι η ΔΔΟ δεν συνθέτει την έννοια του «κοινού εδάφους» των επικείμενων συζητήσεων, κάτι που θα συνιστούσε, για τη δική μας πλευρά, μια επικίνδυνη μετατόπιση του ΟΗΕ.
Ένας τέτοιος συμβιβασμός συνεπάγεται με μετακίνηση της ελληνοκυπριακής πλευράς από την ΔΔΟ και της τουρκικής από τα «δύο κράτη», χωρίς να προσδιορίζεται το «σημείο συνάντησης», που με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συνομοσπονδία. Υπενθυμίζω, δε, ότι για ένα τέτοιο συμβιβασμό μάς είχε νωρίτερα προϊδεάσει ο ίδιος ο κ. Γκουτέρες, ζητώντας από τις δύο πλευρές «να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των θέσεων τους».
Θα επαναλάβω ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποστασιοποιηθούμε από το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης. Η λύση του Κυπριακού, πρέπει να οδηγεί σε απαλλαγή από την κατοχή, από “εγγυητές” και από στρατεύματα κατοχής και να οδηγήσει σε ένα σύγχρονο κανονικό κράτος.
Ένας δεύτερος κρίσιμος παράγοντας καθορισμού των εξελίξεων στο Κυπριακό, θα είναι η πολιτική που θα υιοθετήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες έναντι της Τουρκίας και η αμερικανική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή. Με την εκλογή Τράμπ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική αποκτά απροκάλυπτα συναλλακτικό χαρακτήρα και το διεθνές δίκαιο υποχωρεί ως παράγοντας διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής, όπως αποδεικνύουν οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ σε Ουκρανία και Γάζα. Ο Πρόεδρος Τράμπ προσεγγίζει τις διεθνείς σχέσεις ως μία συνεχή οικονομική διαπραγμάτευση, στην οποία ο ισχυρός πλεονεκτεί και θα πρέπει να αποκομίσει κέρδος, ανεξάρτητα από το τι επιβάλλει το διεθνές δίκαιο. Αυτός ο τρόπος θεώρησης του κόσμου είναι πολύ επικίνδυνος για μικρές χώρες όπως η Κύπρος. Θα πρέπει λοιπόν να σκεφθούμε και εμείς συναλλακτικά και πιθανόν το μόνο που μπορεί να ενδιαφέρει την νέα αμερικανική Κυβέρνηση, είναι η στρατηγική διέξοδος που προσφέρει η Κύπρος στο Ισραήλ το οποίο είναι περικυκλωμένο από μη φιλικές προς αυτό γειτονικές χώρες.
Στη Γενεύη θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι η μελλοντική λύση θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το ενωσιακό κεκτημένο αφ’ ενός και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών αφ’ ετέρου. Η εμπειρία του σχεδίου Ανάν και η τότε στάση της Ε.Ε. αποδεικνύει ότι τα όρια του ενωσιακού κεκτημένου είναι ρευστά και ότι επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες. Διαφορετικό θα είναι άλλωστε το περιεχόμενο του “κεκτημένου”, σε περίπτωση που συμφωνήσει σε παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις ο άμεσα ενδιαφερόμενος, που είναι η Κύπρος. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τα πρόσφατα ψηφίσματα ΟΗΕ, που προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη συμφωνημένη βάση λύσης, αφού θεωρητικώς την ενσωματώνουν, αλλά πρακτικώς καλούν τα μέρη να την παρακάμψουν χάριν ενός “συμβιβασμού”.
Ενόψει των συναντήσεων στη Γενεύη, η πλευρά μας θα πρέπει να καταστρώσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική διαπραγματεύσεων, με συγκεκριμένη στόχευση, έχοντας προαποφασίσει τι μπορούμε να αποδεχθούμε και τι όχι και για ποιους ακριβώς λόγους. Έτσι θα μεταφέρουμε τα σωστά μηνύματα στους εμπλεκόμενους και στη διεθνή κοινότητα και θα θωρακίσουμε τη θέση μας για επιμονή στη συμφωνημένη βάση λύσης, αποφεύγοντας την ισομερή κατανομή ευθυνών, σε περίπτωση νέας αποτυχίας, εκθέτοντας την αδιαλλαξία και μαξιμαλισμό της Άγκυρας.
Εν κατακλείδι, τονίζω ότι η Δημοκρατική Παράταξη αποτελεί φωνή υπεύθυνης πατριωτικής πολιτικής, που αντιμετωπίζει το Κυπριακό στη βάση αρχών και με διεκδικητικό ρεαλισμό. Επιδιώκουμε τη διαμόρφωση ενός ασφαλούς, δημοκρατικού και λειτουργικού οικοδομήματος, για όλους τους Κύπριους. Ένα Κανονικό κράτος, όπου αφέντης και κυρίαρχος θα είναι ο κυπριακός λαός. Η ΔΗΠΑ ουδέποτε θα συζητήσει ούτε θα συμβιβαστεί με ιδέες είτε για δυο κράτη ή για συνομοσπονδία.